του Νίκου Σταθόπουλου*
Συμπίπτουν φέτος δυο ορόσημα από αυτά που σφραγίζουν την ύπαρξη (ατομική και συλλογική): το ένα, ορόσημο απειλούμενης Μνήμης και το άλλο ορόσημο σπαρακτικού Βιώματος. Το «Όχι» του 1940 (δεν θέλουμε να σας παραδώσουμε την πατρίδα μας) ενάντια στη φασιστική αξίωση για εθελοντική υποταγή του Ελληνισμού, και το «Όχι» της Γάζας (θέλουμε να μας επιστρέψετε την πατρίδα μας) για ριζική αυτοακύρωση μέσω της νομιμοποίησης της σιωνιστικής στρατοκρατίας. Δεν κάνουν οι «οικονομικοί δείκτες» τους λαούς, αλλά η συνείδηση ελεύθερου εαυτού! Κι αυτή η συνείδηση είναι ένα διαρκές έργο που ξεπερνά κάθε πολιτική, νιώθοντας τελείωση μόνο στην εκπλήρωση του γκεβαρικού Πατρίδα ή Θάνατος!
ΣΤΗ ΖΩΗ των απλών ανθρώπων και των λαών, σαν αναπόφευκτη μοίρα μέσα στη σχετικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ιστορίας, «έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο ‘Όχι να πούνε» όπως απομνημειώνει στην τέχνη ο Καβάφης. Το «Ναι» της υποχώρησης, της υπακοής, του συμβιβασμού, το θλιβερό Ναι που εξασφαλίζει ένα κερδοφόρο «ανήκειν» αλλά στερεί τον άνθρωπο από τον εαυτό του. Και το Όχι της αντίστασης, της άρνησης της υπερηφάνειας, το Όχι που είναι πέραν κόστους γιατί είσαι εσύ κι αυτοί που αγαπάς. Η επιλογή είναι θέμα πολλών παραγόντων, αλλά στον πυρήνα, σαν διαχρονική κινητήρια δύναμη υπάρχει, σε κάθε περίπτωση, ο τρόμος της ταπείνωσης, το άγχος του αυτοεξευτελισμού. Από την Κορυτσά μέχρι τη Γάζα, δεν κόβεται η «κόκκινη γραμμή» της δίκαιης Αντίστασης!
Περιγράφουν με αποκρουστικά χρώματα τον πόλεμο και τον καταδικάζουν λες και είναι κατάρα να πολεμάς για την κλεμμένη σου ιστορία και γη και αλήθεια! Μα αποκρουστικό είναι μόνο το κακό που ενσαρκώνεται στη σκλαβιά: «η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή / γιατί είναι αμίλητη και προχωράει, / στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο / μνησιπήμων πόνος» γράφει ο Σεφέρης προκαλώντας τον νου να «συλλάβει» τις τερατουργίες των Ναζί, τα δεινά της σκλαβιάς. Ο αυθόρμητος εθνικός λαϊκός στρατός της Πίνδου με το διαρκές «Όχι» του σε αυτή τη φρίκη, σηματοδοτεί στη συνείδησή μας το πρωτείο της Αλληλεγγύης σε κάθε λαό που αντιστέκεται. Κι αυτό ισχύει, ασφαλώς, και για τον ίδιο τον ελληνικό λαό που προδίδει το «1940» όταν δεν κινητοποιείται ουσιαστικά για την υπεράσπιση της πατρίδας. Χωρίς τη μάχιμη άρνηση του λαού μας σήμερα, η Μεγάλη Άρνηση της 28ης Οκτωβρίου είναι μια ξεθωριασμένη «αφήγηση»…
Το καβαφικό «Όχι» είναι η αποστροφή για οτιδήποτε μηδενίζει τον προσωπικό λόγο, την προσωπική ηθική, την προσωπική αίσθηση του σωστού: Αυτή η αποστροφή, ενστικτώδης όπως η ανάσα, η δίψα, η πείνα, ταυτοποιεί το υποκείμενο με βούληση Προσώπου. Ο «μικρός λαός δίχως σπαθιά και βόλια» (σε σύγκριση με τον πάνοπλο εχθρό), δεν αποτιμά με πτυχία και «καινοτομίες» και «δείκτες» το πεπρωμένο και την αξία του, αλλά με την ανδρεία άρνηση απέναντι στη