του Γιώργου Κυριακού

Το νέο πολυνομοσχέδιο για την εκπαίδευση έχει ήδη κοσκινιστεί από τα τζιμάνια του ριζοσπαστικού συνδικαλισμού κάθε απόκλισης και κομματικής ένταξης. Εδώ και μια τριακονταετία σχεδόν, από τη δεκαετία του ’90, περίοδο έναρξης εισαγωγής φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, έχει ήδη ιδρυθεί μια «σχολή» σκέψης, ενιαία ως προς την ανάλυση που τις έχει όλες στο στόχαστρο καθώς και τις πηγές τους (Ε.Ε., ΟΟΣΑ, κλπ.). Οι κινητοποιήσεις που σημαδεύτηκαν από τη δολοφονία του Τεμπονέρα παραμένουν η αρχή για μια νίκη, αφού αποσύρθηκε ο νόμος Κοντογιαννόπουλου, αλλά και μιας μακράς περιόδου με ήττες σε κάθε προσπάθεια που η απεργία ήταν το καταληκτικό όριο των όποιων διεργασιών αντίστασης. Πέρα από κάθε εκτίμηση που μπορεί να προϋποθέτει και την οργάνωση των διαφοροποιήσεων ως προς αυτήν, η ήττα είναι το κοινό γεγονός που χαρακτηρίζει όλη αυτήν την τριακονταετία. Οι αιτιάσεις στο εσωτερικό του κινήματος θίγουν τη μόνη πλευρά που είναι ανυπεράσπιστη μέσα σε αυτό: την κυβέρνηση και τον ελεγχόμενο συνδικαλισμό των κυρίαρχων παρατάξεων-αποφύσεων των μεγάλων κομμάτων καταλήγοντας σε έναν εμφύλιο σπαραγμό ριζοσπαστικών παρατάξεων. Μοιραία ο ανταγωνισμός για το πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτή η περίφημη ενότητα συναντά τη χρόνια επιδημία των μητρικών κομμάτων ή οργανώσεων και την ιστορία της αριστεράς μέχρι και τις απαρχές του 20ού αιώνα. Η ανειλικρίνεια, η έλλειψη αυτοκριτικής, ο ρεβανσισμός, ο ανταγωνισμός στη ριζοσπαστική ρητορεία, η ασυνέχεια, η αστοχία, οι αγωνιστικές αδρεναλίνες είναι συμπτώματα ενός φαύλου κύκλου που οφείλουμε να διερευνήσουμε όσο γίνεται σε βάθος. Μετά από 30 χρόνια δεν μπορεί να απορρίπτεται το κριτήριο του αποτελέσματος και να γίνονται αποδεκτές δογματικές ασυναρτησίες που επιβεβαιώνουν την συνέχεια πολιτικών μαγαζιών με μοναδικά επιχειρήματα τις προθέσεις για τη ριζοσπαστική αλλαγή και τις προσπάθειες για τη δημιουργία του κόμματος της εργατικής τάξης.

 

Ο συνδικαλισμός έχει ξεπεραστεί

Ακούγεται βέβηλο και τζημερικό αλλά η πραγματικότητα είναι αδήριτη μπροστά σε κάθε «ριζοσπαστική» ιδεοληψία που δίνει το έδαφος στους βέβηλους και στους Τζήμερους να λοιδορούν το παρελθόν των αγώνων. Αν ο συνδικαλισμός συμβόλιζε τη συλλογική διεκδίκηση που κλιμακώνει για την επανάσταση, σήμερα, ο τίτλος του συνδικαλιστή μπορεί να είναι κριτήριο για την εξέλιξή του σε ανώτερα κλιμάκια στο επάγγελμα, στην πολιτική, στην κοινωνία. Κι αυτό είναι το κερασάκι. Η βάση του είναι η ολοένα και μεγαλύτερη διαίρεση του κοινωνικού σώματος που πραγματοποιείται στο έδαφος της λογοδιάρροιας για την ενότητα των κλάδων. Ο κατακερματισμός που ευνοεί τον έλεγχο που ασκούν οι κυρίαρχες ομάδες στις ομοσπονδίες πυροδοτεί διαχωρισμένες κινητοποιήσεις που ποτέ δεν θα συναντηθούν. Γίνονται απεργίες όταν δεν πρέπει και δεν γίνονται όταν πρέπει.

