Ναόμι Κλάιν: [Θέλετε να σώσετε τη χώρα σας; Ξεπουλήστε την] Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός
Παρά τη ριζοσπαστική (και ιδιαίτερα επικερδή) νέα τους αποστολή, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα συνέχισαν να διατείνονται πως ό,τι έκαναν το έκαναν χάριν της σταθεροποίησης. Επισήμως, το ΔΝΤ εξακολουθούσε να έχει ως αποστολή την αποτροπή των κρίσεων και όχι την αναμόρφωση των κοινωνιών ή τον ιδεολογικό προσηλυτισμό, συνεπώς η επίκληση της σταθεροποίησης έπρεπε να είναι η επίσημη δικαιολογία. Η πραγματικότητα όμως ήταν ότι, στη μια χώρα μετά την άλλη, η κρίση του χρέους χρησιμοποιούνταν μεθοδικά ως μοχλός προώθησης της ατζέντας της Σχολής του Σικάγου, η οποία βασιζόταν στην ανηλεή εφαρμογή της θεραπείας-σοκ του Φρίντμαν.
Οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ το είχαν παραδεχτεί τότε, αν και οι ομολογίες τους πραγματοποιούνταν συνήθως σε μια κωδικοποιημένη οικονομική γλώσσα και περιορίζονταν σε ειδικά συνέδρια και δημοσιεύσεις που προορίζονταν για συναδέλφους «τεχνοκράτες». Ο Ντάνι Ρόντρικ, διάσημος οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Κολούμπια που εργάστηκε για πολλά χρόνια στην Παγκόσμια Τράπεζα, περιγράφει ολόκληρο το οικοδόμημα της «διαρθρωτικής προσαρμογής» ως μια ιδιοφυή στρατηγική μάρκετινγκ. «Πρέπει να αποδώσουμε στην Παγκόσμια Τράπεζα τα εύσημα», έγραψε το 1994, «για την επινόηση και την επιτυχή προώθηση της έννοιας της “διαρθρωτικής προσαρμογής”, μιας έννοιας που περικλείει σε μια κοινή συσκευασία μικροοικονομικές και μακροοικονομικές μεταρρυθμίσεις. Η διαρθρωτική προσαρμογή προωθείται ως διαδικασία που χρειάζεται να υποστούν οι χώρες προκείμενου να σώσουν την οικονομία τους από την κρίση. Για τις κυβερνήσεις που αγοράζουν αυτό το “πακέτο”, η διαφοροποίηση ανάμεσα στις μακροοικονομικές πολιτικές που εξασφαλίζουν ισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου και σταθερές τιμές και στις πολιτικές που καθορίζουν το άνοιγμα [όπως το ελεύθερο εμπόριο] συσκοτίζεται».
Η θεμελιώδης αρχή είναι απλή: Οι χώρες σε κρίση χρειάζονται απεγνω¬σμένα μια επείγουσα βοήθεια προκειμένου να σταθεροποιήσουν το νόμισμά τους. Όταν οι ιδιωτικοποιήσεις και οι πολιτικές του ελεύθερου εμπορίου προωθούνται από κοινού με τη χρηματοοικονομική διάσωση σε ένα ολοκληρωμένο πακέτο, οι χώρες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αποδεχτούν ολόκληρο το πακέτο. Ωστόσο – και εδώ έγκειται το ιδιοφυές του εγχειρήματος – οι οικονομολόγοι γνωρίζουν ότι το ελεύθερο εμπόριο δεν έχει καμία σχέση με το τέλος μιας κρίσης, όμως η πληροφορία αυτή «συσκοτίζεται». Το παραπάνω σχόλιο του Ρόντρικ γράφτηκε ως έπαινος. Αυτή η έξυπνη «συσκευασία» προώθησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών όχι μόνο πέτυχε να υποχρεώσει τις φτωχές χώρες να αποδεχτούν τις πολιτικές που είχε επιλέξει για αυτές η Ουάσινγκτον, αλλά ήταν και η μοναδική μέθοδος που θα μπορούσε να πετύχει – και ο Ρόντρικ είχε στα διάθεσή του τα αριθμητικά δεδομένα που τεκμηρίωναν τον ισχυρισμό του. Είχε παρακολουθήσει τις εξελίξεις σε όλες τις χώρες που είχαν υιοθετήσει ριζοσπαστικές πολιτικές ελεύθερου εμπορίου τη δεκαετία του 1980 και είχε διαπιστώσει ότι «δεν υπήρξε καμία σημαντική περίπτωση μεταρρυθμίσεων υπέρ του ελεύθερου εμπορίου σε κάποια αναπτυσσόμενη χώρα τη δεκαετία του 1980 η οποία να συνέβη εκτός του πλαισίου μιας σοβαρής οικονομικής κρίσης».
Επρόκειτο για μια εκπληκτική ομολογία. Σε εκείνη την ιστορική συγκυρία η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ επέμεναν δημόσια ότι οι κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο είχαν δει επιτέλους το φως και είχαν συνειδητοποιήσει πως οι πολιτικές της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον» αποτελούσαν τη μοναδική συνταγή για τη σταθεροποίηση, άρα και για τη δημοκρατία. Ωστόσο τα όσα παραδέχτηκε ο Ρόντρικ αποτελούσαν μια ομολογία, και μάλιστα εκ των ένδον του κατεστημένου της Ουάσινγκτον, ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες υποτάσσονταν σε αυτούς μόνο εξαιτίας ενός συνδυασμού προσχηματικών ισχυρισμών και ωμού εκβιασμού: Θέλετε να σώσετε τη χώρα σας; Ξεπουλήστε τη. Ο Ρόντρικ έφτασε στο σημείο να παραδεχτεί ότι οι ιδιωτικοποιήσεις και το ελεύθερο εμπόριο, δύο κομβικές παράμετροι στο πακέτο της διαρθρωτικής προσαρμογής, δεν έχουν άμεση σχέση με τη σταθεροποίηση. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το να υποστηρίζει κάποιος το αντίθετο είναι «κακά οικονομικά».
