Η επιχείρηση ανατίναξης της Ουκρανίας, που σηματοδοτεί την είσοδο σε μια νέα φάση του παγκόσμιου ανταγωνισμού ανάμεσα στη Δύση –με επικεφαλής τις ΗΠΑ– και τη Ρωσία, έχει μπει πια στον τέταρτο μήνα της. Όχι μόνο αυτή η αντιπαράθεση δεν δείχνει σημάδια εκτόνωσης, αλλά γίνεται όλο και πιο εμφανής ο κίνδυνος εξάπλωσης της θερμής σύγκρουσης και σε άλλες γειτονιές του κόσμου, με τις ΗΠΑ να στοχεύουν και τον έτερο μεγάλο αντίπαλό τους: την Κίνα. Αφορμή της επιδιωκόμενης από την Ουάσιγκτον κλιμάκωσης είναι το ζήτημα της Ταϊβάν – που θεωρητικά είχε λυθεί ήδη πριν από μισό αιώνα: το 1971 ο ΟΗΕ και αμέσως μετά (1972) οι ΗΠΑ έπαψαν να παριστάνουν ότι οι ηττημένοι το 1949 φιλοδυτικοί εθνικιστές που είχαν καταφύγει στο νησί της Ταϊβάν εκπροσωπούσαν τον κινεζικό λαό. Και αναγνώρισαν την κυβέρνηση του Πεκίνου ως μοναδικό εκπρόσωπο της μίας και μόνης Κίνας, αφαιρώντας από την Ταϊβάν το στάτους του κράτους.
Η πολιτική αυτή, που εγκαινιάστηκε επί Νίξον, ακολουθήθηκε με μικρά σκαμπανεβάσματα από όλους τους επόμενους προέδρους των ΗΠΑ. Όμως σταδιακά αυτή η πολιτική θαμπώνει, και η Ουάσιγκτον ξανάρχισε να τρέφει όλο και πιο απροκάλυπτα «προστατευτικά» αισθήματα για την Ταϊβάν. Η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στην όξυνση της παγκόσμιας πολυ-κρίσης και της συνακόλουθης γεωπολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των ΗΠΑ, που υπερασπίζονται τα «κεκτημένα» τους, και των αναδυόμενων δυνάμεων, που διεκδικούν κι αυτές κοσμοκρατορικό ρόλο αμφισβητώντας τη Δυτική ηγεμονία. Έτσι ο εμπορικός πόλεμος που είχε κηρύξει ο Τραμπ στο Πεκίνο (αλλά όχι μόνο) έδωσε τη θέση του, με την εκλογή του Δημοκρατικού Μπάιντεν και την επικράτηση της γραμμής «δυναμικής επιστροφής των ΗΠΑ στη διεθνή αρένα», σε όλο και πιο προκλητικές αμφισβητήσεις των παλιότερων διευθετήσεων.
Ο εμπορικός πόλεμος που είχε κηρύξει ο Τραμπ στο Πεκίνο (αλλά όχι μόνο) έδωσε τη θέση του, με την εκλογή του Δημοκρατικού Μπάιντεν και την επικράτηση της γραμμής «δυναμικής επιστροφής των ΗΠΑ στη διεθνή αρένα», σε όλο και πιο προκλητικές αμφισβητήσεις των παλιότερων διευθετήσεων
Δεν πρόκειται για λεκτικό ατόπημα…
Από τότε που ο Μπάιντεν ανέλαβε την προεδρία, ενέκρινε τρία πακέτα εξοπλισμού της Ταϊβάν με υπερσύγχρονα όπλα ώστε «να ενισχυθούν οι δυνατότητες αυτοάμυνας σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης». Ταυτόχρονα πολλαπλασιάστηκαν τα «ταξίδια» αμερικανικών πολεμικών πλοίων στην περιοχή, και –με την εκδήλωση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία– τα Δυτικά ΜΜΕ άρχισαν ενορχηστρωμένα να παρομοιάζουν την Ταϊβάν με την Ουκρανία, ως νέο υποψήφιο θύμα ξένης εισβολής. Ο εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ αναρωτιόταν στα τέλη Απριλίου: «Ο Λευκός Οίκος παραδέχεται ότι η Ταϊβάν είναι τμήμα της Κίνας, αλλά εξακολουθεί να μιλά για πιθανή κινεζική “επίθεση” εναντίον της. Δεν είναι κάπως αντιφατικό αυτό; Μπορεί μια χώρα να θεωρηθεί ότι “εισβάλει” σε έδαφος που της ανήκει;»*.