Βία που αξιώνει προσκύνημα. Ο Παλαμάς θα το πει «εθνικιστικά» με μοναδική ακρίβεια καρδιάς: «η μεγαλοσύνη στα έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα / με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και το αίμα». Άραγε, όλοι αυτοί οι «no borders» συμφωνούν με αυτά; «Έχουν δικαίωμα» (!) οι λαοί να μεριμνούν πολεμικά για την ακεραιότητα τη γης, της ιστορίας και της ηθικής τους; Είναι «αποδεκτοί» ή «απόβλητοι» οι Έλληνες του έπους του ’40 και οι οιονεί δίκαιοι «εκδικητές» για τη Νάκμπα, τη Σάμπρα και Σατίλα, την Κανά; Θα έπρεπε ο λαός του ‘40 να «ρωτήσει» τον Μεταξά και τον Ζαχαριάδη για να πολεμήσει ή θα έπρεπε οι ανένδοτοι του παλαιστινιακού δίκιου να «υποβάλουν αίτημα» στον Μ. Αμπάς και τον Μπάιντεν;
ΒΕΒΑΙΑ, όλα αυτά ηχούν κάπως «εκτός τόπου και χρόνου» σε μια εποχή που σημασιοδοτείται μέσω της «εμπορευματικής ηθικής του αποτελέσματος». Σήμερα «σωστό και δίκαιο» θεωρείται το πρακτικά ωφέλιμο, και αυτό, με τη σειρά του, ταυτίζεται με την επιβίωση, το κέρδος, την «επιτυχία». Σήμερα πιέζεται ασφυκτικά ο άνθρωπος να «αντικαταστήσει» τα ιδανικά και τα αξιακά βάθρα από «πλάνα» και «πρότζεκτ» και «στόχους»: Δηλαδή μια ψευδοσυνείδηση προσωπικότητας αρθρωμένη στον μηχανικισμό. Τι σχέση έχει το μαγικό Κύμα Εθελοντικής Προσέλευσης στο Μέτωπο του 1940 με τον τρέχοντα «εθελοντισμό» της δενδροφύτευσης; Τι σχέση έχει η εκφρασμένη πικρία των παιδιών της Παλαιστίνης («εγώ δεν θα μεγαλώσω…») με την κανακευόμενη νωθρότητα μιας εμπορευματοποιημένης δυστυχισμένης ψευδοπαιδικότητας του δυτικού μηδενισμού; Πόσο χυδαίος είναι ένας αγοραίος «ορθολογισμός» που παράγει ακατάπαυστα «επιχειρήματα» ενάντια στο Πάθος-Ολοκαύτωμα για «ελεύθερη πατρίδα»; Με μια υπόγεια ανταπόκριση στο «πατριωτικό πρόταγμα» της «Πίνδου», ο Μαχμούντ Νταρουίς γράφει: «Όλες τις λέξεις για το δικαστήριο του αίματος / τις έμαθα για να μπορέσω / να παραβιάσω τους κανόνες, / τις έμαθα και τις διέλυσα / για να συνθέσω μία και μοναδική: Πατρίδα».
Σε έναν τέτοιο κόσμο σαρωτικού ναρκισσισμού, με ρυθμιστικές αξίες την Ισχύ και την Κατανάλωση, η αυτοθυσία, η αυταπάρνηση, η υπέρβαση, η αλληλεγγύη, το πάθος ιδανικών, είναι «αναχρονισμοί φανατικών» και «ιδεοληψίες λαοπλάνων». Ο ακατάβλητος φανταράκος της Πίνδου, ημιεγγράμματος και «παραδοσιοκεντρικός», και ο απροσκύνητος ένοπλος της εθνοθρησκευτικής αντίστασης στην Παλαιστίνη, «συναντιούνται» παραδειγματικά, στην τυφλή περιφρόνηση σε κάθε επίβουλο «Ορθό Λόγο». «Ορθό Λόγο» που υποκαθιστά την ψυχή και τη συνείδηση της χοϊκής πνευματικότητας του όντως ανθρώπου από την καταναλωτική υπολογιστικότητα του πρωτοανδροειδούς της τηλεχειριζόμενης «ειρηνόφιλης υπακοής». Οι «φονιάδες» και οι «βλάχοι», παραμένουν η «μαγιά» που έλεγε ο Μακρυγιάννης, μέχρι να έρθει ο μεν Κωστόπουλος να μας «ξεβλαχέψει» ο δε Κασσελάκης να μας μάθει να «μη δαιμονοποιούμε το Κεφάλαιο» σε μια «ανοιχτή χώρα» του μπάτε σκύλοι αλέστε!
