Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Ταινία-σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου η Περσόνα (1966) αποτελεί το αξεπέραστο, πρωτοποριακό αριστούργημα του Σουηδού μάστορα Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Εστιάζοντας στο γυναικείο ψυχισμό, ο Μπέργκμαν προσπαθεί να ανατμήσει το ρόλο της μητρότητας. Το κύριο, όμως, διακύβευμα στην Περσόνα είναι ο φόβος της απόλυτης ταύτισης, ακόμα και εκμηδένισης του ατόμου, στη διαδικασία του έρωτα.
Οι κατασταλαγμένες πεποιθήσεις της Άλμα, μιας νεαρής νοσοκόμας (Μπίμπι Άντερσον), σχετικά με το πεπρωμένο της, κλονίζονται όταν της αναθέτουν τη φροντίδα μιας νέας και όμορφης ηθοποιού, της Ελίζαμπετ (Λιβ Ούλμαν) που έχει παραδοθεί στην απραξία και στη σιωπή, μετά από νευρικό κλονισμό, κατά τη διάρκεια παράστασης. Η παράξενη γοητεία που ασκεί αυτή η σιωπηλή γυναίκα επάνω της, εξουθενώνει την Άλμα. Σ’ ένα παραθαλάσσιο εξοχικό, απομονωμένες, κάτω απ’ το δυνατό ήλιο, οι δυο γυναίκες αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη σχέση. Η Άλμα, τρυφερή και στοργική, γεμίζει τη σιωπή, μιλώντας ακατάπαυστα και για τις δυο. Προσπαθώντας να διεισδύσει στο άβατο της λαβωμένης μητρότητας της Ελίζαμπετ, καταρρέει η ίδια, καθώς εκμυστηρεύεται τα μύχια πάθη της. Όταν, όμως, αντιλαμβάνεται ότι έχει γίνει αντικείμενο μελέτης της γεμάτης κατανόηση, υπεροπτικής Ελίζαμπετ, η αρμονία διασαλεύεται, δίνοντας τόπο σε ανεξιχνίαστα ένστικτα.
Με έναν ερωτισμό να αιωρείται στο μεταίχμιο, η φαινομενική εστίαση στη φιλία δύο γυναικών υποκρύπτει βαθύτερους προβληματισμούς στο τόξο των διακυμάνσεων μιας σχέσης, από το θαυμασμό και το πρώτο σκίρτημα, στην έλλειψη εμπιστοσύνης και την επώδυνη ρήξη, αγαπημένα αντικείμενα έρευνας του Μπέργκμαν.
Με μια πειραματική φόρμα τεμαχισμένης κινηματογράφησης, κυρίως μέσα από πολύ κοντινά πλάνα, ήχους, ατονική μουσική, σιωπές και ελάχιστους διαλόγους, η ταινία επιχειρεί μια υπαρξιακή καταβύθιση, ψυχαναλυτικής διάθεσης, στο υποσυνείδητο του ίδιου του δημιουργού. Μόνο για την πρώτη σεκάνς, με τα στιγμιαία εμβόλιμα πλάνα, έχουν γραφτεί ολόκληρες διατριβές. Στιγμιότυπα παλιών κινούμενων σχεδίων, ένα αντρικό μόριο σε στύση, ένα αρνί που το σφάζουν και ένα καρφί που μπήγεται σε μια παλάμη προϊδεάζουν για ακραία συναισθήματα, αποδυναμώνοντας τη δεσπόζουσα παρουσία μιας μηχανής προβολής. Στα 48 του, ο Μπέργκμαν ανιχνεύει την ανάγκη του να εμπνευστεί για να δημιουργήσει, συνδιαλεγόμενος με την ίδια την υπόσταση του κινηματογράφου. Η ρήξη ανάμεσα στις δύο γυναίκες σηματοδοτείται με τη διακοπή της προβολής, σε μια εκτυφλωτικής λευκότητας οθόνη, μετά από ανάφλεξη του ίδιου του σελιλόιντ.
Η βίαιη επικαιρότητα και το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν εισβάλλουν απροειδοποίητα στη σιωπή των προσώπων, διαταράσσοντας την υπαρξιακή τους ατομικότητα.
Το μικρό αγόρι στη φωτογραφία από το γκέτο της κατεχόμενης Βαρσοβίας, στέκεται έντρομο, με σηκωμένα χέρια, ενώ η επίμονη, ανατριχιαστική τηλεοπτική εικόνα, του βουδιστή μοναχού, που αυτοπυρπολείται, διαμαρτυρόμενος για τις σφαγές των Αμερικανών στο Βιετνάμ, παγώνει μαζί με την πρωταγωνίστρια και τους θεατές.
Τα κοντινά πλάνα στα όμορφα πρόσωπα των πρωταγωνιστριών επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε κάθε σπιθαμή της οθόνης, παραπέμποντας στις φωτογραφίες του σουρεαλιστή φωτογράφου Μαν Ρέι, με τα γυναικεία πρόσωπα δίπλα σε πρωτόγονες μάσκες, αισθητική φόρμα με εικαστική αυτονομία, αλλά και σαφής αναφορά στο συμβολισμό της θεατρικής μάσκας.
Το βλέμμα των δύο γυναικών, κατάματα στο φακό, καταβροχθίζεται από το αδιόρατο βλέμμα του σκηνοθέτη, που ταυτίζεται με την κάμερα. Οι ηθοποιοί γίνονται αντικείμενα μελέτης του Μπέργκμαν, σ’ ένα παιχνίδι με τη διττή, συμπληρωματική υπόσταση των δύο γυναικών, διαμορφώνοντας το υπέρτατο γυναικείο αρχέτυπο.
Οι σοκαριστικές λευκές και μαύρες πινελιές, που ξεπηδούν από το γκρι φόντο, πότε με ένα λευκό καπέλο, πότε με ένα μαύρο ζιβάγκο, εντείνουν την αισθητική αυστηρότητα της ασπρόμαυρης ταινίας, ενώ οι σκιάσεις των φωτισμών βυθίζουν τα πρόσωπα στο σκοτάδι ή τα μετουσιώνουν στο φως, με σκληρά κοντράστ, που χειρίζεται άψογα ο διευθυντής φωτογραφίας Σβεν Νίκβιστ, σημαντικός συνεργάτης του σκηνοθέτη.
Τη γοητευτική, μυστηριακή ατμόσφαιρα υποστηρίζει η ατονική μουσική με έγχορδα και κρουστά του Σουηδού μοντερνιστή συνθέτη Λαρς Γιόχαν Βέρλε, που υπογραμμίζει δραματικές κορυφώσεις και μεταπτώσεις, μεταφέροντας στον θεατή υπέρμετρη αγωνία και σύγχυση. Ο Μπαχ, εμμονική μουσική επιλογή του Μπέργκμαν, επιστρατεύεται σε μια σκηνή αναζήτησης της λύτρωσης, μέσα απ’ το Θείο.
Η ρηξικέλευθη, τέλος, επιλογή του τίτλου, με τη έννοια του ρόλου στη λέξη περσόνα επεκτείνεται έκδηλα και πέρα από την τέχνη της υποκριτικής, στους ρόλους που καλούμαστε να υποδυθούμε ή να αποδεχτούμε, ως περσόνες ενός κοινωνικού συνόλου.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου