Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ο εγκλεισμός λόγω πανδημίας, σε συνδυασμό με το σχετικά ζεστό κλίμα που κρατούσε τις κεντρικές θερμάνσεις εκτός λειτουργίας, καθάρισε την ατμόσφαιρα σε βαθμό πρωτόγνωρο. Από την ταράτσα μου στα Εξάρχεια, έβλεπα ένα παπά να κυκλοφορεί στο προαύλιο του Αγίου Γεωργίου στο Λυκαβηττό και με τα κιάλια μπορεί να διέκρινα και τα ελάφια στην Πάρνηθα! Τόσο καθαρή ήταν η ατμόσφαιρα. Νομίζω έκπληκτα ήταν και τα πουλιά με την ησυχία που βασίλευε επί βδομάδες στη γειτονιά μας, με ελάχιστα αυτοκίνητα να κατεβαίνουν τη Σόλωνος, με μηδενικά μαρσαρίσματα, ακόμα κι ένας μεγάλος σκύλος που τον ταλαιπωρούν εγκλωβισμένο σε ένα μικρό μπαλκόνι είχε σταματήσει το γοερό του κλάμα. Η όμορφη καρακάξα και ο γλυκύφωνος κότσυφας που κάθε πρωί κι απόγευμα κάνουν μια στάση αντίκρυ μου, στέκονταν περισσότερη ώρα στα πεζούλια και τις κεραίες των γύρω πολυκατοικιών, επειδή δεν τρόμαζαν από τις εξατμίσεις, τα κορναρίσματα και τις αγριοφωνάρες εκνευρισμένων οδηγών, περιμένοντας υπομονετικά κάποια ανταπόκριση στα καλέσματά τους είτε από τον όμορφο κήπο του Χημείου, είτε από το ξέφωτο με τα ψηλά δέντρα ανάμεσα στα πίσω μέρη των κτηρίων είτε από το κοντινό παρκάκι της Ναυαρίνου το οποίο από πάρκινγκ έχει μετατραπεί σε ένα μικρό αλλά πλούσιο βιότοπο χάρη σε μια χούφτα ανθρώπους που όχι μόνο το δημιούργησαν καταλαμβάνοντάς το ασφαλτοστρωμένο οικόπεδο, αλλά και το συντηρούν χρόνια τώρα με πάρα πολλή δουλειά και έγνοια.

Λέω, λοιπόν, ότι αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία για να κάνουμε κάτι δημιουργικό, ατομικά και συλλογικά σε επίπεδο παρέας, φίλων, ομοϊδεατών, συνεργατών και καινούργιων συνευρέσεων και δικτυώσεων. Γιατί, σε επίπεδο κράτους, κυβέρνησης, κομμάτων και τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν βλέπω κανένα φως. Κι αν υπάρχει σε κάποιο μέρος ένας δήμαρχος που σκέφτεται και πράττει διαφορετικά, είναι σπάνιο είδος. Παρακολουθώντας τις εφημερίδες, τα ραδιόφωνα, τα δελτία ειδήσεων και τις ενημερωτικές εκπομπές στην τηλεόραση, τις συζητήσεις στη Βουλή, τις κυβερνητικές πολιτικές και τις αντιπαραθέσεις των πολιτικών, αντιλαμβάνεσαι ότι είναι πολύ μεγάλη ματαιοπονία να εναποθέτεις ακόμα και ελάχιστη ελπίδα σ’ όλο αυτό το αρρωστημένο μόρφωμα, πολιτικό, εργολαβικό και δημοσιογραφικό, το οποίο βρίσκεται αλλού γι’ αλλού. Κανείς απ’ αυτούς δεν βλέπει την ευκαιρία, ούτε θέλει να τη δει. Έχουν άλλες προτεραιότητες, έχουν άλλες αντιλήψεις, εντελώς ξεπερασμένες και κατά κανόνα χρεοκοπημένες, αναμασούν τα ίδια και τα ίδια και, όπως τα μυαλά και τα συμφέροντά τους ήταν πριν από το ιό, θα είναι και μετά τον ιό. Αυτοί καβγαδίζουν για το «πάπλωμα» θα έλεγε η γιαγιά μου…

