Του Σταμάτη Κραουνάκη. Την ξέρω τη βία της συμμόρφωσης, απ’ τα νιάτα μου τα χουντοπυρπολημένα.

Και την ακούω και τώρα τη χουντιά. Ύπουλη, υφέρπουσα, αλλά φανερή. Και να το μαύρο στη δήμοσια ή κρατική ή όπως αλλιώς θες, πληροφορία. Όπου υπάρχει αντίσταση, λιανίστε… Παλιό συστηματάκι, δοκιμασμένο…
Δεν έχω βήμα, δεν έχω Θεό, δεν έχω ηπιότητα, δεν έχω φωνή…
Ο Μίκης αποχαιρέτησε! Είπε: «Μ’ αυτή τη συναυλία, αποχαιρετώ την ενασχόλησή μου με τη μουσική σύνθεση».
Δύο άνθρωποι που η μοίρα τούς γέννησε μαζί σε μια χώρα, την ώρα που αυτή τους είχε ανάγκη… Ο ένας έφυγε, είναι ψηλά – ο άλλος ζει ανάμεσά μας, απέναντι απ’ την Ακρόπολη, στην οδό Επιφανούς, ο Επιφανής, κι αποχαιρέτησε… Ζει. Εν Ζωή. Με το πούρο του και το επίμηκες παράστημά του, ο κατά τον Μποστ Επιμήκης. Ζει την ευτυχία του να βάζει μόνος του τελεία σ’ αυτήν την πηγή, τη μελωδό, την υπέροχη. Στο δρόμο των ποιητών και της λαϊκής ψυχής. Στα χρόνια, στην εξορία, στα βάσανα. Πάντα παρών, και με τα χημικά στους δρόμους πριν από λίγους μήνες. Ο παππούς Μίκης είπε «γεια». Με μουσική. Με ανάστημα. Ο Μίκης όλων μας, με τα σωστά και με τα λάθη του, πάντα παρών, πάντα γενναίος και αφελής σαν γίγαντας. Με την ψυχή πυροδοτημένη και με την αλήθεια που ξέρουμε όλοι…
«Δίνουν την Ελλάδα στην λερναία ύδρα του πάγκοσμιου κεφαλαίου».
Με τον πατέρα μου στο ΕΑΜ ο Μίκης – και μετά, στα 1979, στο Θέατρο Τέχνης, να διδάσκω τους Ιππής του. Ο Μίκης των νεανικών μου χρόνων. Ξεστράβωμα για να βγάλω τα δίφωνα, από σαράντα πυκνογραμμένες σελίδες παρτιτούρα χειρόγραφη. «Εδώ έχετε ντο-ρε, είναι λάθος; Θα ακουστεί;». «Ναι, ναι, είναι διάφωνα, τα έχει και ο Μπαχ»…
«Θέλουμε τώρα να παινέσουμε τους πατεράδες μας, που στάθηκαν άντρες άξιοι ετούτης της γης και του πέπλου της Αθηνάς. Γιατί ποτέ κανείς απ’ αυτούς δεν στάθηκε να μετρήσει τους εχθρούς, αλλά στη μάχη ριχνόταν, με μόνο προστάτη το θάρρος. Και κανείς από κείνους τους στρατηγούς δεν ζήτησε ποτέ να τον θρέφει στο τζάμπα η πόλη».
Στο σπίτι της Επιφανούς, αλητείες, κιθάρες και νταούλια να ντεμάρουμε την μουσική για τους Ιππής του Αριστοφάνη – πρώτη σκηνοθεσία του Λαζάνη στην Επίδαυρο, ο Αρμένης με τον Μόρτζο πρωταγωνιστές. Με έντυσε «Διονυσάκι» ο Διονύσης Φωτόπουλος. «Βάλτε τον Σταμάτη στην ορχήστρα να τους διευθύνει». Πού να ’ξερα ότι τόσα χρόνια μετά θα χοροπήδαγα ως Δικαιόπολις στο ίδιο θέατρο της νιότης μου.
«Ω προστάτιδα Παλλάδα, εσύ που την πόλη την ιερή κυβερνάς, την πιο άξια στους ποιητές και στον πόλεμο, έλα κοντά μας και φέρε μαζί σου τη βοηθό μας σ’ εκστρατείες και μάχες, τη Νίκη, να γίνει του χορού μας συντρόφισσα και τους εχθρούς να χτυπήσει».
