Η παρουσία του επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Bundesbank, του Γένς Βάιτμαν, στην Αθήνα τις προηγούμενες μέρες έδωσε το στίγμα του τρόπου που αντιλαμβάνονται οι Ευρωπαίοι εταίροι-δανειστές τη μεταμνημονιακή εποχή και τα όρια των συνεπαγόμενων ελευθεριών της. Ο –κατά ένα σενάριο– προαλειφόμενος ως διάδοχος του Ντράγκι στην ΕΚΤ, μιλώντας στην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, χρησιμοποίησε μια εμβληματική διατύπωση: «Οι αγορές είναι σκληρές, δεν μπορείς να διαφωνείς μαζί τους», είπε, αναφερόμενος στον τρόπο που αξιολογούν τη δημοσιονομική κατάσταση μιας χώρας και, συνεπώς, τη βιωσιμότητα του χρέους της.
Αυτό είναι η μισή αλήθεια. Γιατί στην περίπτωση της Ελλάδας κάτοχοι του μεγαλύτερου μέρους του χρέους της είναι οι Ευρωπαίοι δανειστές και όχι οι αγορές, που προς το παρόν δεν ρισκάρουν κάτι. Επομένως, οι αγορές κρέμονται από τα χείλη των δανειστών και αξιολογούν κάθε λέξη τους που μπορεί να υποδηλώνει ανησυχία για την οικονομική πολιτική που ασκεί μια χώρα σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Όσο κι αν η εποπτεία αυτή είναι ηπιότερη της μνημονιακής επιτροπείας, οι Ευρωπαίοι δανειστές διατηρούν το προνόμιο να στέλνουν εκείνα τα μηνύματα στις αγορές που θα παρατείνουν τον αποκλεισμό της Ελλάδας από τον δανεισμό. Έτσι, η διατύπωση του κ. Βάιντμαν ότι «δεν μπορείς να διαφωνείς με τις αγορές», υπονοεί επίσης ότι «δεν μπορείς να διαφωνείς με τους δανειστές σου».
Διαλλακτικοί μέχρι τις ευρωεκλογές
Προς το παρόν πάντως, η ευρωπαϊκή ηγεσία και το ιερατείο του ευρώ δεν φαίνεται να έχουν πρόθεση να μετατρέψουν την ενισχυμένη εποπτεία, που για πρώτη φορά εφαρμόζεται πλήρως σε χώρα που βγήκε από το πρόγραμμα, σε σκληρό καψόνι –μια ακριβή προσομοίωση της μνημονιακής επιτήρησης– για την κυβέρνηση. Τουλάχιστον όχι μέχρι τις ευρωκλογές του προσεχούς Μαΐου, οι οποίες επιβάλλουν άλλες προτεραιότητες και αγωνίες: από τις βαυαρικές εκλογές του Οκτωβρίου μέχρι την κατάσταση του ιταλικού χρέους και από την ακροδεξιά καμπάνια του Σαλβίνι μέχρι το άτακτο Brexit, την κρίση σε Τουρκία και Αργεντινή ή τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ. Φυσικά, θεμελιώδης αγωνία είναι η ίδια η έκβαση των ευρωκλογών, από την οποία μπορεί να προκύψει ένας πρωτοφανής συσχετισμός, που θα προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην κυβερνησιμότητα της Ε.Ε.
Η διαλλακτικότητα και η αμοιβαία κατανόηση των πολιτικών αναγκών κάθε πλευράς, λοιπόν, είναι λογικό να επικρατήσει κατά την έναρξη της τελετουργίας της ενισχυμένης εποπτείας, στις 10 του μηνός με τα τεχνικά κλιμάκια και στις 12 με την έλευση των επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα. Αυτό θα επαναληφθεί τέσσερις φορές μέχρι τον προσεχή Μάιο, αλλά δεν είναι σαφές αν κάθε επίσκεψη των επιτηρητών θα συνοδεύεται και με μια έκθεση αξιολόγησης. Οι εκθέσεις μπορεί να συντμηθούν σε δύο. Η ατζέντα κάθε επίσκεψης θα καθορίζεται από την Κομισιόν, στο πλαίσιο της επίσημης ένταξης της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, αλλά και από το Eurogroup, που θα ενεργοποιεί παράλληλα τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνάρτηση με τις αιρεσιμότητες που έχουν σε αδρές γραμμές οριστεί. Η παρουσία του ΔΝΤ θα είναι συμβουλευτική, δηλαδή τυπικά δεν έχει δικαίωμα βέτο. Αλλά μέσω των δικών του εκθέσεων μπορεί να εξελιχθεί σε ουσιαστική, ακόμη και εκβιαστική. Ως προνομιακός συνομιλητής των αγορών μπορεί να τις επηρεάσει αυξομειώνοντας την ένταση της κριτικής του είτε για τη δημοσιονομική/μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης είτε για τη συνέπεια των εταίρων στην ελάφρυνση του χρέους. Έτσι κι αλλιώς η κριτική του ΔΝΤ στους μεταμνημονιακούς στόχους για τα πλεονάσματα, την ανάπτυξη και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους είναι γνωστή και τα κριτήριά του σταθερά.
