Περιγραφή της εποχής μας ο ρεαλισμός της τέχνης του Νίκου Νικολαΐδη. Της Μαρίας Πετρίτση*

Σήμερα ο Νίκος Νικολαΐδης είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939 και πέθανε το 2007, λίγα μόλις χρόνια πριν αρχίσουν να εκδηλώνονται ευρέως οι πάσης φύσεως κοινωνικοπολιτικές ασθένειες της εποχής μας. Μέχρι τότε πρόλαβε να γράψει τον Οργισμένο Βαλκάνιο και να γυρίσει, μεταξύ άλλων, τη Γλυκιά Συμμορία, την Πρωινή Περίπολο, Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα, το Singapore Sling και το The Zero Years.
Εμπνευσμένος αρχικά από τη δεκαετία του ’50, σκιαγράφησε με εξαιρετική ακρίβεια το ζόφο της εποχής που άφησε πίσω του, αλλά και μιας άλλης εποχής, την οποία δεν πρόλαβε μεν να δει, παρ’ όλα αυτά διέβλεψε πως, εφόσον η Ιστορία επαναλαμβάνεται, δεν ήταν πολύ μακριά από το κατώφλι μας. Όπως και συνέβη. Μπλέκοντας την επίγνωση με τη διορατικότητα, ο σκηνοθέτης κινηματογράφησε το φιλμ νουάρ της σύγχρονης Ελλάδας, έτσι όπως αυτό προβάλλεται λίγο μετά το θάνατό του. Δυστυχώς όχι στην οθόνη ή στο πανί, αλλά στην απτή καθημερινότητά μας.
Όπως και το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού, οι κινηματογραφικοί ήρωες του Νικολαΐδη ζουν στο μεταίχμιο μιας εποχής και μιας ετοιμόρροπης ψυχολογίας. Ακροβατούν ανάμεσα στα όριά τους, που είναι ασαφή και εξαντλημένα. Βιώνουν παράλογες και ακραίες καταστάσεις που τους εξουθενώνουν. Ρισκάρουν τα πάντα σε μια αμφίβολη παρτίδα παίζοντας το τελευταίο τους χαρτί, γιατί ξέρουν ότι αυτή είναι η μόνη λύση. Παλεύουν με κάθε λογής εξουσίες, είτε σε πλατείες είτε σε υπόγεια. Βασανίζονται από τα φαντάσματα του παρελθόντος και ποντάρουν τα πάντα στη συντροφικότητα και στην ελπίδα που γεννά το σώμα και οι εξάρσεις του πνεύματος που κατάφερε να επιβιώσει. Αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο καλό και στο κακό, και είναι δυστυχώς ελάχιστοι αυτοί που γλιτώνουν. Εκείνοι οι ελάχιστοι εναργείς είναι οι μόνοι που ενδέχεται να επιβιώσουν και να αναλάβουν μέσα από τα συντρίμμια του παλιού κόσμου να χτίσουν μια καινούργια ζωή. Ο ρεαλισμός της τέχνης του σκηνοθέτη είναι η περιγραφή της εποχής μας έτσι όπως συμβαίνει στους δρόμους, στα πάρκα, στα σπίτια και στις ψυχές.
Οι ήρωες του Νικολαΐδη δείχνουν κουρασμένοι, απαθείς και παραιτημένοι. Συχνά μοιάζουν να βουλιάζουν στην απελπισία του έξω κόσμου και στα προσωπικά τους αδιέξοδα. Είναι εξοικειωμένοι με το θάνατο, επειδή έτσι είναι αναγκασμένοι. Τα νοερά παιχνίδια τους είναι η κινητήρια δύναμή τους. Ακόμα κι όταν δείχνουν νεκροί, δεν σταματούν να καταστρώνουν σχέδια και να επινοούν λύσεις. Χάρη σε αυτά τους τα τεχνάσματα τα βγάζουν πέρα με το ζοφερό παρόν και προσπαθούν να κερδίσουν πόντους για το δυσδιάκριτο μέλλον. Μέσα τους, κάποιοι παραμένουν παραδείσια πουλιά. Άλλοι αφήνονται να τους καταπιεί η λάσπη. Στο τέλος επιβιώνουν όσοι δεν παρέδωσαν τα όπλα στις βεβαιότητες της εποχής και όσοι κράτησαν μέσα τους ζωντανή έστω και μια παράδοξη ελπίδα.
Ξαναβλέποντας τις ταινίες του Νίκου Νικολαΐδη δεν μπορεί κανείς παρά να συνδέσει τις εικόνες της εικαστικής δημιουργίας με εκείνες της καθημερινότητας. Οι Έλληνες του 2013 είναι οι πρωταγωνιστές ενός εκκεντρικού φιλμ νουάρ που προβάλλεται σαν οιωνός. Ή σαν αναμενόμενη τιμωρία. Όπως και στις ταινίες, το παρόν προετοιμάστηκε στα μουλωχτά από κάποιους που ποτέ δεν φανέρωσαν το αληθινό τους πρόσωπο στην οθόνη. Οι κομπάρσοι επιδιώκουν την κάθαρση μέσα σε ένα τοπίο θολό, όπου τα νήματα κινούν οι αφανείς πρωταγωνιστές μιας άδικης συνομωσίας. Κάποιοι θα παραμείνουν παραδείσια πουλιά. Κάποιοι άλλοι θα χαθούν στη λάσπη. Οι τίτλοι του τέλους θα λένε κάτι που εκ των προτέρων δεν γνωρίζει κανείς. Η ελπίδα όμως, έστω και σαν υπονοούμενο, θα παραμείνει ζωντανή μόνο χάρη στα κουρέλια που επιμένουν, προσπαθούν και, παρ’ όλη τη μαυρίλα της εποχής, εκείνα τραγουδάνε ακόμα.

* H Μαρία Πετρίτση
 είναι συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!