Η κυβέρνηση κατήργησε όχι απλώς το ισχύον Σύνταγμα, αλλά κυρίως το ισχύον πολίτευμα. Της Έλενας Πατρικίου
«H Eπανάσταση δεν θα αναμεταδοθεί, γιατί η Επανάσταση θα είναι ζωντανή»: Αυτή είναι η κατακλείδα του εμβληματικού μουσικού ποιήματος του Gill Scott Heron που έμεινε για χρόνια στο ανεπίσημο top ten της αμερικανικής ροκ αντί-κουλτούρας. Ασφαλώς η επανάσταση «μεταδόθηκε», κάποιες φορές μάλιστα εντελώς «ζωντανά» ήδη σ’ εκείνη την δεκαετία του ’60-’70: ο γαλλικός Μάης, τα γερμανικά πανεπιστήμια και η φοιτητική εξέγερση του Μεξικού το ’68, οι ταραχές του Λος Άντζελες το 1972… Όχι όμως ως «επανάσταση», αλλά ως «ζωντανή αναμετάδοση των ταραχών».
Ο σκοπός της τηλεόρασης, ήδη πριν την εφεύρεσή της, ήταν η δημιουργία και η εμπέδωση της ομοφωνίας σ’ ένα κοινωνικό σύνολο που είχε συνείδηση της δυσαρμονίας και των εσωτερικών του συγκρούσεων. Ο σκοπός όντως επετεύχθη. Η τηλεόραση δεν δημιούργησε μόνο στην Αμερική του ’60 ένα «έθνος της τηλεόρασης», αλλά παντού στον κόσμο. Η τηλεόραση δημιούργησε, μέσα στο μεταπολεμικό δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, μια απόλυτη ψευδαίσθηση (και εντέλει μια απόλυτη πραγματικότητα) κοινωνικής συμφωνίας. Το τηλεοπτικό consensus βρισκόταν στην καρδιά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όπως τη γνώρισε ως λίγο-πολύ γενικευμένο πολίτευμα η μεταπολεμική Δύση. Το τηλεοπτικό consensus βρισκόταν στην καρδιά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπως την εξήγαγε υποχρεωτικά και (συχνά) υπό την απειλή των όπλων η Δύση στις αναπτυσσόμενες και υπανάπτυκτες χώρες ως συνέχεια της από-αποικιοκρατικοποίησής τους ή, μερικές δεκαετίες αργότερα, της από-σοβιετικοποίησής τους. Η σύγκρουση (ταξική, εθνοτική, πολιτική…) λειάνθηκε καταρχήν μέσω της επιτυχούς τηλεοπτικής μετονομασίας της σε «πολυφωνία» και εν συνεχεία πάλι η τηλεόραση εκλήθη να υπηρήσει αυτήν τη δημοκρατική κατάκτηση που, συνεπώς, λείανε όχι μόνον τον τρόπο διεξαγωγής της συζήτησης μέσα στα στούντιο, αλλά και τους όρους παρουσίασης των ίδιων των αντιθέσεων.
Από το κοινωνικό σύνολο στο τηλεοπτικό κοινό
Πολύ περισσότερο, η αρετή της πολυφωνίας, δημοκρατικό κεκτημένο και ταυτοχρόνως προϋπόθεση της δημοκρατίας, δημιούργησε το κατάλληλο κοινωνικό κλίμα προκειμένου να γίνει αποδεκτή, σε κάθε περίπτωση σύγκρουσης, η αναζήτηση και, τελικά, η επιβολή μιας μίνιμουμ «συμφωνίας» όχι μόνο στο επίπεδο της τηλεοπτικής συζήτησης, αλλά και στο επίπεδο των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων. Το κοινωνικό σύνολο μεταμορφώθηκε σε τηλεοπτικό κοινό, σε μία ιδανική εφαρμογή του ανύπαρκτου, αλλά ποικιλοτρόπως χρήσιμου «μέσου όρου». Οι άνθρωποι έπαψαν να είναι υπαρξιακές, ταξικές, οικονομικές, εθνοτικές, αισθητικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές και ψυχολογικές οντότητες και προσαρμόστηκαν στο «μέσο όρο» που προαπαιτούσαν τα διαφημιστικά δεδομένα των χρηματοδοτών της τηλεόρασης. Η κοινωνία εξαναγκάστηκε (και δέχτηκε) να συμπιέσει τις αντιθέσεις της προκειμένου να ανταποκριθεί στο φανταστικό τηλεοπτικό ομοιογενές είδωλό της.