Μετάφραση: Άγγελος Φιλιππάτος
Naomi Klein, Το Δόγμα του Σοκ.Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής
εκδ. «Α.Α. Λιβάνη», Αθήνα, χ.χ. έκδ.
Οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ το είχαν παραδεχτεί τότε, αν και οι ομολογίες τους πραγματοποιούνταν συνήθως σε μια κωδικοποιημένη οικονομική γλώσσα και περιορίζονταν σε ειδικά συνέδρια και δημοσιεύσεις που προορίζονταν για συναδέλφους «τεχνοκράτες». Ο Ντάνι Ρόντρικ, διάσημος οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Κολούμπια που εργάστηκε για πολλά χρόνια στην Παγκόσμια Τράπεζα, περιγράφει ολόκληρο το οικοδόμημα της «διαρθρωτικής προσαρμογής» ως μια ιδιοφυή στρατηγική μάρκετινγκ. «Πρέπει να αποδώσουμε στην Παγκόσμια Τράπεζα τα εύσημα», έγραψε το 1994, «για την επινόηση και την επιτυχή προώθηση της έννοιας της “διαρθρωτικής προσαρμογής”, μιας έννοιας που περικλείει σε μια κοινή συσκευασία μικροοικονομικές και μακροοικονομικές μεταρρυθμίσεις. Η διαρθρωτική προσαρμογή προωθείται ως διαδικασία που χρειάζεται να υποστούν οι χώρες προκείμενου να σώσουν την οικονομία τους από την κρίση. Για τις κυβερνήσεις που αγοράζουν αυτό το “πακέτο”, η διαφοροποίηση ανάμεσα στις μακροοικονομικές πολιτικές που εξασφαλίζουν ισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου και σταθερές τιμές και στις πολιτικές που καθορίζουν το άνοιγμα [όπως το ελεύθερο εμπόριο] συσκοτίζεται».
Η θεμελιώδης αρχή είναι απλή: Οι χώρες σε κρίση χρειάζονται απεγνω¬σμένα μια επείγουσα βοήθεια προκειμένου να σταθεροποιήσουν το νόμισμά τους. Όταν οι ιδιωτικοποιήσεις και οι πολιτικές του ελεύθερου εμπορίου προωθούνται από κοινού με τη χρηματοοικονομική διάσωση σε ένα ολοκληρωμένο πακέτο, οι χώρες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αποδεχτούν ολόκληρο το πακέτο. Ωστόσο – και εδώ έγκειται το ιδιοφυές του εγχειρήματος – οι οικονομολόγοι γνωρίζουν ότι το ελεύθερο εμπόριο δεν έχει καμία σχέση με το τέλος μιας κρίσης, όμως η πληροφορία αυτή «συσκοτίζεται». Το παραπάνω σχόλιο του Ρόντρικ γράφτηκε ως έπαινος. Αυτή η έξυπνη «συσκευασία» προώθησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών όχι μόνο πέτυχε να υποχρεώσει τις φτωχές χώρες να αποδεχτούν τις πολιτικές που είχε επιλέξει για αυτές η Ουάσινγκτον, αλλά ήταν και η μοναδική μέθοδος που θα μπορούσε να πετύχει – και ο Ρόντρικ είχε στα διάθεσή του τα αριθμητικά δεδομένα που τεκμηρίωναν τον ισχυρισμό του. Είχε παρακολουθήσει τις εξελίξεις σε όλες τις χώρες που είχαν υιοθετήσει ριζοσπαστικές πολιτικές ελεύθερου εμπορίου τη δεκαετία του 1980 και είχε διαπιστώσει ότι «δεν υπήρξε καμία σημαντική περίπτωση μεταρρυθμίσεων υπέρ του ελεύθερου εμπορίου σε κάποια αναπτυσσόμενη χώρα τη δεκαετία του 1980 η οποία να συνέβη εκτός του πλαισίου μιας σοβαρής οικονομικής κρίσης».
Επρόκειτο για μια εκπληκτική ομολογία. Σε εκείνη την ιστορική συγκυρία η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ επέμεναν δημόσια ότι οι κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο είχαν δει επιτέλους το φως και είχαν συνειδητοποιήσει πως οι πολιτικές της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον» αποτελούσαν τη μοναδική συνταγή για τη σταθεροποίηση, άρα και για τη δημοκρατία. Ωστόσο τα όσα παραδέχτηκε ο Ρόντρικ αποτελούσαν μια ομολογία, και μάλιστα εκ των ένδον του κατεστημένου της Ουάσινγκτον, ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες υποτάσσονταν σε αυτούς μόνο εξαιτίας ενός συνδυασμού προσχηματικών ισχυρισμών και ωμού εκβιασμού: Θέλετε να σώσετε τη χώρα σας; Ξεπουλήστε τη. Ο Ρόντρικ έφτασε στο σημείο να παραδεχτεί ότι οι ιδιωτικοποιήσεις και το ελεύθερο εμπόριο, δύο κομβικές παράμετροι στο πακέτο της διαρθρωτικής προσαρμογής, δεν έχουν άμεση σχέση με τη σταθεροποίηση. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το να υποστηρίζει κάποιος το αντίθετο είναι «κακά οικονομικά».
Μετάφραση: Άγγελος Φιλιππάτος
Naomi Klein, Το Δόγμα του Σοκ.Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής
εκδ. «Α.Α. Λιβάνη», Αθήνα, χ.χ. έκδ.
Σχόλια