Τα αγκάθια και οι ισορροπίες μετά τον εκλογικό… περίπατο
Της Αλίκης Βεγίρη.
Την Κυριακή που μας πέρασε ο Ερντογάν κέρδισε, με το 49,9% των ψήφων, την τρίτη κατά σειρά θητεία στην πρωθυπουργία της Τουρκίας, ύστερα από μια εντυπωσιακή σε όγκο προσέλευση (87% των ψηφοφόρων), ποσοστό που βρίσκεται πέρα κι από τα όνειρα των ομοίων του στη Δύση.
Και πώς να μην το πετύχει; Η υπόσχεσή του ότι θα διπλασιάσει το κατά κεφαλήν εισόδημα της Τουρκίας, δεν είχε κανένα λόγο να μη γίνει πιστευτή, μια και μέσα στα εννιά χρόνια της θητείας του, από το 2002 δηλαδή που πρωτανέλαβε τα ηνία, μετά από μια δεκαετία πολιτικής αστάθειας, σχεδόν χρεοκοπημένων τραπεζών και με το ΔΝΤ να μπαινοβγαίνει και να «διασώζει», κατάφερε να το τριπλασιάσει και να καταστήσει την Τουρκία μια σημαντική οικονομική και πολιτική δύναμη.
Ο Ερντογάν, όπως αναγνωρίζουν εχθροί και φίλοι, κατάφερε πολλά, ξαναδίνοντας στην Τουρκία τη χαμένη της αυτοπεποίθηση. Με ρυθμό ανάπτυξης για το 2010 κοντά στο 9%, που μόνο με αυτόν της Ινδίας και Κίνας μπορεί να συγκριθεί, με εξωτερικό χρέος μόλις στο 41% του ΑΕΠ, με πληθωρισμό γύρω στο 6%, με τριπλασιασμό των εξαγωγών, και με τις τουρκικές επιχειρήσεις να έχουν εξαπλωθεί πολύ μακρύτερα από την επικράτεια του μουσουλμανικού κόσμου της Εγγύς Ανατολής, η Τουρκία, μέλος πλέον του G20, κατέχει, όχι αδίκως, τη 17η θέση ανάμεσα στις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Βέβαια, λόγω της μεγάλης εισροής κεφαλαίων η οικονομία αρχίζει να δείχνει σημάδια υπερθέρμανσης, ενώ η αύξηση των εισαγωγών, (συνέπεια της αύξησης της καταναλωτικής δύναμης), σε σημείο που να ξεπερνούν τις εξαγωγές έχει σαν αποτέλεσμα τα ελλείμματα να παίρνουν την ανιούσα (~9%). Αλλά αυτά προς το παρόν δεν απασχολούν κανέναν άλλον πέρα από τον υπουργό Ο ικονομικών.
Στο εσωτερικό, στηριζόμενος ο Ερντογάν στον αγροτικό πληθυσμό και τα ανερχόμενα μικροαστικά μουσουλμανικά στρώματα, κέρδισε τη μάχη με το άλλοτε πανίσχυρο στρατιωτικό κατεστημένο και αποδυνάμωσε τις πανίσχυρες κοσμικές ελίτ του τσιμέντου και του βάμβακος που παρέα με τους στρατηγούς λυμαίνονταν τη χώρα. Στο εξωτερικό ακολούθησε το δρόμο της υποστήριξης του στρατηγικού αναπροσανατολισμού της χώρας, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει σκληρή γλώσσα προς το Ισραήλ, δεν υπέκυψε, όταν έκρινε ότι δεν έπρεπε, στις αμερικανικές απαιτήσεις και δεν παρέλειψε να αναλάβει διάφορες διπλωματικές πρωτοβουλίες, όπως με το Αζερμπαϊτζάν σχετικά με τον αγωγό Ναμπούκο, με το Ιράν, σχετικά με τα πυρηνικά και με τη Λιβύη και Συρία, προσφάτως. Όλα καλά λοιπόν; Αν βάλουμε στην άκρη το ζήτημα των ατομικών δικαιωμάτων, κυρίως των γυναικών (παρά τις σημαντικές παραχωρήσεις κατά τον πρώτο καιρό της θητείας του) και της ελευθερίας του Τύπου (σύμφωνα με εκτιμήσεις ΜΚΟ, στην Τουρκία σήμερα υπάρχουν περισσότεροι δημοσιογράφοι στη φυλακή απ’ ό,τι στην Κίνα) ζητήματα, τα οποία παρ’ ότι επιδιώχθηκε, δεν κατέλαβαν κεντρική θέση στον προεκλογικό δημόσιο διάλογο, το πρόβλημα εστιάζεται στο ότι ο Ερντογάν αρχίζει και γίνεται πολύ ισχυρός, έως και μεγαλομανής, αν λάβουμε υπ’ όψιν το φαραωνικό σχέδιο για τη διάνοιξη μέχρι το 2025 ενός νέου καναλιού, τύπου Διώρυγας του Παναμά, παράλληλα με τον Βόσπορο.