Υγεία και ισορροπία

Καλό είναι να ξανασκεφτούμε πώς ζούμε, τι επιδιώκουμε, πού έχουμε δίκιο, πού εκτροχιαζόμαστε και πού χαραμιζόμαστε. Ας δούμε πόσο δεσμευόμαστε από πράγματα που δεν μας είναι καθόλου απαραίτητα και από πράγματα που θέλουμε να αποκτήσουμε με κόπο, σκέψη και χρήμα ενώ δεν μας χρειάζονται ή η απόκτησή τους συνεπάγεται δυσανάλογη φθορά σε σχέση με την ικανοποίηση που θα μας προσφέρουν. Να συνειδητοποιήσουμε ότι το παρόν δεν έχει μικρότερη σημασία από το μέλλον, αλλά και ότι η οπτική μας για το μέλλον επηρεάζει το πώς ζούμε τώρα, όπως και το πώς ζούμε σήμερα θα συμβάλλει στο πώς θα διαμορφωθεί το μέλλον. Να αναζωογονήσουμε τις φιλίες μας και να δουλέψουμε συνειδητά για καινούργιες γνωριμίες. Τίποτα δεν είναι πολυτιμότερο για την ψυχική μας υγεία και τη διανοητική μας ισορροπία από την ποιότητα των σχέσεων μας με τους άλλους, αυτούς που επιλέγουμε και μας επιλέγουν. Ζούμε σε πόλεις υπερκορεσμένες που οι ποσότητες μεγαλώνουν σε βάρος των ποιοτήτων. Ενώ έχουμε ανάγκη από ανθρώπινη παρουσία και ζεστασιά, ξεγελιόμαστε, παραμένοντας επί της ουσίας ανικανοποίητοι, από την προσκόλληση στις κάθε είδους εικόνες, τηλεφώνων, υπολογιστών και τηλεοράσεων. Να τα χρησιμοποιούμε, αλλά να μην εξαρτιόμαστε. Ενώ η μέγιστη ικανοποίηση προέρχεται από το να δημιουργούμε μαζί με άλλους, για μας και τους γύρω μας, η ευκολία των «μέσων» μάς σπρώχνει στην φθοροποιό ασφάλεια μιας ατομικής κιβωτού από την οποία απουσιάζουν όλοι κι εμείς αποχαυνωτικά βυθιζόμαστε στην ψυχική συντέλεια. Καλό είναι να παραδεχτούμε πόσο μας έλειψαν οι φίλοι, οι προσφιλείς μας άνθρωποι, η κοινωνικότητα, ώστε όλες αυτές οι σχέσεις που δοκιμάστηκαν στη διάρκεια του εγκλεισμού να επαναξιολογηθούν και να ενδυναμωθούν. Τα θετικά συμπεράσματα να μην υπολείπονται των αρνητικών απ’ αυτή την εμπειρία.

Εάν είμαστε της σχολής των «στυλιτών» όλα αυτά που αραδιάζω θα ακούγονται κουραστικά και ανούσια, αφού οι αναχωρητές δεν ενδιαφέρονται για τα εγκόσμια. Αν, όμως, είμαστε της σχολής του Αριστοτέλη, ότι ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό και κοινωνικό, ας παραδεχτούμε ότι οι σχέσεις μας με τους άλλους είναι πρωταρχικής σημασίας όχι μόνο για το ατομικό μας ευ ζην, αλλά και για την καλυτέρευση της κοινωνίας στο σύνολό της και του περιβάλλοντός μας. Εάν δει κανείς τον εγκλεισμό λόγω κορονοϊού μόνο παθητικά, χάνει τη μεγάλη ευκαιρία, όντας σε μια προσωρινή απομάκρυνση από τη δια βίου καθημερινή ρουτίνα, να επανεκτιμήσει τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος και τη δική του θέση απέναντι του. Αλλά να επανεκτιμήσει και τον τρόπο της ζωής του, να απαλλαγεί από περιττά φορτία και να ξαναριχτεί στη ζωή πιο ανάλαφρος και πιο αποφασισμένος να πάρει τη υπόθεση στα χέρια του ενώνοντας τις προσπάθειες του με τις προσπάθειες των άλλων που θα έχουν σκεφτεί το ίδιο, προκειμένου να μην συνεχιστεί η υφαρπαγή της ζωής μας από τους δεσπότες οι οποίοι ουδόλως ενδιαφέρονται για το δικό μας ευ ζην, βλέποντας μας σαν εργαλεία μόνο για τη δική τους καλοπέραση.

