Γράφει η Τερψιχόρη Δέλτα
Τραγούδι σε στίχους Γ. Αγγελάκα και μουσική από τον Γ. Καρρά, ηχογραφημένο το 1990. Μια γλυκόπικρη δεκαετία, γεμάτη θανάτους από ναρκωτικά και μηχανές, ροκ και επανάσταση.
Η «κανονικότητα», σεβαστός πόθος κάθε σύγχρονης Ελληνίδας μάνας και σκοπός κάθε αποφασισμένου για επιβίωση καθεστώτος. Ο ορισμός του «κανονικού» μάλλον διατυπώθηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια από κάποιον πονηρό μονάρχη, ίσως από κάποιον δυνάστη ή ιεροεξεταστή.
Τείνουμε στις μέρες μας να θεωρούμε κάποιον ακίνδυνο, συμπαθή και χρήσιμο στην κοινωνία, όταν ακούμε πως είχε όμορφα παιδικά χρόνια, τελείωσε το πανεπιστήμιο, μπήκε στο Δημόσιο και παντρεύτηκε – κατά προτίμηση να έχει και δυο παιδιά.
Το παραπάνω είδος του ζωικού μας βασιλείου, σε νεαρή ηλικία, αρέσκεται στα λαϊκά άσματα και αναπαράγεται κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στα ελληνικά νησιά. Δανείζεται και το αυτοκίνητο του μπαμπά κάθε Σάββατο, για βόλτα στην παραλιακή.
Κάνουν όνειρα -κανονικά- μέσα στα όρια της ήδη από καιρό σαπισμένης κοινωνίας. Περνούν, λοιπόν, το χρόνο τους ανοίγοντας κάποιο σχολικό βιβλίο -ποτέ πέρα απ’ τη μύτη τους-, περνούν στο ελληνικό πανεπιστήμιο για να καλλιεργηθούν ή για να εξασκήσουν τις ικανότητές τους στο τάβλι. Εκτός αυτού, ευελπιστούν να ανάγονται σε παράδειγμα προς μίμηση για τους νέους του σογιού και τους παλιούς συμμαθητές. Σε κοιτούν με οίκτο, όταν τύχει να τους εξηγήσεις πως έχεις πολύ υψηλότερες αξιώσεις από τον εαυτό σου και πως δεν βολεύεσαι στα προμασημένα. Μερικές φορές, δεν δικαιούσαι να πιστεύεις πως είναι δυνατόν να είσαι «πνευματικά ελεύθερος» αν δεν είσαι και πρακτικά. Να μια σκληρή αλήθεια προς σκέψη.
Από την άλλη, η μικρή αυτή μειοψηφία των νέων, που μάλλον λέγονται «α-κανονικοί» ή ακανόνιστοι ή αντικανονικοί, είναι αυτοί που δεν μοιάζουν να έχουν παραχθεί σε εργοστάσιο μαζικής παραγωγής. Γεννιούνται κανονικά, αλλά δεν μεγαλώνουν κανονικά, δεν ονειρεύονται κανονικά, ούτε ερωτεύονται κανονικά. Ίσως λόγω επιρροών από μη κανονικούς γονείς και δασκάλους ή δικής τους επιλογής.
Κυκλοφορούν ανάμεσα στους «κανονικούς», όμως τα μάτια τους λάμπουν. Μερικά, έχουν περίεργα μαλλιά και ακούνε «θορυβώδη» μουσική. Φοράνε ίσως και βαριές αρβύλες, για να μένουν τα πόδια τους προσκολλημένα στο έδαφος όταν ερωτεύονται. Δεν ξεχνιούνται από επίπλαστες, στημένες χαρές. Σχεδιάζουν το μέλλον μόνο έξω από τα όρια, ακόμα και της φαντασίας των «κανονικών». Φαίνονται απόλυτα, κυνικά και βίαια, αλλά κρύβουν όνειρα, υψηλότερων αξιών από το να περάσουν σε κάποια σχολή. Καταγράφονται στην ιστορία ως επαναστάτες, χάνονται μέσα σε ένα κελί, ή απογοητεύονται και πεθαίνουν με «κανονικό τρόπο», με μια σύριγγα αγκαλιά, ή παίρνουν δρόμους «κανονικούς» στο μέλλον.
Ο Αγγελάκας μέσα από τους πιο παιδικούς στίχους, αποτυπώνει άψογα την παράλληλη πραγματικότητα όσων επιλέγουν να δρουν εκτός «κανονικού», γιατί απλά έχουν δικές τους ονειροπολήσεις και σχέδια.