Προς το παρόν, η ευρωπαϊκή ηγεσία και το ιερατείο του ευρώ δεν φαίνεται να έχουν πρόθεση να μετατρέψουν την ενισχυμένη εποπτεία, που για πρώτη φορά εφαρμόζεται πλήρως σε χώρα που βγήκε από το πρόγραμμα, σε σκληρό καψόνι –μια ακριβή προσομοίωση της μνημονιακής επιτήρησης– για την κυβέρνηση. Τουλάχιστον όχι μέχρι τις ευρωκλογές του προσεχούς Μαΐου, οι οποίες επιβάλλουν άλλες προτεραιότητες και αγωνίες
Προϋπολογισμός και συντάξεις
Το ντεμπούτο της ενισχυμένης εποπτείας σε δέκα μέρες τυπικά έχει ως βασικό αντικείμενο την κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2019, ο οποίος πρέπει να κατατεθεί μέχρι την 1η Οκτώβρη στο ελληνικό κοινοβούλιο και μέχρι τις 15 στην Κομισιόν για αξιολόγηση, βάσει του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Ουσιαστικά, τα μεγέθη του νέου προϋπολογισμού εξαρτώνται από ένα στοιχείο, που είναι και το βασικό που θα διαπραγματευτεί η κυβέρνηση: το αν θα εφαρμοστεί από 1/1/2019 η συμφωνημένη περικοπή των συντάξεων ύψους 1% του ΑΕΠ, που θα αντληθεί από την προσωπική διαφορά σε όσες συντάξεις αυτή καταβάλλεται. Το ελάχιστο που επιδιώκει η κυβέρνηση είναι η αναστολή του μέτρου για το 2019, το μείζον η οριστική ακύρωσή του, πράγμα μάλλον απίθανο. Στο επικρατέστερο σενάριο, αυτό της αναστολής, η κυβέρνηση θεωρεί ότι θα έχει διαθέσιμα στοιχεία για τις δημοσιονομικές επιδόσεις, κυρίως το πρωτογενές πλεόνασμα, που θα καθιστούν περιττή την εφαρμογή του μέτρου. Βεβαίως, αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να πιστοποιηθούν πριν τον Δεκέμβριο, οπότε πιθανή συμφωνία των εταίρων στην επιδιωκόμενη αναστολή των περικοπών για το 2019 πρέπει να αναμένεται στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης.
Πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη η αντίθεση του ΔΝΤ σε μια τέτοια εξέλιξη. Όχι τόσο γιατί είναι δύσπιστο για τις δημοσιονομικές δυνατότητες της Ελλάδα, όσο γιατί απαίτησε και επέβαλε ως μόνιμο μέτρο τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ με βάση τις δημογραφικές προβολές που, κατά το Ταμείο, δείχνουν προβλήματα βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος στο μέλλον και, συνακόλουθα, προβλήματα βιωσιμότητας στο χρέος. Αυτό είναι άλλωστε ένα κριτήριο που το ΔΝΤ προβάλλει για τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., όπως φάνηκε στις πρόσφατες εκθέσεις του. Αυτό που διασώζει την κυβέρνηση από μια πιεστική αντίθεση του ΔΝΤ στο θέμα των συντάξεων είναι ότι κανείς από τους Ευρωπαίους εταίρους, που τα συνταξιοδοτικά τους συστήματα κάθονται πάνω σε ανάλογη δημογραφική νάρκη, δεν έχει διάθεση να ανοίξει αυτό το κεφάλαιο. Τουλάχιστον όχι προεκλογικά.
Το εργαλείο της ελάφρυνσης
Το πεδίο, όμως, στο οποίο οι εταίροι-δανειστές, και ιδιαίτερα η γερμανική ηγεσία, έχουν τη δυνατότητα να εξαντλήσουν την εξουσία της ενισχυμένης εποπτείας είναι τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Η πρεμιέρα έγινε στο EuroWorkingGroup, όπου συζητήθηκε το χρονοδιάγραμμα επιστροφής των κερδών του ευρωσυστήματος από τα ελληνικά ομόλογα. Η επιστροφή θα γίνεται κάθε εξάμηνο μέχρι τον Ιούνιο του 2022 και θα εξαρτάται από την υλοποίηση μεταρρυθμιστικών δεσμεύσεων που προβλέπονται στο 3ο Μνημόνιο. Η πρώτη από τις 8 δόσεις, περίπου 600 εκατομμύρια ευρώ, θα καταβληθεί εντός του έτους, αλλά η σχετική απόφαση θα ληφθεί από το Eurogroup. Το πότε δεν είναι σαφές, όπως δεν είναι σαφές τι θα θεωρήσουν οι δανειστές ως «επαρκή τήρηση δεσμεύσεων».
Πέραν του συνταξιοδοτικού, το θέμα της αύξησης του κατώτατου μισθού, η εξαγγελθείσα κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και η ήδη δρομολογούμενη μερική ενεργοποίηση των συλλογικών συμβάσεων, με την επαναφορά της επεκτασιμότητας και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, στα οποία η κυβέρνηση επενδύει πολλά για να αναστρέψει το πολιτικό κλίμα, δεν είναι σαφές πώς αντιμετωπίζονται από τους δανειστές. Ιδιαίτερα από τη γερμανική ηγεσία, η οποία για κάθε εκταμίευση πρέπει να περνά από την βάσανο της έγκρισης από τη Bundestag.
Συν τοις άλλοις, οι δανειστές θα πρέπει στην πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση να «μετρήσουν» και τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, που θα έχουν προηγηθεί, τον αντίκτυπό τους στις αγορές, αλλά και την υποδοχή τους από τις εγχώριες «παραγωγικές δυνάμεις». Διόλου τυχαία, ο ΣΕΒ έσπευσε με ένα μικρό «μανιφέστο» του να δηλώσει «παρών» στο επικείμενο παζάρι, δηλώνοντας την αντίθεσή του στην αναστροφή των εργασιακών και ασφαλιστικών «μεταρρυθμίσεων». Και οι δανειστές, όπως συνέβη τα μνημονιακά χρόνια, τον ακούνε προσεκτικά.