Υποταγή ή εναντίωση;

Με αυτό το σκεπτικό και με όλα τα συμφραζόμενα, έχω ενστάσεις για την μονόπλευρη προσέγγιση του καθόλα σεβαστού Giorgio Agamben όπως διατυπώνεται στα κείμενα του σχετικά με την πανδημία τα οποία δημοσιεύτηκαν τον Μάρτιο και Απρίλιο και περιέχονται, μαζί με άλλα προγενέστερα, στο μικρό βιβλίο με τίτλο «Μόλυνση, επιδημία, κατάσταση εξαίρεσης» (επιμ. Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδ. Παρέγκλισις, 2020).  Ενδεικτικά, μερικά αποσπάσματα:

«[…] Το πρώτο πράγμα που αναδεικνύει το κύμα του πανικού το οποίο έχει παραλύσει τη χώρα είναι ότι η κοινωνία μας δεν πιστεύει πλέον σε τίποτα πέρα από τη γυμνή ζωή. Είναι προφανές ότι οι Ιταλοί είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν πρακτικά τα πάντα, τις φυσιολογικές συνθήκες ζωής, τις κοινωνικές σχέσεις, την εργασία, μέχρι και τη φιλία, τα συναισθήματα και τις θρησκευτικές και πολιτικές τους πεποιθήσεις, μπροστά στον κίνδυνο να αρρωστήσουν. Η γυμνή ζωή –και ο φόβος της απώλειάς της- δεν είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους, αλλά κάτι που τους τυφλώνει και τους χωρίζει. […] (σ. 23)

«Οι σκέψεις που ακολουθούν δεν αφορούν την επιδημία, αλλά αυτό που μπορούμε να καταλάβουμε από τις αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντί της. Πρόκειται, δηλαδή, να σκεφτούμε για την ευκολία με την οποία μια ολόκληρη κοινωνία αποδέχθηκε να νιώσει πανουκλιασμένη, να απομονωθεί στο σπίτι και να αναστείλει τις φυσιολογικές συνθήκες της ζωής της, τις εργασιακές της σχέσεις, τη φιλία, τον έρωτα, φτάνοντας μέχρι τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις της. Γιατί δεν συνέβησαν, όπως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς και όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, διαμαρτυρίες και εναντιώσεις; […]» (σ. 27)

«Ένα άλλο πράγμα πάνω στο οποίο πρέπει να σκεφτούμε είναι η προφανής κατάρρευση κάθε κοινής πεποίθησης και πίστης. Θα λέγαμε ότι οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πλέον σε τίποτα –πέρα από τη γυμνή βιολογική ύπαρξη που πρέπει, με οποιοδήποτε κόστος, να διασωθεί. Όμως πάνω στο φόβο μήπως χάσουμε τη ζωή μας μπορεί να θεμελιωθεί μόνο μια τυραννία, μόνο ο τερατώδης Λεβιάθαν με το ξεγυμνωμένο σπαθί. Γι’ αυτό –όταν η έκτακτη ανάγκη, η πανούκλα, θα ανακοινωθεί ως περατωθείσα, αν ανακοινωθεί- δεν πιστεύω, τουλάχιστον για όποιον έχει διατηρήσει μια ελάχιστη διαύγεια, ότι θα είναι δυνατό να επιστρέψουμε να ζούμε όπως πριν. Και αυτό είναι ίσως σήμερα το πλέον απελπιστικό πράγμα –αν και, όπως έχει ειπωθεί, «μόνο για όποιον δεν έχει πλέον ελπίδα υπάρχει ελπίδα». […]» (σ. 28)