Ζούμε σε αντίξοους καιρούς γεμάτους τελειοποιημένα καμουφλάζ, όπου πρέπει να υποπτεύεσαι και την πιο «αθώα» έννοια: Μέσω μιας απίστευτης γλωσσικής «χειρουργικής», και με τα Μίντια να πρωτοστατούν στην εμφύτευση του Νέου (πρέποντος στη Νέα Τάξη) Φαντασιακού, η κλασική βιοπολιτική συνδυάζεται πια με την επιστημονικοποιημένη Ψυχοπολιτική του μονταρίσματος ψυχισμών όχι απλά προσαρμοσμένων στο σύστημα αλλά αυτοβιωνόμενων ως ενεργών παραγόντων. Σε μια καθημερινότητα όπου τα πάντα λειτουργούν ως Προσομοίωση, αυτό το παραμορφωμένο ψευδοΥποκείμενο «αποφασίζει» να νιώσει ασφαλές σε γενικότητες που όπως κάθε γενικότητα εξυπηρετεί τα δομικά αναπαραγωγικά στερεότυπα. Σε αυτή την ιδιότυπη «ειρηνομανία» (που γιγαντώνεται όσο η βία γίνεται η δεσπόζουσα ρυθμιστική σημασία…) το «Όχι» είναι όχι μόνο «ανεδαφικό» αλλά και «πυροδοτικό επικίνδυνων αναφλέξεων». Ο ορίζοντας του «μέσου πολίτη» δεν ξεπερνά τα ράφια του super market!
Ό,τι φέρνει σε βαθιά «συγγένεια» τα δυο υπέροχα «Όχι», που λέμε, είναι η Πατρίδα και η Πίστη, που τροφοδοτούν το Παράλογο της Αντίστασης το οποίο αλλιώς δεν εξηγείται: τόσο η Ελλάδα του ‘40 όσο και η Παλαιστίνη του ’23, δεν «καρφώνονται» στο μετερίζι για λόγους «ταξικού συμφέροντος» αλλά για λόγους Ταυτότητας
Η ΟΛΟ και πιο αποδεκτή σιωπηρή κατάργηση της 28ης Οκτωβρίου από τον ειρηνιστικό χυλό μιας «απελευθερωμένης Αθήνας» από τους «Συμμάχους», συμβαδίζει με την όλο και μεγαλύτερη «τήρηση αποστάσεων» από την επική τραγωδία της Παλαιστίνης, τώρα μέσω της επίκλησης του τάχα «ισλαμικού φανατισμού» αλλά σε λίγο χωρίς προσχήματα και «διαμεσολαβήσεις». Κλιμακώνεται η «αποστροφή στη βία» που όλο και πιο έμπεδα ταυτίζεται (η βία) με τους κατά το σύστημα «κακούς», Ο τορπιλισμός της Έλλης ήταν μάλλον «ναυτικό ατύχημα» και η αύξηση των ισραηλιτών εποίκων από 115.000 σε σχεδόν 700.000 μέσα σε δυο δεκαετίες είναι πιθανώς «τουριστικές ροές»! Ακρισία, εξουθένωση από την άπειρη πληροφορία και κουλτούρα επιβιωτισμού, καθιστούν το προφανές «αίνιγμα» εύκολα τρεπόμενο σε «απίθανο αλλά αληθινό» που είναι εκ των βασικών μηχανισμών του Θεάματος.
