της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Η αποτρόπαιη δολοφονία της πανέμορφης ηθοποιού Σάρον Τέιτ, συζύγου του Ρομάν Πολάνσκι, με δράστες τη σέχτα σατανιστών του Τσαρλς Μάνσον, είχε συγκλονίσει το Χόλιγουντ στα τέλη του ’60. Μισό αιώνα μετά, ενέπνευσε τον 56χρονο Κουέντιν Ταραντίνο να δημιουργήσει ένα κινηματογραφικό παραμύθι με τίτλο «Κάποτε στο… Χόλιγουντ», όπως το «Κάποτε στη Δύση», του επικού σκηνοθέτη των σπαγγέτι γουέστερν Σέρτζιο Λεόνε. Πραγματικά πρόσωπα, σταρ και σκηνοθέτες συγχέονται με μυθοπλαστικούς χαρακτήρες σ’ ένα σπιρτόζικο σενάριο. Ο Ταραντίνο ωριμάζει, αλλά δεν ησυχάζει. Παρά τη συναισθηματική αρχικά διάθεση, οι σκηνές γκροτέσκο βίας καταλήγουν σε σαρκαστικό σπλάτερ φινάλε, αναμενόμενο από τον σκηνοθέτη που αποθέωσε τη φθηνιάρικη αισθητική των ταινιών β’ διαλογής, αποτελώντας, στα χνάρια του Σκορτσέζε, στυλιστικό υπόδειγμα για στρατιές επερχόμενων σκηνοθετών.
* * *
Τους δυο βασικούς αρσενικούς χαρακτήρες που συνδέονται με δυνατή φιλία –γνωστό σχήμα αρκετών γούεστερν– ενσαρκώνουν δυο διάσημοι σταρ: ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, στο ρόλο του ξεπεσμένου αλκοολικού ηθοποιού Ρικ Ντάλτον, σε ηλικιακή και καλλιτεχνική κρίση και ο Μπρατ Πιτ, ως ο Κλιφ, ο καλογυμνασμένος κασκαντέρ του, βετεράνος του Βιετνάμ που εκτελεί χρέη βοηθού και σοφέρ. Βλέποντας την καριέρα του σε ελεύθερη πτώση, ο Ρικ σκέφτεται να στραφεί στα υποτιμημένα ιταλικά σπαγγέτι γουέστερν, ενώ τον Κλιφ γοητεύει μια νεαρή χίπισσα.
Η εμφάνιση του ζεύγους Ρομάν Πολάνσκι-Σαρόν Τέιτ στην ίδια γειτονιά προσελκύει τον ενδιαφέρον ενός σκοτεινού τύπου.
Την αύρα του Στηβ ΜακΚουίν μεταφέρει ο ρόλος του κομψού Ρικ, εμπλουτισμένου με την παρακμιακή υστερία που ανέπτυξε ο Ντι Κάπριο στην οσκαρική του ερμηνεία στον «Ιπτάμενο Κροίσο» (2004) του Σκορτσέζε. Ο χαρακτήρας του ατρόμητου Κλιφ, ως απόλυτου χολιγουντιανού ήρωα, που ακόμα και «τριπαρισμένος» τους βγάζει όλους νοκ άουτ, αποτελεί μια διαφορετική εκδοχή του αρνητικού κασκαντέρ της ταραντίνικης ταινίας «Death Proof» (2007), με πινελιές από Τσαρλς Μπρόνσον.
Αντιθετικοί και συμπληρωματικοί χαρακτήρες οι δυο πρωταγωνιστές, ο ένας είναι ανασφαλής και συναισθηματικός και ο άλλος ένας σκληροτράχηλος νάρκισσος. Παρά τη φιλία, εμφανής είναι η ταξική διαφορά εργοδότη και υπαλλήλου. Ο πρώτος ζει σε έπαυλη στο ακριβό Σιέλο Ντράιβ, ενώ ο κασκαντέρ σ’ ένα τροχόσπιτο, πίσω από ένα υπαίθριο σινεμά για αυτοκίνητα, στην άκρη της πόλης, μαζί με ένα υπάκουο θηλυκό πιτ μπουλ.