Ο κατακερματισμός που ευνοεί τον έλεγχο που ασκούν οι κυρίαρχες ομάδες στις ομοσπονδίες πυροδοτεί διαχωρισμένες κινητοποιήσεις που ποτέ δεν θα συναντηθούν. Γίνονται απεργίες όταν δεν πρέπει και δεν γίνονται όταν πρέπει

Η χίμαιρα της αλλαγής των συσχετισμών

Αυτός ο διασπαστικός μονόδρομος μπορεί να ακολουθείται και στο όνομα της αλλαγής των συσχετισμών «από τη βάση του σωματείου μέχρι και την κορυφή της ομοσπονδίας». Αλληλοσυγκρουόμενες ριζοσπαστικές παρατάξεις και συσπειρώσεις επιτελούν το προαιώνιο καθήκον τους για την προσπάθεια της δημιουργίας του κόμματος της εργατικής τάξης ή της ενίσχυσής του (διότι «ένα είναι το κόμμα»). Αυτή η κανονικότητα που απαλείφει στον διάβα της κάθε πραγματικότητα που διαψεύδει, αποτελεί το Α και το Ω σχεδόν κάθε ριζοσπάστη συνδικαλιστή ο οποίος επιδιώκοντας να διευρύνει το πεδίο συμμετοχής του κλάδου με ένα μαξιμαλιστικό πρόγραμμα και συναντώντας την άρνηση του κοινού «κάνει ότι βρέχει». Έτσι η θεωρίες του «καθυστερημένου λαού» ή του «παραπλανημένου λαού» αντιφατικά ενεργοποιούνται.

 

Η άρνηση ενδιαφέροντος για το περιεχόμενο της εργασίας

Σε κάθε κλάδο, βασικός προσανατολισμός, παραμένει η αναπαραγωγή του και η διεύρυνσή του ως αυτοσκοπός. Στην εκπαίδευση, αντίστοιχα, η άρνηση ενδιαφέροντος για το περιεχόμενό της ενισχυμένη με την ιδεοληψία περί «σχολείου-εργοστάσιο», το επιφανειακό ενδιαφέρον για το ίδιο το αντικείμενο που είναι κατ’ εξοχήν το τι και πώς διδάσκεται, αφήνει ένα κενό. Μοιραία οι Διευθύνσεις Εκπαίδευσης δίπλα στην ανοργάνωτη –ακόμα– αγορά καλύπτουν το έλλειμμα αναζήτησης και διατύπωσης πρότασης για την εκπαίδευση και στις δυο βαθμίδες. Μοιραία το προφίλ ενός «παιδοκεντρικού», «βιωματικού» σχολείου, ειδικά μετά την μεταρρύθμιση προγραμμάτων και βιβλίων του 2006, αποτελεί μια αναπάντητη πρόκληση. Ο μονόπλευρος προσανατολισμός στις συνέπειες της οικονομικής φιλελευθεροποίησης ως ασύνδετες με τις μεταμοντέρνες φιλελεύθερες-ελευθεριακές αλλαγές που έχουν διαλύσει το ίδιο το σχολείο βαθαίνει το αδιέξοδο.

 

Τι; Πώς Πού; Πότε; Ποιοι;

Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. «Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία». Η ριζοσπαστική κανονικότητα με αναφορές στις μνήμες για τον Τεμπονέρα, τον Πέτρουλα, τον Λαμπράκη, υπονοώντας και τις ίδιες τακτικές, πρακτικές και στρατηγικές φτάνει στο τέλος της. Αναζήτηση. Όχι για να δούμε «πυρκαγιές πάνω από λιμάνια, πάνω από σταθμούς», όχι για να είμαστε ένα κομμάτι του κόσμου που «θα καίγεται όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται» αλλά για να εντοπίσουμε με ειλικρίνεια κάποια από τα σημεία άμυνας και κάνα δυο ταμπούρια: α) Προσπάθεια για τοπικά «συνδικάτα»-συσπειρώσεις στα πρότυπα των λίγων ακηδεμόνευτων πρωτοβαθμίων σωματείων που αγωνίζονται στον τριτογενή, β) Ανεξαρτησία των σωματείων από τις ομοσπονδίες και προσπάθεια δικτύωσής τους και γ) Ανάληψη ευθύνης για το περιεχόμενο της εργασίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!