«Πώς μπόρεσε και συνέβη μια ολόκληρη χώρα, χωρίς να το καταλάβει, να καταρρεύσει ηθικά και πολιτικά μπροστά σε μια ασθένεια; […]» (σ. 33)

«Παραμένουν επιπλέον οι περιορισμοί που αφορούν τις αποστάσεις που πρέπει να κρατιούνται και η απαγόρευση των συναθροίσεων, κάτι που σημαίνει τον αποκλεισμό οποιασδήποτε δυνατότητας μιας πραγματικής πολιτικής δραστηριότητας. […]» (σ. 37)

«Από ολοένα και περισσότερες πλευρές διατυπώνεται τώρα η υπόθεση ότι στην πραγματικότητα βιώνουμε το τέλος ενός κόσμου, αυτού των αστικών δημοκρατιών, θεμελιωμένων στα δικαιώματα, στα κοινοβούλια και στον διαχωρισμό των εξουσιών, που αφήνει στη θέση τους έναν νέο δεσποτισμό, ο οποίος, όσον αφορά τη διεισδυτικότητα των ελέγχων και την παύση κάθε πολιτικής δραστηριότητας, θα είναι χειρότερος από όλους τους ολοκληρωτισμούς που έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα. Οι αμερικανοί πολιτειολόγοι το αποκαλούν Security State, δηλαδή ένα κράτος στο οποίο για «λόγους ασφαλείας» (στη συγκεκριμένη περίπτωση για λόγους «δημόσιας υγείας», όρος που μας κάνει να σκεφτόμαστε τις διαβόητες «επιτροπές κοινής σωτηρίας» κατά τη διάρκεια του Τρόμου) μπορεί να επιβληθεί οποιοσδήποτε περιορισμός των ατομικών ελευθεριών. […]» (σ. 39)

Ο Τσόρτσιλ στο Λονδίνο πριν!

Εξεγέρσεις και ανατροπές

Αν οι Ιταλοί δεν είναι μια ειδική περίπτωση λαού, με ξαφνιάζει που ένας σημαντικός στοχαστής καταλήγει σε σχεδόν εσχατολογικά αποφθέγματα του τύπου «η κοινωνία μας δεν πιστεύει πλέον σε τίποτα», «είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν πρακτικά τα πάντα… μπροστά στον κίνδυνο να αρρωστήσουν», «πώς μπόρεσε και συνέβη μια ολόκληρη χώρα… να καταρρεύσει ηθικά και πολιτικά μπροστά σε μια ασθένεια;», να μιλάει για «προφανή κατάρρευση κάθε κοινής πεποίθησης και πίστης», να διακινδυνεύει την πρόβλεψη ότι «η απαγόρευση των συναθροίσεων σημαίνει τον αποκλεισμό οποιασδήποτε δυνατότητας μιας πραγματικής πολιτικής δραστηριότητας» και να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «βιώνουμε το τέλος ενός κόσμου, αυτού των αστικών δημοκρατιών, έναν νέο δεσποτισμό, ο οποίος θα είναι χειρότερος από όλους τους ολοκληρωτισμούς»!

Κατ’ αρχήν, πώς μπορούμε να υποτιμήσουμε την αξία της ζωής; Μια από τις πιο έντονες ενδείξεις μιας κατάπτωσης είναι το να μην αγαπάει κανείς τη ζωή του και τη ζωή των αγαπημένων του ανθρώπων. Αν δεν αγαπάει τη ζωή και δεν ανησυχεί για την «τύχη» της τι νόημα έχει η ύπαρξή του; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, περισσότερο μου φαίνεται ότι εκφράζει τη λαϊκή βούληση η συναίνεση για τον εγκλεισμό, παρά την υποταγή στην εξουσία που την επιβάλλει. Εξάλλου, καθεστώτα με αυταρχικούς ηγέτες, όπως αυτά των ΗΠΑ και της Βραζιλίας τα πήγαν ακόμα χειρότερα από τα συντηρητικά της Αγγλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, δυστροπώντας στην εφαρμογή περιοριστικών μέτρων με την αντίληψη ότι τα κέρδη που θα χάνονταν έχουν προτεραιότητα έναντι των ζωών που θα χάνονταν. Αλλά ο καπιταλισμός πάντα έτσι ήταν όταν έμπαινε τέτοιο δίλημμα.