Με μια Εξουσία που δεν αρνείται «δικαιώματα και ελευθερίες» (αντιθέτως…) αλλά τελειοποιεί ένα πειστικό Θέαμα Διάψευσης των αγωνιζόμενων, και με μια «Πρόοδο» που πρωτοπορεί στην ιδεολογικοποίηση (με όρους χειραφετητικής ουτοπίας) των «τομών» που απλώς διευρύνουν και βαθαίνουν τα «πεδία ενδιαφέροντος» των οικονομικών, πολιτισμικών και ιδεολογικών σφαιρών του συστήματος: είναι πια ένα «αυτονόητο» η αίσθηση βδελυγμίας για κάθε εγχείρημα και λόγο θεμιτής ακραίας σύγκρουσης με το Άδικο. Με ποιο ηθικό δικαίωμα διαμαρτύρονται για τη Γάζα όσοι προώθησαν την «στρατηγική σχέση» με το Ισραήλ και όσοι διαδήλωσαν υπέρ της βίαιης ανατροπής του Άσαντ; Τι τους ενοχλεί; Μήπως μόνο ο βαθμός «κρατικής εγκληματικότητας» των νεοναζί του Σιωνισμού; Δηλαδή η ηγεσία του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα από τον Γρίβα καθιστούσε ανεπίτρεπτη τη συστράτευση, τη συμμετοχή; Και, άραγε, ποια κενά καλύπτει κάθε φορά η ηγεμονεύουσα «ακρότητα»; Στην παλλαϊκή άμυνα του ‘40 ποιο ήταν το «ενοποιητικό υλικό» αν όχι η φιλοπατρία και το τρομερό «γαμώτο» μιας «χούφτας υπερήφανων ανθρώπων»; Οι λαοί δεν είναι «κομματική βάση» ούτε «εκλογικό ακροατήριο»!
Σήμερα, όμως, τα πάντα είναι «επικοινωνία» και σε αυτή, σαν σχέδιο προσέγγισης και πειθούς και σαν τεχνική διαπραγμάτευσης, δεν έχει θέση η αρνητικότητα: Αυτό που «πρέπει» να εκλύεται είναι η αίσθηση «υγείας, ευεξίας, ευρωστίας, αισιοδοξίας», μια «απαλή αύρα ειρήνης», μια «χαμογελαστή θαλπωρή»: ακόμα και οι κακουχίες του Έλληνα στρατιώτη της Άμυνας στην Πίνδο, σήμερα προκαλούν μια «διακριτική δυσαρέσκεια», ενώ οι «αγριόφατσες» των «ισλαμοφασιστών» αναμοχλεύουν εντέχνως μια «αιμοσταγή φρίκη» με πλήρως καταργημένη την κριτική σκέψη και τον έλεγχο της λογικής επί των «πληροφοριών». Πρέπει να μισείς νοσηρά τις πατρίδες για να σκέφτεσαι έτσι! Λες και ειδικά σήμερα δεν είναι αντίσταση στον πλανητοποιημένο καπιταλισμό η υπεράσπιση του εθνοκράτους. Αλλά και λες δεν «κουβαλάνε» τον «ισλαμοφασισμό» οι «εκλεκτοί των ανοιχτών συνόρων». Πόσα μέτρα και πόσα σταθμά; Ο ελληνικός λαός τότε, χωρίς ζυγαριά και μοιρογνωμόνιο, είπε «Δεν θα περάσουν οι Ιταλοί», και «ιδεολογικοποίησε» το στοιχειώδες ως απλούστατα «μάχη για τα πεζούλια μας»! Ούτε «διαλεχτικές προτεραιοποιήσεις», ούτε «διαβάθμιση συμμαχιών», ούτε «ναι, αλλά οι πολιτισμικότητες;…», ούτε «έκτακτη σύσκεψη για τη σχέση εθνικού-κοινωνικού στη συγκυρία»!