* * *
Νοσταλγός μιας ολόκληρης εποχής, ο Ταραντίνο αναβιώνει την ατμόσφαιρα των κινηματογραφικών πλατό του Χόλιγουντ. Στη βατή αφηγηματική ροή υπεισέρχονται παρενθέσεις με φαντασιώσεις των πρωταγωνιστών, εικονοποιώντας τη σκέψη τους, όπως η σκηνή που ο ωραιόπληκτος Κλιφ φαντασιώνεται να αντιμετωπίζει τον Μπρους Λι. Η ταινία παραμένει σκηνοθετικά κατακερματισμένη, εξαιτίας πολλαπλών διαφορετικών κινηματογραφήσεων που αναπαριστούν την εποχή, μέσα από τη σκηνοθετική της διάσταση. Διαφημιστικά τηλεοπτικά σποτ των σειρών και αποσπάσματα ανακατασκευασμένων σκηνών σε τηλεοπτική αναμετάδοση, όσο και γυρισμένων ζωντανά με τον πρωταγωνιστή, αναμειγνύονται εμβόλιμα με αρχειακές σκηνές της εποχής, από τις πραγματικές τηλεοπτικές σειρές, διαφημίσεις και ταινίες. Ο Ρικ εμφανίζεται σε μια κατασκευασμένη σκηνή να ψήνει με φλογοβόλο κακούς ναζί σε μια αναφορά στην ταινία του Ταραντίνο «Άδωξοι Μπάσταρδοι» (2009), όσο και σε μια επεξεργασμένη σκηνή της θρυλικής ταινίας «Η μεγάλη Απόδραση» (1963), με τον Ρικ στη θέση του ΜακΚουίν.
Εξαιρετική είναι και η ενδελεχής έρευνα του οπτικοακουστικού και κινηματογραφικού υλικού της εποχής, με αναφορά σε τίτλους πραγματικών ταινιών όπως το «Lady in Ciment», με τον Σινάτρα, αλλά και «Τα μυστικά όπλα των κατασκόπων» με τον Ντιν Μάρτιν και την πραγματική Σαρόν Τέιτ, καθώς και τηλεοπτικών αστυνομικών και κατασκοπευτικών σειρών, («Man from U.N.C.L.E.», «F.B.I.», «3 in the attic»), ενώ γίνεται αναφορά και στον πραγματικό Σέρτζιο Κορμπούτσι, σκηνοθέτη των ταινιών των Τέρενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ.
Τα αριστοτεχνικά επαναλαμβανόμενα μονοπλάνα, με την κάμερα να επανέρχεται ημικυκλικά στην ίδια γωνία, κάθε φορά που ο Ρικ ξεχνάει τις ατάκες του, είναι αντίστοιχα κινηματογραφημένα με τις σκηνές όπου ο Ρικ εκτονώνεται μπροστά στον καθρέφτη, στο καμαρίνι.
Χαρακτηριστική η απόδοση του ταΐσματος του σκυλιού, με πολύ κοντινά και κοφτά πλάνα σε γρήγορη εναλλαγή στο μοντάζ, όπου υπογραμμίζεται ο φετιχισμός του τρόπου που γλιστράει το σκυλίσιο πατέ πέφτοντας με θόρυβο στο μπολ, ενώ τονίζεται η ποπ αισθητική της τυποποιημένης πολύχρωμης κονσέρβας, τόσο για το σκυλί, όσο και για το αφεντικό του, προσεγγίζοντας με κριτική διάθεση την εθιστική προώθηση της μαζικής κουλτούρας στην μεταπολεμική Αμερική.
* * *
Πάντα εξαιρετικά φροντισμένες οι ταινίες του Ταραντίνο με συγκεκριμένες μουσικές και τραγούδια-επιτυχίες, υποστηρίζουν την αβάσταχτη νοσταλγία του σκηνοθέτη για την εποχή της παιδικής του ηλικίας. Το «Ms Robinson», των Σάιμον και Γκάρφανγκελ, από την ταινία «Ο Πρωτάρης» ακούγεται στη σκηνή όπου πρωτοεμφανίζονται οι νεαρές χίπισσες. Μπλουζ εκδοχή του «Summertime» απ’ τον Μπίλι Στιούαρτ αλλά και το ορχηστρικό «Funky Fanfare» του Κιθ Μάνσφιλντ, δίνουν ρυθμό όταν ο Κλιφ οδηγάει βράδυ σαν σίφουνας, η Σαρόν Τέιτ ακούει στο πικάπ Paul Revere and The Raiders, το «Hush» των Deep Purple υπογραμμίζει το φετιχισμό της αργής κίνησης καθώς βγάζει το μαντήλι της, το «The circle game» της Μπάφι Σέντ-Μαρί από το «Φράουλες και αίμα» (1970), επιλέγεται στη σκηνή όπου η Τέιτ οδηγεί πολυτελές σπορ αμάξι, ενώ το επικό «You Keep me hanging on» των Vanilla Fudge συνοδεύει το μακελειό.
