Πώς συναντήθηκαν στο Πάρκο Γκεζί δεκάδες μικρές εξεγέρσεις. Της Αιμιλίας Βουλβούλη*
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 η Τουρκία ακολούθησε ένα μοντέλο ανάπτυξης όλων των μεγάλων πόλεων και ειδικά της Κωνσταντινούπολης, το οποίο χαρακτηρίστηκε από την κατασκευή μεγάλων λεωφόρων, ανισόπεδων κόμβων που συνδέονται με τις γέφυρες του Κεράτιου Κόλπου και του Βοσπόρου που ευνοούν σχεδόν αποκλειστικά τη διέλευση αυτοκινήτων, με πολύ μικρή μέριμνα για τους πεζούς.
Από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα η τάση αυτή συνδυάστηκε με την ιδιωτικοποίηση δημόσιων χώρων και τη δημιουργία τεράστιων οικοδομικών συμπλεγμάτων τα οποία είτε αποτελούν μόνο εμπορικά κέντρα (alisveris merkezi στα τουρκικά) είτε συνδυάζονται με υπερπολυτελείς κατοικίες. Σήμερα η χώρα βρίσκεται σε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, ένα χαρακτηριστικό της οποίας είναι η μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα. Αυτό σημαίνει πως υπάρχει μία εντατικοποίηση των παραπάνω δραστηριοτήτων. Μόνο τον τελευταίο χρόνο που ζω στην Κωνσταντινούπολη εγκαινιάστηκαν δύο τεράστια εμπορικά κέντρα.
Αυτή η νεοφιλελεύθερη λογική η οποία στην ουσία επιβάλλει την αποξένωση των πολιτών από την πόλη τόσο εξαιτίας της αδυναμίας να περπατήσει κανείς μέσα σ’ αυτή αλλά και εξαιτίας του αποκλεισμού τους από τις ολοένα και αυξανόμενες ιδιωτικοποιημένες περιοχές, έχει αποτελέσει πολλές φορές αιτία σύγκρουσης μεταξύ των κατοίκων των περιοχών που πλήττονται από αυτές τις επιλογές και της κυβέρνησης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η σύγκρουση στις αρχές τις δεκαετίας του 1980 μεταξύ του Μητροπολιτικού Δήμου της Κωνσταντινούπολης και των κατοίκων της Ταξίμ (συγκεκριμένα της συνοικίας Ταρλάμπασι) αλλά και του Τεχνικού Επιμελητηρίου, σχετικά με την κατεδάφιση κάποιων ιστορικών κτιρίων και τον απεντοπισμό των ενοίκων τους προκειμένου να κατασκευαστεί, όπως και έγινε τελικά, ένας ανισόπεδος κόμβος που θα οδηγούσε στην πλατεία. Αυτή αποτελεί και την πρώτη προσπάθεια ανάπλασης της περιοχής Ταξίμ. Ένα άλλο ενδεικτικό παράδειγμα που έρχεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 είναι η σύγκρουση ανάμεσα στους κατοίκους του Αρναβούτκιοϊ, μιας παραθαλάσσιας γειτονιάς του Βοσπόρου και στην κυβέρνηση για την κατασκευή της τρίτης γέφυρας του Βοσπόρου, η κατασκευή της οποίας ανακοινώθηκε λίγες μέρες πριν σε άλλο όμως σημείο από εκείνο που είχε αρχικά αποφασιστεί.
«Αυτός ο τόπος είμαι εγώ»
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, όπως και σε άλλες, το κύριο ζήτημα που έθεσαν οι κάτοικοι των περιοχών είναι η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και ο βίαιος απεντοπισμός από τον τόπο τους, το σπίτι τους. «Κάποια στιγμή αυτό το κράτος πρέπει να αρχίσει να λαμβάνει υπ’ όψιν του τη γνώμη του λαού του» τονίζει ένας ακτιβιστής από το Αρναβούτκιοϊ και συνεχίζει λέγοντας «αυτός εδώ ο τόπος είμαι εγώ. Η κυβέρνηση δεν μου ζητάει ν’ αφήσω μόνο το σπίτι μου, μου ζητάει ν’ αφήσω τη ζωή μου».
Η περίπτωση του Πάρκου Γκεζί είναι μία παρόμοια περίπτωση. Ένα πάρκο το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς και συνάντησης για τους κατοίκους -και όχι μόνο της περιοχής- θα πρέπει, σύμφωνα με την απόφαση της κυβέρνησης, να ξεριζωθεί και να δώσει τη θέση του σε ένα εμπορικό κέντρο προσβάσιμο υπό όρους. Δεν είναι, όμως, μόνο το Γκεζί. Είναι τόσες άλλες περιπτώσεις σε όλη τη χώρα σήμερα και πολλές σαν αυτές που ανέφερα παραπάνω από το χθες, το αποτύπωμα των οποίων έχει μείνει στο παρόν. Όχι μόνο ως μνήμη ενός ιστορικού γεγονότος αλλά ως συνείδηση. Ως συνείδηση που αποτέλεσε τη βάση για την ύπαρξη των δεκάδων, σε όλη τη χώρα τέτοιων μικρών κινητοποιήσεων, οι οποίες την προηγούμενη Παρασκευή συναντήθηκαν στο Πάρκο Γκεζί. Είτε κυριολεκτικά είτε φαντασιακά ως ταυτότητες εξεγερμένων που ζητούν το ίδιο πράγμα σε πάνω από 50 πόλεις σε όλη τη χώρα: Περισσότερο σεβασμό στα δικαιώματά τους ως πολίτες, περισσότερη ελευθερία, περισσότερη δημοκρατία.
«Πρέπει να ξέρεις, δεν πρόκειται για δυσαρέσκεια απέναντι στο Ισλάμ», μου έγραψε μια φίλη ακαδημαϊκός που είναι κάθε μέρα στην Ταξίμ. «Πρόκειται για την εναντίωσή μας στον καπιταλισμό που καταστρέφει τη φύση, το νεοφιλελευθερισμό που μας αποκλείει από την πόλη μας, στην κυβέρνηση -στην όποια κυβέρνηση- μας αποκλείει από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν τη ζωή μας. Θέλουμε πίσω την πόλη μας, θέλουμε πίσω τη ζωή μας. Έχουμε χάσει τόσα πολλά…».