Ουδέν σχόλιο από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Ή μάλλον, «απάντησαν» ανεβάζοντας κι άλλο την ένταση. Αποκορύφωμα ήταν οι δηλώσεις του Μπάιντεν στη διάρκεια της επίσκεψής του στο Τόκιο, όπου επιβεβαίωσε την πλήρη ευθυγράμμιση των περιφερειακών συμμάχων των ΗΠΑ (κυρίως της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας) στα φιλοπόλεμα σχέδια της Ουάσιγκτον. Εκεί ο Μπάιντεν είπε ότι, σε περίπτωση «κινεζικής επίθεσης», οι ΗΠΑ θα επέμβουν στρατιωτικά για να υπερασπιστούν την Ταϊβάν – δηλαδή ότι θα έρθουν σε ευθεία στρατιωτική σύγκρουση με την Κίνα. Δεν πρόκειται για «λεκτικό ατόπημα» του γηραιού Αμερικανού προέδρου, ούτε για την πρώτη φορά που το λέει: το ίδιο είχε πει και πέρυσι, αν και τότε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ισχυριζόταν ότι «παρεξηγήθηκαν τα λόγια του». Οι τωρινές «διευκρινίσεις» όμως είναι πολύ πιο χλιαρές…
Απόπειρα «φρένου» δια στόματος Κίσινγκερ
Ετοιμάζονται οι ΗΠΑ να ανοίξουν και νέο πολεμικό μέτωπο; Υποτιμούν τις κινεζικές αντιδράσεις, που ξεκινούν από αυστηρές προειδοποιήσεις να μην επιχειρηθεί η παραβίαση των «κόκκινων γραμμών» τους και φτάνουν σε κοινές αεροναυτικές ασκήσεις Ρωσίας-Κίνας στην περιοχή, περιλαμβανομένων πτήσεων κινεζικών και ρωσικών στρατηγικών βομβαρδιστικών (αυτών δηλαδή που φέρουν πυρηνικές βόμβες…) ακόμη και πάνω από την Ιαπωνία; Μπορεί η Δυτική υπερδύναμη να αντέξει τουλάχιστον δύο στρατιωτικά μέτωπα ταυτόχρονα, συν τις «μικρότερες» περιφερειακές συγκρούσεις στις οποίες έχει επανεμπλακεί από τότε που ο Μπάιντεν μας έσωσε από τον Τραμπ;
Αυτά τα ερωτήματα φαίνεται να προβληματίζουν και ικανό τμήμα του βορειοαμερικανικού βαθέος κράτους. Έτσι μπορεί ίσως να ερμηνευθεί και η πιο πρόσφατη παρέμβαση του καταχθόνιου Χένρι Κίσινγκερ, που πλησιάζει τα 100 αλλά εξακολουθεί να τα έχει τετρακόσια. Απευθυνόμενος στην παγκόσμια Δυτική ελίτ από το βήμα του Φόρουμ του Νταβός, ο Κίσινγκερ την κάλεσε να σταματήσει την προσπάθεια συντριβής της Ρωσίας και να μην εμπλακεί σε οξύτερη αντιπαράθεση με την Κίνα, προειδοποιώντας ότι μια τέτοια πολιτική θα έχει καταστροφικές συνέπειες. Μέσα από τα λόγια του μάλλον μιλά το πιο «σώφρον» κομμάτι της βορειοαμερικανικής ελίτ, επιχειρώντας να βάλει ένα κάποιο φρένο στην επικίνδυνη κατρακύλα των γερακιών της κυβέρνησης Μπάιντεν (αλλά και πολλών Ρεπουμπλικανών που υποστηρίζουν την «αμερικανική αντεπίθεση») προς μια ανεξέλεγκτη και γενικευμένη σύγκρουση με άγνωστο τέλος.
Μια επίσκεψη-πρελούδιο της κλιμάκωσης
Στα μέσα Απριλίου μια διόλου συμβολική πολυμελής βορειοαμερικανική αντιπροσωπεία επισκεπτόταν την Ταϊβάν. Επικεφαλής της ήταν ο Δημοκρατικός Μπομπ Μενέντεζ, πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ, συνοδευόμενος μεταξύ άλλων και από πέντε βουλευτές και γερουσιαστές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Η επίσκεψη αυτή σηματοδότησε το πρελούδιο μιας νέας κλιμάκωσης της έντασης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στην περιοχή. Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ έφτασε να δηλώνει ότι «θα κάνουμε την κομμουνιστική Κίνα να πληρώσει υψηλότερο τίμημα για ό,τι διαπράττει ανά την υφήλιο», διευκρινίζοντας ότι «κάθε εναλλακτική –περιλαμβανομένης της στρατιωτικής δράσης– βρίσκεται πάνω στο τραπέζι» σε περίπτωση «κινεζικής επίθεσης». Αποκάλυπτε μάλιστα έναν πρόσθετο λόγο, πέραν της γεωπολιτικής επιβολής, για μια τέτοια στάση των ΗΠΑ, σημειώνοντας ότι η Ταϊβάν παράγει το 90% των ημιαγωγών παγκοσμίως, οπότε «η διεθνής κοινότητα δεν θα επιτρέψει να πληγεί». Ο δε πιο «θεσμικός» Μενέντεζ αποκαλούσε επίμονα «κράτος» την Ταϊβάν στις δηλώσεις του, παρόλο που επισήμως οι ΗΠΑ (όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών σε όλο τον κόσμο) αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα, και ότι η Ταϊβάν είναι μία ντε φάκτο «αυτονομημένη» επαρχία της. Τότε αυτά θεωρήθηκαν «υπερβάλλων ζήλος» των πιο φιλοπόλεμων πτερύγων του Δημοκρατικού αλλά και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Όμως οι πρόσφατες δηλώσεις του Μπάιντεν για «στρατιωτική παρέμβαση σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης» δείχνουν ότι η επίσκεψη της αντιπροσωπείας των ΗΠΑ στην Ταϊβάν απλά έστρωνε το χαλί της περαιτέρω κλιμάκωσης.