Πόλεμος στους μισθούς, άμεσους και έμμεσους. Του Βασίλη Μουλόπουλου.
Κάτω από αυτή την οπτική, είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού που σχεδιάζει η κυβέρνηση, ούτε αναγκαία, ούτε ουδέτερη είναι. Και μόνο η σύλληψη της εισφοροδιαφυγής και της εισφοροκλοπής, καθώς και ο τερματισμός στο μεγάλο φαγοπότι που γίνεται με τις τιμές των φαρμάκων, τις συνταγογραφήσεις, τις ιατρικές εξετάσεις και τις προμήθειες των νοσοκομείων, θα έκλεινε, οποιαδήποτε τρύπα, πραγματική ή υποθετική, του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Η σημερινή επίθεση στις συντάξεις είναι η τελευταία και τελική φάση ενός πολυετούς πολέμου ενάντια στους μισθούς -άμεσους και έμμεσους- και στις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων. Τα λεγόμενα κεκτημένα τα οποία για την κυβέρνηση και τα μιντιακά παπαγαλάκια της έχουν γίνει συνώνυμα βρισιάς.
Η συρρίκνωση του έμμεσου μισθού, έχει γίνει με πολλούς τρόπους και οι διάφορες ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις είναι μόνο ένα μέρος τους. Αναφέρω τις πολιτικές απαξίωσης της δημόσιας Υγείας, της δημόσιας Παιδείας, των δημόσιων συγκοινωνιών κ.λπ. που μεθοδευμένα καθιστούσαν το Δημόσιο ανεπαρκές και δαπανηρό, για να το εκποιήσουν στους ιδιώτες. Μέσα σε αυτές τις πολιτικές του «ανίκανου Δημοσίου» περιλαμβάνεται και η φοροδιαφυγή η οποία δημιουργεί τα δημοσιονομικά ελλείμματα και την «ανάγκη» για περικοπές του κοινωνικού κράτους και ανατίμηση των υπηρεσιών που προσφέρει.
Αυτή είναι η πολιτική που από τη δεκαετία του ’90 ως σήμερα ακολουθούν, με διάφορες παραλλαγές, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η Ν.Δ. Την ίδια περίοδο, οι κατώτατοι πραγματικοί μισθοί έχουν μειωθεί πάνω από 7%, ενώ η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί σε διψήφιο αριθμό. Σημειωτέον ότι το κόστος εργασίας στην Ελλάδα είναι το μικρότερο στην Ευρώπη.
«Οι πολιτικές και οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης είναι μονόδρομος για την Ελλάδα», υποστηρίζει ο κ. πρωθυπουργός.
Αλλά ποιες είναι αυτές οι επιλογές; Ποιο είναι το στρατηγικό σχέδιο του ΠΑΣΟΚ το οποίο έχει γοητεύσει τόσο τη Ν.Δ., όσο και τον ΛΑΟΣ;
Και είναι, όντως, όπως προσπαθεί να μας πείσει η προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο οι μόνες που μπορεί να βγάλουν την Ελλάδα από την κρίση, αλλά και θαρραλέες αφού «αγνοούν το πολιτικό κόστος, θέτοντας το γενικό συμφέρον υπεράνω των συντεχνιακών συμφερόντων ισχυρών ομάδων της ελληνικής κοινωνίας»;
Μετασοσιαλιστικές παπάρες. Η πολιτική που έχει επιλέξει η κυβέρνηση δεν είναι ούτε πρωτότυπη ούτε θαρραλέα. Δεν τολμά καμία ρήξη με κανένα κατεστημένο. Το αντίθετο, μάλιστα. Η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ακολουθεί το κυρίαρχο ρεύμα των καιρών: το νεοφιλελευθερισμό. Εφαρμόζει με θρησκευτική ευλάβεια τις συνταγές του. Τα τρία εκατομμύρια Έλληνες (άνεργοι, συνταξιούχοι, νέοι, απασχολούμενοι σε «μαύρες εργασίες», γυναίκες κ.λπ.) που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, η κυβέρνηση τα έχει εγκαταλείψει στην ατυχία τους. Και σύμφωνα με το δόγμα τού νεοφιλελευθερισμού έχει δίκιο: αυτές τις ομάδες, σύμφωνα με τη λογική του, τις θεωρεί τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη.
Άχρηστο είδος που θα πρέπει να εξαφανισθεί και τη θέση τους να την πάρουν μεγάλα κομμάτια της μεσαίας τάξης που η οικονομική κρίση θρυμματίζει.
Αυτή είναι η στρατηγική της κυβέρνησης: θάνατος στο προλεταριάτο και προλεταριοποίηση των κατώτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν επιχειρεί ρήξεις, όχι μόνο δεν θίγει τα συμφέροντα των πλουσίων και των ισχυρών, όχι μόνον δεν μιλάει για μια κάποια ανακατανομή του πλούτου (η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει από τους υψηλότερους ρυθμούς συγκέντρωσης του κεφαλαίου) αλλά, αντίθετα, επισείοντας την απειλή της περιθωριοποίησης, εκβιάζει όσους έχουν ακόμα εργασία (οποιαδήποτε εργασία), καλλιεργεί το φόβο τους για το αβέβαιο αύριο, βγάζει στην επιφάνεια τον εγωιστικό ατομικισμό τους για να καταργήσει κάθε είδος κοινωνικής αλληλεγγύης. Στρέφει τους δήθεν «έχοντες» εναντίον των «μη εχόντων».
Και το αστείο είναι ότι ζητάει συναίνεση σε αυτή την πολιτική, από την κοινωνία και την Αριστερά.
Η μόνη απάντηση που η Αριστερά μπορεί να δώσει, όχι στην κυβέρνηση, αλλά τους εργαζόμενους είναι «αν θέλουμε να έχουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας τις ίδιες, τουλάχιστον, με τις δικές μας οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, ο μόνος δρόμος είναι να βελτιώσουμε αυτές της νέας γενιάς, όχι να επιδεινώσουμε αυτές των ηλικιωμένων. Αυτό σημαίνει να αυξήσουμε τους μισθούς για εκείνους τους νέους που εισέρχονται στον κόσμο της εργασίας και να κάνουμε τον εργασιακό τους βίο λιγότερο αβέβαιο, λιγότερο επισφαλή».
Είναι μια πολιτική ακριβώς αντίθετη από αυτήν της κυβέρνησης. Και αυτή η πολιτική ισχύει και για τις συντάξεις. «Πρέπει να γίνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που προτείνει η κυβέρνηση».
Και σε αυτή την πολιτική ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει τη συναίνεση της κοινωνίας.
* Ο Βασίλης Μουλόπουλος είναι βουλευτής
Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, δημοσιογράφος.