Ασφαλώς και υπάρχει μια καταφανής έλλειψη πίστης στις κοινωνίες, αλλά αυτό δεν είναι καινούργιο. Συνοπτικά μπορεί κανείς να πει ότι έχοντας οι κοινωνίες βιώσει μεγάλες απογοητεύσεις από την κατάληξη όλων των συστημάτων που εφαρμόστηκαν τα τελευταία εκατό χρόνια, πολεμικά καθεστώτα, αποικιοκρατία, μοναρχοδημοκρατία, φασισμός, κομμουνισμός, θεοκρατία και κοινοβουλευτική δημοκρατία, ακόμα περιμένουν από τους διανοούμενους συγκεκριμένες προτάσεις για ένα εμπλουτισμένο εναλλακτικό νέο σύστημα που θα αθροίζει τα καλύτερα στοιχεία από την ανθρώπινη εμπειρία και θα αντιστοιχεί στο βαθμό εξέλιξης των κοινωνιών με προσβάσεις στο μέλλον. Αντ’ αυτού, οι διανοούμενοι, όσοι δεν είναι υπηρέτες του συστήματος, παραμένουν στη φάση που εκφράζουν αρνητικά κυρίως σχόλια και αναλύσεις των τρεχουσών καταστάσεων μην έχοντας ακόμα κάτι καινούργιο, ελκυστικό και εφαρμόσιμο να προτείνουν. Ίσως φταίει κι η απόστασή τους από το «μέσα είναι» της κοινωνίας. Με αυτή την σημαντική έλλειψη, είναι ελπιδοφόρο ότι σε γενικές γραμμές διατηρείται ενεργό στον πυρήνα των κοινωνιών ένα αντίβαρο στα ρυπαρά λύματα τα οποία παράγει ένας παρακμάζων καπιταλισμός και τα οποία μολύνουν τις κοινότητες και το περιβάλλον. Οι κοινωνίες, χωρίς να βρίσκονται σε περιόδους ακμής και ανάτασης, είναι μάλλον σε κατάσταση αναδίπλωσης και αναμονής παρά μη αναστρέψιμης κατάπτωσης και απονεύρωσης. Και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι παρόμοιο στην ιστορία και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία.

Ο Τσόρτσιλ στο Λονδίνο μετά!

Εξάλλου, τι καλύτερη απόδειξη περί αυτού όταν, πριν λαλήσει τρις,  στην έξαρση του κορωνοϊού και διαρκούντων των απαγορεύσεων κυκλοφορίας και συναθροίσεων, ξέσπασε ένα από τα μεγαλύτερα, πιο διεσπαρμένα και πιο δυναμικά κινήματα αντίδρασης των τελευταίων ετών στις δυτικές μητροπόλεις, και δη στην καρδιά τους, τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, με αιτήματα και πράξεις που εκκρεμούν από τον 17ο αιώνα! Μάλιστα, η αποδοκιμασία δεν περιορίζεται μόνο στην αστυνομική βία και τον κρατικό αυταρχισμό, αλλά πηγαίνει πολύ πίσω στην κτηνώδη προϊστορία του καπιταλιστικού κράτους, στην εποχή της αποικιοκρατίας και του δουλεμπορίου, ξεσκεπάζοντας τη στρέβλωση της αλήθειας και τη συγκάλυψη των εγκλημάτων  πάνω στα οποία στηρίχτηκε η δυτική πρόοδος και ευημερία και χτίστηκε το παγκόσμιο ίματζ της αστικής δημοκρατίας. Το πέπλο σιωπής για  το ρατσισμό ξεσκίστηκε και οι ήρωες του αποκαθηλώνονται ταπεινωτικά, από τον Κόλστον ως τον Τσόρτσιλ και από τον Κολόμβο ως τον Τραμπ. Κι όχι μόνο στην Αμερική και τη Βρετανία, αλλά και στο Βέλγιο με τον αποκρουστικό Λεοπόλδο Β΄ που αφάνισε εκατομμύρια Αφρικανούς για να έχουν τζάμπα καουτσούκ για τα ελαστικά των αυτοκινήτων και των ποδηλάτων οι βιομηχανίες ή στη μακρινή Νέα Ζηλανδία με τον εξολοθρευτή των Μαορί Τζον Χάμιλτον. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται τέτοιο remake στην ιστορία της Δύσης, όχι από ακαδημαϊκούς, αλλά από τη βάση της κοινωνίας.

