του Τζόμο Κουάμε Σούνταραμ*
Η Γκίτα Γκοπίνατ, αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, απηύθυνε μια δυσοίωνη προειδοποίηση: «Με τις πιο αδύναμες προοπτικές παγκόσμιας ανάπτυξης εδώ και δεκαετίες, και δεδομένου ότι η πανδημία και ο πόλεμος επιβραδύνουν τη σύγκλιση των εισοδημάτων μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, δεν έχουμε την πολυτέλεια για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο». Η υπ’ αριθ. 2 του ΔΝΤ, ενώ αναγνωρίζει ότι η παγκοσμιοποίηση έχει τελειώσει, απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις «να διατηρήσουν την οικονομική συνεργασία εν μέσω του γεωοικονομικού κατακερματισμού» που προκαλείται εξαιτίας του δεύτερου Ψυχρού Πολέμου[1].
Οι αυξανόμενες εντάσεις ΗΠΑ-Κίνας, η πανδημία και ο πόλεμος έχουν αλλάξει τις διεθνείς σχέσεις. Οι ΗΠΑ επιζητούν τη συσπείρωση του Δυτικού κόσμου, οι δε Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους ισχυρίζονται ότι θέλουν «μείωση των κινδύνων». Η Κίνα, ενώ εξακολουθεί να επικαλείται την «παγκοσμιοποίηση», μιλά ρεαλιστικά για «αυτοδυναμία». Οι πολυμερείς κανόνες σπάνια σχεδιάστηκαν για να αντιμετωπίσουν τέτοιες διεθνείς συγκρούσεις, καθώς οι υποτιθέμενες ανησυχίες για την «εθνική ασφάλεια» στην πραγματικότητα αναδιατυπώνουν τις οικονομικές πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων. Ως εκ τούτου, οι γεωοικονομικές συγκρούσεις έχουν λίγους κανόνες, και κανέναν διαιτητή!
Τα οικονομικά του Ψυχρού Πολέμου
Σύμφωνα με την Γκοπίνατ, οι εμπορικές και επενδυτικές ροές αυξήθηκαν μετά το τέλος του πρώτου Ψυχρού Πολέμου, «φτάνοντας σχεδόν το ένα τέταρτο του παγκόσμιου εμπορίου» κατά τη διάρκεια της «υπερ-παγκοσμιοποίησης» των δεκαετιών του 1990 και του 2000. Ωστόσο, η παγκοσμιοποίηση έχει μείνει στάσιμη από το 2008 και μετά. Το 2022, επιβλήθηκαν περίπου «3.000 περιοριστικά μέτρα για το εμπόριο» – σχεδόν τριπλάσια από αυτά που επιβλήθηκαν το 2019! Τώρα η Κίνα –και όχι η Σοβιετική Ένωση– είναι ο αντίπαλος των ΗΠΑ, αλλά τα πράγματα είναι διαφορετικά και από άλλες απόψεις: Το 1950, τα δύο μπλοκ αντιπροσώπευαν το 85% της παγκόσμιας παραγωγής. Τώρα, ο παγκόσμιος Βορράς, η Κίνα και η Ρωσία έχουν συνολικά το 70% της παγκόσμιας παραγωγής, αλλά μόνο το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Επιπλέον, η οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ των χωρών αυξήθηκε: το διεθνές εμπόριο σε σχέση με την παραγωγή ανέρχεται τώρα σε 60%, σε σύγκριση με ένα 24% κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Η αναπληρώτρια επικεφαλής του ΔΝΤ εκτιμά ότι ο νέος Ψυχρός Πόλεμος σπρώχνει τον κόσμο προς τα πίσω, και παροτρύνει μια σειρά χώρες να υιοθετήσουν αδέσμευτη στάση, εκτιμώντας ότι θα ωφεληθούν περισσότερο εάν συνεργάζονται με όλες τις πτέρυγες
Έτσι, αυξάνεται αναπόφευκτα το κόστος αυτού που η ίδια αποκαλεί «οικονομικό κατακερματισμό για γεωπολιτικούς λόγους». Σαν αποτέλεσμα της νέας κατάστασης, οι ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ) μεταξύ των μπλοκ «μειώθηκαν περισσότερο από εκείνες στο εσωτερικό του κάθε μπλοκ», ενώ «αυξήθηκαν απότομα οι ΞΑΕ προς τις αδέσμευτες χώρες». Η Κίνα δεν είναι πλέον ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ, καθώς «το μερίδιό της στις εισαγωγές των ΗΠΑ έχει μειωθεί», από 22% το 2018 σε 13% στις αρχές του 2023. Οι εμπορικοί περιορισμοί από το 2018 «μείωσαν τις κινεζικές εισαγωγές δασμολογημένων προϊόντων», καθώς οι αμερικανικές ΞΑΕ στην Κίνα μειώθηκαν απότομα… Μια μελέτη της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) διαπίστωσε ότι «οι αλυσίδες εφοδιασμού έχουν επιμηκυνθεί τα τελευταία δύο χρόνια», ιδίως μεταξύ «Κινέζων προμηθευτών και Αμερικανών πελατών». Η Γκοπίνατ αναφέρει ότι, σύμφωνα με έρευνα του ΔΝΤ, «το οικονομικό κόστος του κατακερματισμού θα μπορούσε να είναι σημαντικό, και να επιβαρύνει δυσανάλογα τις αναπτυσσόμενες χώρες». Οι απώλειες θα μπορούσαν να φθάσουν το 7% του ΑΕΠ, ανάλογα με την ανθεκτικότητα της κάθε οικονομίας: «Οι απώλειες είναι ιδιαίτερα μεγάλες για τις οικονομίες με χαμηλότερο εισόδημα, και για τις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς».