Την επόμενη χρονιά, με φώναξε να του θυμίσω τη μουσική για την ηχογράφηση. Δεν δεχόταν να του βγάλει τους Ιππής καμία εταιρία. «20 λαϊκά χορικά», έλεγε με χωρατό ο Επιμήκης. Το Τέχνης πού να ’χει λεφτά να πληρώσει… Τα ’δωσε σε μια εταιρία της Ομόνοιας. Έτσι το σώσαμε το έργο. Δεν το πολυθυμόταν. Εγώ το θυμόμουνα λέξη-λέξη και κοτσάρισα και τα μούτρα μου στο στούντιο. Με κοίταζε (ποιον, εμένα) να συναινέσω ότι έτσι ήταν και του θύμιζα «εδώ το πειράξαμε». «Σ’ αρέσει;» Ναι, μ’ άρεσε η ενορχήστρωση του, τσαγανή, τρελή και αρχαία.
Διηύθυνε μ’ ένα πάθος, αντικαθεστωτικό. Αυτή είναι η σωστή λέξη: αντικαθεστωτικό.
«Αποχαιρετάω τη μουσική σύνθεση», είπε ο δάσκαλος. Σαν να ’κλεισε μια βαριά πόρτα, σιδερένια, με κρότο. Μόνο ο Καημός κι η Μαγιοπούλα για μια ζωή είναι αρκετά… Τα ασπρόξανθα μαλλιά της Ντόρας Γιαννακοπούλου ροκού στις Μικρές Κυκλάδες, η φωνή της Βέρας Ζαβιτσιάνου στον Νεκρό Αδερφό. Ο μέγας Μπιθικώτσης στα αιώνια. Στην Ηλέκτρα, σαντουροκλαρίνια και πέτρες και κρουστά, κι η Γιώτα Λύδια με μαντήλα στο χορικό το ύψιστο. Στην πρώτη μεταπολιτευτική συναυλία, στο Καραϊσκάκη, Κάντο Χενεράλ, πριν το πάρουν οι συμφωνικές και το τσετουλιάσουνε, με τον πρίγκιπα Πανδή και την πιστή σου Φαραντούρη.
Για τρεις ζωές έγραψες, Μίκη.
Όλα άλλαξαν στα χρόνια. Ήρθε η πασοκογουρουνιά και τα ισοπέδωσε. Σε πληγώσανε, σε απαξιώσανε. Αλλά οι Βράχοι της Ακρόπολης, ω επιμήκη Μίκη μου, δεν παθαίνουν τίποτα. Αποχαιρέτησέ μας από τον βράχο σου, άρχοντά μου, εν ζωή πλήρης ημερών, αγωνιστής και μακάριος.
Α ρε Μίκη, εκεί που είπες «αποχαιρετάω», ξεμπούκαρε το σύμπαν και σε παίζει: τα ’δωσαν όλα οι απολυμένοι μουσικοί στο Άξιον Εστί, στο προαύλιο. Η χορωδία είπε τον ποιητή και τον εννοούσε. Σπάνια χορωδία, να εννοεί… Έφυγε ο Κουβέλης την ώρα που δεν έπρεπε. Αγαπητοί σύντροφοι του ΚΚΕ, πού είναι η συσπείρωση; Αλέξη μου, δεν μας τα ’πες καλά στο Σύνταγμα: πίσω απ’ τις λέξεις έπαιζε προεκλογική καμπάνια, την ώρα που έχει ο κόσμος ανάγκη κάποιος να του δείξει μία οδό.
Είμαι ηλίθιος καλλιτέχνης, δεν καταλαβαίνω τις πολιτικές σκοπιμότητες… Πουλιέται το μαγαζί μπροστά στα μάτια μας. Μια ΕΡΤ αντιστάθηκε και διαπραγματεύονται την ήττα τους. Ακόμα δεν χάθηκαν όλα.
Λοιπόν όχι, δεν θα περάσει το μαύρο. Θα τραγουδάμε μέχρι να σβήσουν τα άστρα.
Μίκη, μιλάς ακόμα.

* Ο Σταμάτης Κραουνάκης είναι συνθέτης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!