Τέλος ή αρχή;

Άποψή μου δεν είναι να μην αναδείξουμε τα αρνητικά φαινόμενα μέσα στο κοινωνικό σώμα ή να μην καταγγείλουμε τις καθεστωτικές μεθοδεύσεις που αποσκοπούν στην παραπέρα καθυπόταξη των πολιτών και τη φασιστικοποίηση των καθεστώτων. Οπωσδήποτε, το πλέγμα εξουσίας, κυβερνήσεων, κομμάτων, ΜΜΕ και ολιγαρχών, όσο κι αν αιφνιδιάστηκε από την πανδημία και τα παράγωγά της, θα προσπαθεί με κάθε νομιμοφανές θεμιτό και αθέμιτο μέσο να αξιοποιεί την πανδημία προς όφελός του. Θα επιτείνει το φόβο, την παραπλάνηση και τα προληπτικά διαφανή και αδιαφανή μέτρα ασφαλείας που αποτελούν μερικά από τα ισχυρότερα εργαλεία του για την χειραγώγηση της κοινωνίας.  Αλλά και οι κοινωνίες έχουν εσωτερικές δυνάμεις και αντοχές που δεν κάμπτονται τόσο εύκολα ή, εν πάση περιπτώσει, όχι στο διηνεκές. Ενυπάρχει ένα ισχυρό ένστικτο επιβίωσης που όσο κι αν αμβλύνεται δεν απαλείφεται ολοκληρωτικά και οριστικά. Ακόμα κι όταν ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας κρατάει παθητική στάση σε κρίσιμες στιγμές, ακόμα κι αν δυσφορεί αλλά δεν αντιδρά εμφανώς, είναι πάντα ένα μέρος της κοινωνίας, συνήθως το μικρότερο, που βρίσκεται σε εγρήγορση και εξεγείρεται και ανθίσταται ενεργητικά όταν υπάρχουν οι αιτίες. Σχεδόν σε όλες τις επαναστάσεις, από την Αμερικάνικη και τη Γαλλική μέχρι τη Ρώσικη και την Κινέζικη, ή την Ελληνική και την Κουβανέζικη, μόνο τα πιο ευαισθητοποιημένα και δυναμικά τμήματα των κοινωνιών εξεγέρθηκαν και συγκρούστηκαν με την καθεστηκυία τάξη. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που καθόρισαν την έκβαση των εξεγέρσεων ήταν η παθητική αποδοχή τους από το μη συμμετέχον ενεργά κομμάτι –πλειοψηφικό συνήθως- της κοινωνίας.

Τέλος, η διαπίστωση του Agamben ότι «βιώνουμε το τέλος ενός κόσμου, αυτού των αστικών δημοκρατιών, έναν νέο δεσποτισμό, ο οποίος θα είναι χειρότερος από όλους τους ολοκληρωτισμούς» όσο κι αν μπορεί να εκληφθεί ως αγωνιώδες με ιδιαίτερη έμφαση μήνυμα αφύπνισης, επαγρύπνησης και αντίστασης, άλλο τόσο μπορεί να εκληφθεί ως μία σύγχρονη εκδοχή της περίφημης ρήσης του Φράνσις Φουκουγιάμα, πριν από τριάντα χρόνια, περί «τέλους της ιστορίας» που σαρώθηκε πολύ γρήγορα από τα γεγονότα τα οποία δεν σταμάτησαν να τρέχουν και να μας εκπλήσσουν άλλοτε ευχάριστα κι άλλοτε δυσάρεστα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!