Οι διαθέσιμες επιλογές πολιτικής
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν δύσκολους συμβιβασμούς μεταξύ της ελαχιστοποίησης του κόστους του κατακερματισμού, από τη μια, και της μεγιστοποίησης της ασφάλειας και της ανθεκτικότητας από την άλλη. Η Γκοπίνατ αναγνωρίζει ότι η «πρώτη καλύτερη λύση» –η αποφυγή γεωοικονομικών εχθροπραξιών– είναι στην καλύτερη περίπτωση μακρινή. Έτσι προτρέπει να αποφευχθεί τουλάχιστον «το χειρότερο σενάριο», και να προστατευθεί η «οικονομική συνεργασία» παρά την πόλωση… Σ’ αυτή τη λογική, απευθύνει έκκληση για μια «πολυμερή προσέγγιση σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος» προκειμένου «να διασφαλιστούν οι παγκόσμιοι στόχοι της αποτροπής της καταστροφής από την κλιματική αλλαγή, της επισιτιστικής ανασφάλειας και των ανθρωπιστικών καταστροφών που σχετίζονται με πανδημίες». Τέλος, θέλει να περιορίσει «τις μονομερείς αποφάσεις» όσον αφορά π.χ. τις πολιτικές για τη βιομηχανική ανάπτυξη, υποστηρίζοντας ότι αυτές θα πρέπει να αντιμετωπίζουν μόνο τις «αποτυχίες της αγοράς», διατηρώντας παράλληλα τις «δυνάμεις της αγοράς».
Η Γκοπίνατ επιμένει ότι οι τελευταίες «κατανέμουν πάντα αποτελεσματικότερα τους πόρους», άρα υποστηρίζει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει «να αξιολογούν προσεκτικά τις βιομηχανικές πολιτικές ως προς την αποτελεσματικότητά τους». Αλλά η ίδια είναι λιγότερο προσεκτική, και πιο άκριτη στην επιμονή της στη νεοφιλελεύθερη συμβατική «σοφία», παρά το αμφίβολο ιστορικό της τελευταίας… Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι δύο στελέχη του ΔΝΤ αισθάνθηκαν την ανάγκη να γράψουν το 2019 για την ανάγκη «επιστροφής της πολιτικής που δεν πρέπει να κατονομαστεί ως τέτοια», δηλαδή μιας πολιτικής υπέρ της ανάπτυξης της βιομηχανίας[2]. Παρά την παλαιότερη εκτεταμένη ευρωπαϊκή και ιαπωνική υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής, και τον πρόσφατο εναγκαλισμό της από τον πρόεδρο Μπάιντεν, το ΔΝΤ φαίνεται να έχει παγιδευτεί σε μια ιδεολογική παγίδα και μια χρονική στρέβλωση που το ίδιο δημιούργησε!
Από την άλλη, κι ενώ προβάλλει υπερβολικούς ισχυρισμούς σχετικά με τα οφέλη από την παγκοσμιοποίηση, η αναπληρώτρια επικεφαλής του ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι «η οικονομική ολοκλήρωση δεν ωφέλησε τους πάντες». Ευτυχώς, παροτρύνει τις αναπτυσσόμενες χώρες να παραμείνουν αδέσμευτες και «να χρησιμοποιήσουν το οικονομικό και διπλωματικό τους βάρος για να διατηρήσουν την παγκόσμια ολοκλήρωση», καθώς ο νέος Ψυχρός Πόλεμος σπρώχνει τον κόσμο προς τα πίσω. Τονίζει σχετικά: «Εάν ορισμένες οικονομίες παραμείνουν αδέσμευτες, και συνεχίσουν να συνεργάζονται με όλες τις πτέρυγες, θα μπορούσαν να επωφεληθούν». Και υπογραμμίζει ότι μια αδέσμευτη στάση μπορεί να μειώσει το υψηλό κόστος του Ψυχρού Πολέμου: «Μέχρι το 2022, πάνω από το ήμισυ του παγκόσμιου εμπορίου αφορούσε μια αδέσμευτη χώρα. Οι χώρες αυτές μπορούν να επωφεληθούν άμεσα από την εκτροπή του εμπορίου και των επενδύσεων».
* Ο Τζόμο Κουάμε Σούνταραμ είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Εδώ αποδίδεται συντετμημένα άρθρο του που δημοσιεύθηκε στις 27/3/2024 στον ειδησεογραφικό οργανισμό IPS (www.ipsnews.net). Ο κεντρικός τίτλος και υπότιτλος είναι της Σύνταξης.
[1] Ομιλία της Γκοπίνατ σε συνέδριο της Διεθνούς Οικονομικής Ένωσης: «Ψυχρός Πόλεμος ΙΙ: Διατήρηση της οικονομικής συνεργασίας εν μέσω γεωοικονομικού κατακερματισμού» (www.imf.org, 11/12/2023).
[2] Άρθρο των Φουάντ Χασάνοφ και Ρέντα Σέριφ, υψηλόβαθμων οικονομολόγων του ΔΝΤ, στην ιστοσελίδα του Κέντρου Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής (cepr.org) στις 16/6/2019.