του Δημήτρη Ουλή
Λουκιανέ, σε ευχαριστούμε:
1 Για την χαρακτηριστική ταυτότητα και ιδιοπροσωπία της μουσικής σου, που την καθιστά αναγνωρίσιμη ακόμα και στον μη-υποψιασμένο ακροατή. Στην εποχή της μεταμοντέρνας ρευστότητας, όπου τα τραγούδια παραδέρνουν μέσα στα ίδια πάντοτε κλισέ, προκειμένου να καταναλωθούν με το κιλό, αποτελεί σπάνια εξαίρεση για έναν καλλιτέχνη να εμμένει μέχρι τέλους σε ένα είδος discipline: μία συγκεκριμένη μουσική «άποψη», θέλω να πω, η οποία αναχωνεύει στα σπλάχνα της την τζαζ, την κάντρι, τις επτανήσιες καντάδες και το ελαφρύ ελληνικό τραγούδι της δεκαετίας του ’50 –που τόσο θαυμάσια επικαιροποίησες.
2 Γιατί ήξερες να προφυλάσσεις τον εαυτό σου από την υπερβολική έκθεση στην τηλεοπτική χυδαιότητα, να τηρείς ασφαλείς αποστάσεις από τις άθλιες επικοινωνιακές συμβάσεις του νεοελληνικού star system. Όσοι από εμάς μεγαλώσαμε με τα τραγούδια σου, μάθαμε πρωτίστως να σε εκτιμούμε για τους χαμηλούς σου τόνους (εκείνους που σε συνέδεσαν από πολύ νωρίς με τον Βαγγέλη Γερμανό), καθώς επίσης και για τη σεμνότητα και σοβαρότητά σου: μια σεμνότητα η οποία ωστόσο δεν εξέπεσε ποτέ σε σεμνοτυφία, και μια σοβαρότητα που δεν τελμάτωσε ποτέ σε σοβαροφάνεια.
3 Γιατί μας έδειξες ότι δεν είναι ανάγκη να καταφύγουμε σε μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά, για να κάνουμε «στρατευμένη» τέχνη ή για να γράψουμε «πολιτικό» τραγούδι. Υπάρχει ένας απείρως πιο έξυπνος και δημιουργικός τρόπος, ο οποίος συναρθρώνεται, αφενός, με τις αλεξίσφαιρες ποιότητες του χιούμορ, και αφετέρου, με την τεράστια ανατρεπτική και εξεγερσιακή δυναμική που κρύβει μέσα του ένας ιδεώδης συνδυασμός υπαινικτικότητας και ειρωνείας. Δέκα μείον πέντε, μείον πέντε: όλα τα υπόλοιπα είναι φληναφήματα. Τέλος,
4 Γιατί τα «ναι» και τα «όχι» του Ύμνου των Μαύρων Σκυλιών, εξακολουθούν να ισχύουν στο ακέραιο μέχρι σήμερα. Και αυτό συνιστά για μένα ένα τεκμήριο ότι, παρά την τεράστια ιδεολογική σύγχυση της εποχής, εξακολουθούμε να βαδίζουμε σωστά. Υπάρχει άραγε, μεγαλύτερη περγαμηνή;