Όμως, δεν (πρέπει να) υπάρχει «Όχι» στις μέρες μας! Ακόμα και η «διαφωνία», η «άλλη γνώμη», πρέπει να «στρογγυλεύονται» σε μια επιβεβλημένη «διπλωματία των ανοιχτών προοπτικών», διότι πια σημασία δεν έχει η «αξιοπρέπεια της προσωπικότητας» αλλά η «σκοπιμότητα της καριέρας». Η ζωή έχει αποκοπεί από τους φορείς της, τους ανθρώπους, και έχει γίνει μια αφαίρεση πλάνων μεσολαβημένη διεκπεραιωτικά από άβουλα μετρήσιμα και ετερορρυθμιζόμενα ανδράποδα. Να γιατί οι «πρωτοπορίες», θέλω να πω οι μειοψηφίες με ενεργή συνείδηση επέμβασης στο γίγνεσθαι, πρέπει να στοιχίζονται στις «γραμμές» του Άρη Αλεξάνδρου: «χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο / να τον μεταμορφώσουμε / ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται / απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες. / Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά / για τις λιποψυχίες μας / είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας / να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια / τη στάχτη και το αίμα».
ΩΣΤΟΣΟ, η αξία των «Όχι», η αναπαλλοτρίωτη μεγαλοσύνη μιας εκπληκτικής ταπείνωσης της φασιστικής έπαρσης και η ασύγκριτη γενναιότητα του αντάρτικου αυτοσχεδιασμού ενάντια στον «Λεβιάθαν», συνεχίζουν, αντικειμενικά, να πιστοποιούν την ενδότατη άρνηση του Ανθρώπου να υποκύψει ακόμα και στις ήττες του… Ξετυλίγονται πολλά «σενάρια» που αφορούν στις πατρίδες-«ιμάτια» προς διανομή. Εμάς εδώ, σε μια Ελλάδα πιο εσωτερικά προδομένη από κάθε άλλη, «χαράζει» στον εφιάλτη μας μια καταστροφή ανεπανόρθωτη..γι’ αυτό η συμπαράταξη με την Παλαιστίνη, με αναγωγή στην κορυφαία νεότερη στιγμή του «αντιστασιακού φρονήματος» όπως έλαμψε τον Οκτώβρη του ’40, είναι ύψιστη πολιτική πράξη!
Ό,τι φέρνει σε βαθιά «συγγένεια» τα δυο υπέροχα «Όχι», που λέμε, είναι η Πατρίδα και η Πίστη, που τροφοδοτούν το Παράλογο της Αντίστασης το οποίο αλλιώς δεν εξηγείται: τόσο η Ελλάδα του ‘40 όσο και η Παλαιστίνη του ’23, δεν «καρφώνονται» στο μετερίζι για λόγους «ταξικού συμφέροντος» (το οποίο, η ταξικότητα, λειτουργεί σε άλλα επίπεδα σύστασης του πολιτισμικού) αλλά για λόγους Ταυτότητας (δηλαδή σύνθεσης Εδάφους / Ύλης και Σώματος / Πνεύματος).
Τι μπορεί να διασώσει, στο χρόνο και στην εμπειρία, το Είναι ενός λαού; Η διπλωματία; Οι συσχετισμοί; Οι συνδιασκέψεις; Όχι. Μόνο η δική του ασυμβίβαστη αγωνιστικότητα, η δική του «τρέλα» απέναντι στη «λογική» του αφανισμού του. Ακριβώς γι’ αυτό είναι δύσκολη η κατάστρωση πολιτικής σε αυτό το πεδίο. Δηλαδή γιατί αυτές οι μάχες είναι οριακές, είναι υποθέσεις ζωής ή θανάτου, είναι βαθιές τομές στην ιστορία όπου και ο πιο «απολίτικος» ή «ασυνείδητος» έχει «επαφή» με τις αντηχήσεις και τα ρίγη και τους υπόκωφους ρόγχους.
Τι μας μένει, εκτός από τον δέοντα σεβασμό, τη σιωπηλή υπόκλιση σε ό,τι η σύχρονη «ριζοσπαστικότητα» περιφρονεί σαν «προαστικό ρομαντικό ηρωισμό»;. Μας μένει η καλλιέργεια μιας νέας συνείδησης (για τον κόσμο, τον άνθρωπο και τον τόπο) που προϋποθέτει μια νέα σκέψη…
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας