Ο άμεσος λόγος της αναγγελίας της παραίτησης του Μπερλουσκόνι ήταν η απώλεια 8 ψήφων από την απόλυτη πλειοψηφία, κατά την ψήφιση του Προϋπολογισμού, αν και ο Προϋπολογισμός εγκρίθηκε λόγω της αποχής της αντιπολίτευσης. Ο εταίρος του στον κυβερνητικό συνασπισμό και επικεφαλής της Λέγκας του Βορρά, Ουμπέρτο Μπόσι, τον κάλεσε να παραιτηθεί. Ο δε πρόεδρος, Τ. Ναπολιτάνο, μετά τη συνάντησή τους την ίδια ημέρα, δήλωσε ότι ο Μπερλουσκόνι αντιλαμβανόταν τις επιπτώσεις της ψηφοφορίας και αποδεχόταν την κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» για τη χώρα, που σήμαινε ότι όφειλε να ανταποκριθεί γρήγορα στις απαιτήσεις των Βρυξελλών για νομοθεσία υπαγορευμένη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το άμεσο ζήτημα για τους διαδόχους του θα είναι να σχηματίσουν μια αρκετά σταθερή κυβέρνηση -με επικεφαλής, πιθανώς, μη κομματικούς τεχνοκράτες- ικανή να επιβάλει τα σαρωτικά μέτρα λιτότητας που υπαγορεύει η Ε.Ε.
Ο Μπερλουσκόνι αντιτίθεται στη λύση της μεταβατικής κυβέρνησης και προτείνει πρόωρες εκλογές (οι προηγούμενες είχαν διεξαχθεί το 2008). Όμως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είναι σε θέση να στηρίξει τις προτιμήσεις του, από τη στιγμή που έχει σημειωθεί εις βάρος του πολιτική μετακίνηση στο δικό του πολιτικό στρατόπεδο. Βίοι παράλληλοι με τον Γ. Παπανδρέου.
Γνώριμες… παρεμβάσεις
Η ιταλική πολιτική τάξη φάνηκε να ανακουφίζεται με την αναγγελθείσα παραίτηση, αφού είναι σαφές ότι οι εγχώριες δυνάμεις του πολιτικού κατεστημένου δεν θα μπορούσαν να είχαν αναγκάσει τον Μπερλουσκόνι να αποχωρήσει σύντομα από την εξουσία. Άμεση αιτία της επικείμενης αποχώρησής του είναι η πίεση από το Βερολίνο και το Παρίσι, και η απόσυρση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του ως μη ικανού να χειριστεί την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Ιταλία με το 1,9 τρισ. ευρώ δημόσιο χρέος. Χρέος που κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα τις τράπεζες της Γαλλίας, της Γερμανίας και πολλών άλλων χωρών μαζί με την Ευρωζώνη, ενώ ο μηχανισμός χρηματοπιστωτικής σταθερότητας δεν διαθέτει αντίστοιχου μεγέθους κεφάλαια.
Στις 23 Οκτωβρίου, στην πρώτη από τις δύο πρόσφατες Συνόδους Κορυφής για την κρίση στην Ευρωζώνη, η Μέρκελ και ο Σαρκοζί έδωσαν εντολή στον Μπερλουσκόνι να φέρει ένα σχεδιάγραμμα μεταρρυθμίσεων στην επόμενη σύνοδο που ήταν προγραμματισμένη να γίνει στις Βρυξέλλες, μόλις τρεις ημέρες αργότερα. Οι ειρωνείες και η περιφρονητική συμπεριφορά τους έναντι του Ιταλού πρωθυπουργού έκανε ακόμη και τους αντιπάλους του στη Ρώμη να εκφράζουν ευρωσκεπτικιστικές απόψεις. Η ταπείνωση οδήγησε και τον Μπερλουσκόνι να κάνει μερικά μη δημοσιεύσιμα σχόλια για την εμφάνιση και τη θηλυκότητα της Μέρκελ. Ο Μπερλουσκόνι πήγε στις Βρυξέλλες με ένα βιαστικά σχεδιασμένο πακέτο μέτρων που αφορούσε την οικονομική μεγέθυνση και τη μείωση του δημόσιου χρέους, αλλά η φράου Μέρκελ απογοητεύτηκε από τις υποσχέσεις για μελλοντικά μέτρα. Τότε αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγει ο Μπερλουσκόνι, ενώ ο Σαρκοζί υποκρίθηκε ότι έπαιξε κι αυτός ρόλο στη σχετική απόφαση. Σημειωτέον ότι είναι η πρώτη φορά που μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα και ιδρυτικό μέλος της ΕΟΚ δέχεται τέτοια παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της από τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ε.Ε. Μια παρέμβαση που γίνεται, όμως, στο όνομα και με τη συναίνεση των κορυφών της ιταλικής τραπεζικής και βιομηχανικής άρχουσας τάξης.
Ποιοι τον έριξαν
Ενώ η παραίτηση του Μπερλουσκόνι έγινε δεκτή με ανακούφιση και από μεγάλο μέρος του λαού της Ιταλίας, που διαδήλωνε κατά εκατοντάδες χιλιάδες τον τελευταίο χρόνο εναντίον του, εγχωρίως την πρωτοβουλία που οδήγησε στην παραίτηση την είχαν οι Ιταλοί τραπεζίτες, οι ενώσεις των εργοδοτών και το δικό του πολιτικό στρατόπεδο που μετακινήθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις των οικονομικά ισχυρών. Ο καθοριστικός παράγοντας ήταν ότι έχει υπονομευθεί η πολιτική ικανότητα του Μπερλουσκόνι να επιβάλει το τερατώδες πρόγραμμα λιτότητας που ζητούν τράπεζες, βιομήχανοι και Ε.Ε. Δεν τον διέσωσε, μάλιστα, ούτε η εκούσια παραχώρηση τριμηνιαίου ελέγχου της δημοσιονομικής πολιτικής στο ΔΝΤ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι επικεφαλής μονοπωλιακών ομίλων βγήκαν δημόσια κατά του Μπερλουσκόνι. Η Έμα Μαρσεγκάλια, πρόεδρος της Confindustria (Ένωσης Ιταλών Βιομηχάνων) ανήγγειλε την επικείμενη πτώση του και ο Ντιέγκο Ντελά Βάλε, ιδιοκτήτης της βιομηχανίας υπόδησης Tod’s, δημοσίευσε ολοσέλιδη διαφήμιση στις μεγάλες εφημερίδες, με τον τίτλο «Πολιτικοί: Φτάνει πια!».
Ο Μπερλουσκόνι αναρριχήθηκε στην εξουσία πατώντας πάνω στα ερείπια του διεφθαρμένου παλιού συστήματος -που το διαχειρίζονταν επί δεκαετίες οι Χριστιανοδημοκράτες και οι μικρότερης εμβέλειας δορυφόροι τους- και η άνοδός του βασίστηκε στη διπλή υπόσχεση των «καθαρών χεριών» και της αποδοτικότητας ενός καλού μάνατζερ-επιχειρηματία. Το ότι ήταν ο πλουσιότερος εν ζωή Ιταλός φαινόταν να είναι η στέρεα εγγύηση για τα «καθαρά χέρια».
Διατέλεσε πρωθυπουργός στα 1994-1995, στα 2001-2006, και πρόσφατα από το 2008, μια θητεία που τον κατέστησε το μακροβιότερο ηγέτη σε χώρα του G-8 . Υποστηριζόταν από άνετες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και ασκούσε μοναδική επιρροή στα ΜΜΕ – εν μέρει λόγω της δικής του μιντιακής αυτοκρατορίας. Και οι δύο αυτές υποσχέσεις κατέρρευσαν. Μαζί κατέρρευσε και το μοντέλο του ιδιώτη που μπορεί να διευθύνει «καλά και έντιμα» ένα κράτος, επειδή ξέρει να διευθύνει «καλά και έντιμα» τις επιχειρήσεις του. Ο επιχειρηματίας-πολιτικός έφερε την ίδια διαφθορά και χειραγώγηση της Δικαιοσύνης. Ο διάδοχός του στο κυβερνών κόμμα και υπουργός Δικαιοσύνης, Α. Αλφάνο, ήταν ο υπεύθυνος για το νόμο που εξασφάλισε ασυλία στον Μπερλουσκόνι έναντι σωρείας αγωγών. Ο νόμος απορρίφθηκε πριν από ένα χρόνο περίπου, από το Συνταγματικό Δικαστήριο, όταν είχε αρχίσει να μετρά αντίστροφα το πολιτικό ρολόι για τον «καβαλιέρε». Δεν θα μπορούσε να εξαιρέσει κανείς από τις πιο βαθιές αιτίες και τις πρόσφατες απώλειες που υπέστη η ιταλική άρχουσα τάξη από τις εξελίξεις στη Λιβύη. Ταυτόχρονα, η προσωπική του ζωή που τον έκανε «χαριτωμένο» τη δεκαετία του 1990, ακόμη και αυτή του 2000 με τα απανανωτά σεξουαλικά σκάνδαλα, υπονόμευσε την υποστήριξη που του παρείχε η Καθολική Εκκλησία.
Φόβος για τις λαϊκές αντιδράσεις
Το ζητούμενο για το ιταλικό πολιτικό κατεστημένο, εν όψει της προώθησης εκτεταμένων μέτρων λιτότητας, όπως ζητούν οι τράπεζες και οι μονοπωλιακοί όμιλοι της Ιταλίας, είναι η αντιμετώπιση της αντίδρασης των Ιταλών εργαζομένων. Ο φόβος είναι μήπως η βέβαιη αστάθεια που θα προκύψει με την αλλαγή της κυβέρνησης διευκολύνει την άμεση παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα στα πολιτικά πράγματα. Όμως, δεν φαίνεται να υπάρχει άμεσα μια τέτοια προοπτική οργανωμένης λαϊκής παρέμβασης, στο βαθμό που απουσιάζει η πολιτική εκπροσώπηση της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας που θα πληρώσει το τίμημα της λιτότητας. Η συμπεριφορά του Δημοκρατικού Κόμματος (μετάλλαξη του πάλαι ποτέ κραταιού Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος), του μεγαλύτερου της αντιπολίτευσης, επιβεβαιώνει την πλήρη ενσωμάτωσή του στο κυρίαρχο πολιτικό παιχνίδι.
Την περασμένη Τρίτη απέφυγε να ανατρέψει τον Μπερλουσκόνι, απέχοντας από τη Βουλή και επιτρέποντας να ψηφιστεί ο Προϋπολογισμός. Εάν είχε καταψηφίσει, ο Μπερλουσκόνι θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί αμέσως. Στη συνέχεια, ο επικεφαλής του, Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι, κάλεσε τον Μπερλουσκόνι να «παραιτηθεί οικειοθελώς». Προφανώς το Δημοκρατικό Κόμμα θέλει να αποφύγει τις πρόωρες εκλογές που εκτιμά μάλλον ότι δεν θα το ευνοήσουν, στο βαθμό που υποστηρίζει τις πολιτικές της λιτότητας που επιβάλλει η Ε.Ε. Έσπευσε, μάλιστα, να δηλώσει ότι θα αναλάβει το «μερίδιο της ευθύνης του έναντι της χώρας». Σε συγκέντρωση που έγινε στη Ρώμη, ο Μπερσάνι δήλωσε ότι ήδη είχε συμφωνήσει να συμμετάσχει σε κυβερνητικά σχήματα με άλλα κόμματα, έχοντας στο πλάι του τον Φρανσουά Ολάντ, υποψήφιο των Γάλλων Σοσιαλιστών για την προεδρία, και τον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.
Το Δημοκρατικό Κόμμα ευνοεί το σχηματισμό μιας «μεταβατικής κυβέρνησης τεχνοκρατών» -το μοντέλο φαίνεται πως είναι ίδιο μ’ αυτό της κυβέρνησης υπό τον κ. Παπαδήμο που σχηματίστηκε στην Ελλάδα- επικεφαλής της οποίας θα είναι μάλλον ο οικονομολόγος και πρώην Ευρωπαίος επίτροπος για τον Ανταγωνισμό, Μάριο Μόντι.
Επαμφοτερίζουσα είναι η στάση των μικρότερων αριστερών σχηματισμών όπου επικρατεί η διάθεση υπέρ μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», με εξαίρεση κομμουνιστικές και ριζοσπαστικές αριστερές ομαδοποιήσεις που σταθερά αντιτίθενται στην πολιτική της Ε.Ε. και της εγχώριας μονοπωλιακής ολιγαρχίας, αλλά το ειδικό τους βάρος είναι ελάχιστο, προς το παρόν.
Πηγή: World Socialist Web Site, Global Research