Παράλληλα, επιλέχθηκαν κινηματογραφικές μουσικές γνωστών συνθετών, από ταινίες της εποχής, όπως του Μπέρναρ Χέρμαν απ’ το «Σχισμένο Παραπέτασμα» (1966) του Χίτσοκ, ενώ δεσπόζουν οι μελωδίες τηλεοπτικών σειρών όπως του «Mannix» (Λάλο Σιφρίν), αλλά και οι αφίσες ταινιών, όπως στο σπίτι του Ρικ. Εξαιρετική είναι και η σκηνή όπου οι δυο φίλοι οδηγούν στους πολυσύχναστους δρόμους καθώς βραδιάζει και φωτίζονται οι μαρκίζες των καταστημάτων με τις χαρακτηριστικές επιγραφές. Οι τίτλοι αρχής πέφτουν με φόντο μια γιγαντοαφίσα με την κάμερα να εστιάζει στο τεράστιο τυποποιημένο χαμόγελο των χαρακτήρων, ανακαλώντας το σουρεαλιστικό σινεμά του Αλμοδόβαρ, όσο και την πολύχρωμη ποπ αισθητική του Γκοντάρ, σχολιάζοντας την εικονογραφία της αμερικάνικής κιτς γουέστερν αισθητικής του ’50 και του ’60, που συνέχισε και ο Ταραντίνο.
* * *
Η εποχή που το χολιγουντιανό σινεμά αντιμετωπιζόταν κριτικά, όταν ένα ολόκληρο έθνος καθηλωμένο στον καναπέ παρακολουθούσε αποχαυνωμένο σειρές στην τηλεόραση, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα, ουδείς αμφισβητεί την παντοδυναμία της αμερικάνικης μαζικής κουλτούρας, που έχει αποκτήσει μια ακαταμάχητη «βίνταζ» γοητεία, μέσα σε νοσταλγικό περιτύλιγμα, μετά από συστηματική προπαγάνδα.
Αυτή η ταινία υποκύπτει τελικά σε μισαλλόδοξες γενικεύσεις για τους χίπηδες, με άγριες σκηνές ξυλοδαρμού που μοιάζει να υποκινούν το συγκαλυμμένο σύνθημα «σπάσε στο ξύλο» ή ακόμα και … «κάψε τον χίπη», με το λαμπάδιασμα στο φινάλε ως κακόγουστο ρατσιστικό αστείο, επιχειρώντας με ξέχειλο κυνισμό να ισοσταθμίσει το περιβόητο χιούμορ του σκηνοθέτη, που πατσίζει εκδικητικά τις φρικαλεότητες των πραγματικών γεγονότων.
Η ταύτιση του χίπικου κοινοβίου, στην κατά τα άλλα απολαυστική αυτή ταινία, με μια αίρεση φανατικών σατανιστών έρχεται να ανατρέψει το αντιρατσιστικό προσωπείο του Ταραντίνο στο «Django, ο τιμωρός», (2012), με τον σκηνοθέτη να συντάσσεται πλέον με την επικρατούσα γραμμή απαξίωσης οποιουδήποτε εγχειρήματος για μια εναλλακτική συγκρότηση της κοινωνίας.
Με πρόσχημα τη διάθεση αυτοσαρκασμού, η «ταραντίνικη» αισθητική, καλλιεργεί συστηματικά μια ακραία βία, στα όρια του μαύρου χιούμορ. Το επιχείρημα πως για την έκρηξη βίας που ακολούθησε ευθύνονταν αποκλειστικά τα γεμάτα φόνους και ξυλοδαρμούς τηλεοπτικά σκουπίδια, μοιάζει παιδαριώδες, τη στιγμή που ο σκηνοθέτης αυτή ακριβώς την αισθητική υιοθετεί και εκθειάζει σε όλη την ταινία.
Οι επιπτώσεις της αχαλίνωτης έκθεσης στη βία μέσα από τα τηλεοπτικά προγράμματα περιέχουν μια βαθύτερη σκέψη γύρω από ένα ολόκληρο σύστημα που καλλιεργεί συστηματικά αποβλάκωση και βία, ως αναπόσπαστα συστατικά του ψυχαγωγικού προϊόντος.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]