Η επικράτηση της ιδεολογίας του consensus χάρη στην τηλεοπτική ευπρέπεια της αναζήτησης σημείων «σύγκλισης» και στην τηλεοπτική χειραγώγηση των αντιθέσεων είχε, εντέλει, το έξης τρομαχτικό αποτέλεσμα στην πολιτική πράξη: Αρκούσε κάποιος να πετάξει το γάντι ενός αδιανόητου εκβιασμού στην κοινωνία, στους πολιτικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς του αντιπάλους, για να κερδίσει το στοίχημά του απλώς παριστάνοντας μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες πως «υποχωρεί» σε μερικά επουσιώδη σημεία. Η φαινομενική τηλεοπτική «υποχώρηση» έμοιαζε ως πραγματική αναζήτηση «συμφωνίας» και ο εκβιασμός μεταμορφωνόταν σε δημοκρατική ομοφωνία. Το τηλεοπτικό consensus είχε καταφέρει να αλλάξει τους πολιτικούς και, τελικά, τους πολιτειακούς όρους της αστικής δημοκρατίας.
[Που σημαίνει, για όποιους εξακολουθούν να βρίσκουν λογικό τον παραλληλισμό ανάμεσα στην εκπομπή του παράνομου ραδιοσταθμού του Πολυτεχνείου το ’73 και την ουσιαστικά νόμιμη εκπομπή της ΕΡΤ σήμερα, πως ίσως ο φίλος Δημήτρης Παπαχρήστος και η Συντονιστική Επιτροπή Κατάληψης του Πολυτεχνείου, δεν σεβάστηκαν τους κανόνες της δημοκρατικής πολυφωνίας, αφού δεν διανοήθηκαν καν να καλέσουν εκπροσώπους του στρατιωτικού καθεστώτος προκειμένου να συζητήσουν με τους εξεγερμένους φοιτητές εις αναζήτησιν δεοντολογικής παρουσίασης των διαφορετικών απόψεων και, κυρίως, εις αναζήτησιν κοινά αποδεκτά λύσης προς όφελος του κοινωνικού συνόλου!]
Αλλοίωση του πολιτεύματος
Το τηλεοπτικό consensus ήταν αναγκαία προϋπόθεση και αναγκαίο αποτέλεσμα για τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας. Ήταν, αλλά είναι ακόμα;
Οι αντιδράσεις στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου επικεντρώνονται στην «συνταγματικότητα» ή μη του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση πραγμάτωσε τη βούλησή της. Κάποιες αντιδράσεις εστιάζουν στη «συνταγματικότητα» ή μη της απεμπόλησης του δικαιώματος (ή της υποχρέωσης) του κράτους να εξασφαλίζει δημόσια πληροφόρηση σε δημόσιες συχνότητες. Αλλά η κατάργηση της ΕΡΤ, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο επιχειρήθηκε, είναι μια κατ’ ουσίαν αλλοίωση του πολιτεύματος. Το ζήτημα είναι πολιτειακό στο βαθμό που η «ομοφωνία», η «συμφωνία» ή η θεσμική «πολυφωνία», την οποία (θεωρούμε πως) μόνον η δημόσια τηλεόραση εξασφαλίζει, αποτελούν την ιδεολογική, πρακτική και φαντασιακή ουσία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το ζήτημα είναι πολιτειακό στον βαθμό που η κυβέρνηση δεν επεδίωξε απλώς να καταργήσει την ΕΡΤ, αλλά και την ίδια την προσπάθεια επίτευξης ομοφωνίας. Ο σκοπός και το μέσον ταυτίστηκαν πλήρως.
Και ο σκοπός είναι η αλλαγή πλαισίου για το σύνολο της ιδεολογικής θεμελίωσης της αστικής δημοκρατίας όπως την εξυπηρετεί η τηλεόραση, δηλαδή η αλλαγή πλαισίου διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων μέσα από την, έστω φαντασιακή, επίτευξη ομοφωνιών.
Αυτό που επιδιώκει η κυβέρνηση είναι, στην ουσία, η κατάργηση του ιδεολογικού συνεκτικού πλαισίου μέσα στο οποίο λειτούργησε στη Δύση η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Καταργώντας το ιδεολογικό προαπαιτούμενο της «πολυφωνίας», η κυβέρνηση κατήργησε όχι απλώς το ισχύον Σύνταγμα, αλλά κυρίως το ισχύον πολίτευμα. Μέσα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αστικής δημοκρατίας, η ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης αποτελούσαν προσχήματα ακόμα και για τις στρατιωτικές ή μη δικτατορίες των τελευταίων 200 χρόνων. Το ερώτημα που μένει να απαντήσει η πραγματικότητα είναι πλέον το κατά πόσον η τηλεόραση κατάφερε αληθινά να μετατρέψει την κοινωνία σε τηλεοπτικό κοινό, δηλαδή κατά πόσον το τηλεοπτικό κοινό θα επιθυμήσει να ξαναγίνει κοινωνία, έστω και μέσα από την αδιανόητη παραδοξότητά του να το πράξει, υπερασπιζόμενο την αλλοτριωτική και ταυτοχρόνως απελευθερωτική φύση του τηλεοπτικού Μέσου.