Οι υπέρμετρες φιλοδοξίες και το αποτέλεσμα
Το πραγματικό, όμως, επίδικο των εκλογών ήταν η επικείμενη αναθεώρηση του ισχύοντος από το 1982 Συντάγματος, όπως αποφασίστηκε σε πρόσφατο δημοψήφισμα και ο βαθμός συμμετοχής και των υπόλοιπων κομμάτων, πλην του κυβερνώντος A.K.Ρ., στην τελική διαμόρφωση. Έτσι, με μια απλή πλειοψηφία 331 εδρών από τις 550 του Κοινοβουλίου, το A.K.Ρ. θα μπορούσε να κόψει και να ράψει ένα Σύνταγμα στα μέτρα του και να μετατρέψει το πολίτευμα σε προεδρευόμενη δημοκρατία, ώστε ο Ερντογάν να μπορεί μετά την τρίτη και τελευταία του θητεία να μεταπηδήσει στον προεδρικό θώκο, απ’ όπου τελικά, και με τη θέληση του Αλλάχ, θα συνταξιοδοτείτο. Θα έπρεπε, βέβαια, να το επικυρώσει κατόπιν με δημοψήφισμα, αλλά ως προς τούτο δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι δεν θα το κέρδιζε. Με μια σούπερ, δε, πλειοψηφία 367 εδρών, δεν θα χρειαζόταν καν το δημοψήφισμα και ο Ερντογάν θα μπορούσε ν’ αλωνίζει εσαεί. Δεδομένου, δε, του προεκλογικού κλίματος με τα παραληρούντα πλήθη, όπου ήταν παραπάνω από φανερό ότι ο Ερντογάν θα εξασφάλιζε μια άνετη νίκη, η ορατή πλέον δυνατότητα επίτευξης μιας τέτοιας ονειρικής πλειοψηφίας είχε διασπείρει ανησυχίες τόσο στο εσωτερικό, όσο και το εξωτερικό, ώστε να αναγκαστεί μέχρι και ο Economist, σε στιγμή ακραίου πανικού, να προτείνει ανοιχτά την ψήφιση του αντιπάλου σοσιαλδημοκρατικού CHP, γεγονός που δικαίως έκανε τον Ερντογάν να βγάζει καπνούς από οργή. Τελικά η κάλπη φέρθηκε με σύνεση. Έβγαλε μεν νικητή το A.K.Ρ., κατά τα αναμενόμενα, φρόντισε όμως να του δώσει μόνο(!) 326 έδρες και να ψαλιδίσει, κατά συνέπεια τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του αρχηγού του.
Οι υπόλοιποι ψήφοι μοιράστηκαν στο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, CHP, το οποίο παρά την πρόσφατη αλλαγή κατεύθυνσης προς περισσότερο φιλοκουρδικό και λιγότερο φιλο-στρατιωτικό, και την αλλαγή αρχηγού, στο πρόσωπο του ασκητικού Κιλιτσντάρογλου, επονομαζόμενου και Γκάντι, βγήκε δεύτερο με κάτι λιγότερο από το 26% των ψήφων και 135 έδρες. Το 13%, με 53 έδρες, πήγε στο σουπερ-εθνικιστικό MHP, κι αυτό συνέβη, παρά τη δίνη στην οποία βρέθηκε προεκλογικά, όταν αρκετά υψηλόβαθμα στελέχη του αναγκάστηκαν να παραιτηθούν εξ αιτίας κάποιων «αμαρτωλών» βίντεο, με θέμα «σεξ και πολιτική» που είδαν το φως της δημοσιότητας. Φυσικά τα βίντεο αυτά, αν και εικάζεται ότι είχαν ως στόχο τα ευσεβή αισθήματα των ψηφοφόρων του MHP, ώστε να τους αναγκάσουν να ρίξουν την ψήφο τους στο απολύτως εγγυημένα ευσεβές κόμμα του Ερντογάν, με συνέπεια να αποκτήσει την πολυπόθητη πλειοψηφία των 330 εδρών, εν τούτοις δεν το κατάφεραν.
Έκπληξη αποτέλεσε η εκλογή 36 ανεξάρτητων βουλευτών του κουρδικού Κόμματος Ειρήνης και Δημοκρατίας (BDP), οι οποίοι σε σχέση με την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση βρέθηκαν περισσότεροι κατά 16. Διευκρινίζεται ότι η επιλογή να κατέβουν ως ανεξάρτητοι έγινε για να υπερπηδηθεί το εμπόδιο του 10% που πρέπει να ξεπεράσει κάποιο κόμμα για να εισέλθει στο Κοινοβούλιο. Το ίδιο κόλπο είχαν χρησιμοποιήσει και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στην Αίγυπτο. Έτσι, με τόσους Κούρδους βουλευτές, το κουρδικό ζήτημα είναι σίγουρο ότι θα βρεθεί ξανά ψηλά στην ατζέντα. Ο Ερντογάν, στην πρώτη μετά τη νίκη ομιλία του φάνηκε ενωτικός, απευθυνόμενος για την επεξεργασία του νέου συντάγματος που θα εγγυάται βασικά δικαιώματα και ελευθερίες, σε όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, στην κοινωνία των πολιτών, στους ακαδημαϊκούς, στους Τούρκους, τους Κούρδους και τις μειονότητες. Το αν θα καταφέρει να εξασφαλίσει τη συνεργασία τους και να ενώσει τα φιλελεύθερα και κοσμικά τμήματα της κοινωνίας με τους συντηρητικούς ισλαμιστές, είναι ένα στοίχημα, που αφορά όχι μόνο την Τουρκία αλλά και ολόκληρη την ισλαμική Μέση Ανατολή, καθώς, αν επιτύχει θα έχει δείξει ότι το πάντρεμα του ισλάμ με τη δυτικού τύπου δημοκρατία, δεν είναι κάτι το θεμελιακά ανέφικτο.