Όταν το καλοκαίρι ξεκινούσαμε αυτή την ιστορία, δεν φανταζόμαστε ότι λίγους μήνες μετά θα καταλήγαμε σε κάτι τόσο μεγάλο. Γιατί το συνέδριο ήταν όντως μια σημαντική στιγμή, τουλάχιστον για όσους συμμετείχαμε σε κάποιες από τις διαδικασίες του. Κι αυτό είναι ένα πρώτο στοιχείο: Ενώ υπάρχει πολύς θόρυβος και πολύ βαβούρα που δημιουργούν μια ψευδαίσθηση παρέμβασης στην επικαιρότητα, στο τέλος της ημέρας νιώθει κανείς σχετικά άδειος. Τι κι αν έκανε μια ανάρτηση στο διαδίκτυο, ένα πετυχημένο σχόλιο, αν ενημερώθηκε επαρκώς για το γεγονός της ημέρας -συνήθως μάλιστα ανούσιο για την πορεία των εξελίξεων. Ακόμα και η συμμετοχή σε κάποιες κινητοποιήσεις, πράγμα εξαιρετικά αναγκαίο, πολύ συχνά επιτείνει μια αίσθηση αμηχανίας ή και αδιεξόδου. Στην περίπτωση του συνεδρίου, τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά.

ΚΙ ΑΥΤΟ είναι ένα δεύτερο σημείο: «Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας» τέθηκε χωρίς περιστροφές στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Η αγωνία μας -γιατί χωρίς αυτή ελάχιστα πράγματα προχωρούν- δε σκορπίστηκε αλλά εστίασε σε αυτό που διαρκώς παρακάμπτεται, διαστρεβλώνεται ή και οριοθετείται στο «δημόσιο διάλογο». Τόσο η επιλογή των θεματικών όσο και οι ίδιες οι ανακοινώσεις προσπάθησαν να αναμετρηθούν με αυτό το ζήτημα. Αυτό είναι ήδη μια πρώτη πολιτική ταυτότητα. Έχει δηλαδή σημασία η σκοπιά, έχει σημασία και ο τρόπος. Κάναμε λόγο για ένα πολιτικό-επιστημονικό συνέδριο, κάτι υβριδικό, και σε μεγάλο βαθμό ήταν τέτοιο. Κι ακούστηκαν σημαντικά πράγματα, μάθαμε πολλά, τόσο στις διαδικτυακές εκπομπές όσο και στο ίδιο το διήμερο, που πρέπει να συζητηθούν ξανά και περαιτέρω. Θυμίζω και τον καθόλου τυχαίο υπότιτλο του συνεδρίου μας: «Συμβολή στην επίγνωση και αντιμετώπιση» του υπαρξιακού προβλήματος.

Οι περισσότεροι άνθρωποι φύγαμε από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών με μια διάθεση συνέχειας. Το πνεύμα που κατακτήσαμε αυτούς τους μήνες αλλά και το ίδιο το διήμερο είναι ένας οδηγός αλλά τα βήματα θα εξαρτηθούν από τους ίδιους τους ανθρώπους

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ περίπου 1.400 ανθρώπων και μάλιστα από 75 πόλεις της χώρας και 28 του εξωτερικού αποδεικνύει ότι υπάρχει πολύς κόσμος που συμμερίζεται κοινές ανησυχίες, ακόμα κι αν οι αφετηρίες ή τα μυαλά είναι διαφορετικά. Γιατί κοινές δε σημαίνει σύμπτωση στις ιδιαίτερες απόψεις -μια στερεοτυπική και στατική αντίληψη ενότητας- αλλά διάθεση να διαπραγματευτεί από κοινού «επιλύσεις» στα κρίσιμα ζητήματα. Για παράδειγμα, πόσα προχωρήματα μπορούν να γίνουν αν αγνοείται η σχέση κοινωνικού και εθνικού σε μια χώρα σαν την Ελλάδα ή η σύνδεση πολιτικής και δημοκρατίας και μάλιστα στον 21ο αιώνα; Υπάρχει λοιπόν πολύς κόσμος που θέλει να συνεισφέρει σε κάτι που δεν προσφέρεται ετοιμοπαράδοτο από κάποιο κέντρο, φορέα, κόμμα. Ίσως πιο αυστηρά σε κάτι που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τη συνήθη πολιτική κανονικότητα, τις ατζέντες της, τα κουσούρια της, τις ευκολίες, τις εξυπνάδες της, το «όλα για την κάλπη». Δημιουργήθηκε έτσι κι ένα κεκτημένο πραγματικού και όχι προσχηματικού διαλόγου. Αφενός γιατί η όλη κίνηση ήταν ανοιχτή, ανοιχτόκαρδη κι ευρύχωρη, αφετέρου γιατί υπήρξε μέριμνα και προετοιμασία ώστε να υπάρξει μια ποιότητα που να τον επιτρέπει.

ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ δεν πρόκειται μόνο για διάλογο. Πολλοί άνθρωποι που δεν γνωριζόμαστε καν, δουλέψαμε για την επιτυχία αυτού του συνεδρίου. Θα ήταν απλά αδύνατον ο Δρόμος να διοργανώσει μόνος του όλο αυτό. Πολιτικά και οργανωτικά έγινε κάτι που μας υπερβαίνει. Αρκεί να δει κανείς τόσο την οργανωτική επιτροπή όσο και την πολύ ευρύτερη επιτροπή στήριξης του συνεδρίου. Ακόμα και το γεγονός ότι εκατοντάδες άνθρωποι ενίσχυσαν οικονομικά αυτή την προσπάθεια είναι ενδεικτικό. Μάλλον αυτό συμβαίνει όταν επενδύεις σε μια ευρύτερη ανάγκη και είσαι ταυτόχρονα ειλικρινής ως προς αυτό.

ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ δημιούργησε μια μικρή ελπίδα αλλά και προσδοκίες. Κι εδώ τα πράγματα είναι ξανά ανοιχτά. Οι περισσότεροι άνθρωποι φύγαμε από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών με μια διάθεση συνέχειας. Το πνεύμα που κατακτήσαμε αυτούς τους μήνες αλλά και το ίδιο το διήμερο είναι ένας οδηγός αλλά τα βήματα θα εξαρτηθούν από τους ίδιους τους ανθρώπους. Πολλή κουβέντα γίνεται ενάντια στην ανάθεση, λίγη σκέψη όμως για το πώς αυτό προχωρά στη ζωή και την πράξη. Όπως επίσης ανοιχτό είναι το πως θα δουλέψουμε σοβαρά, ο καθένας από τη θέση του και με βάση τις δυνατότητές του, για να βαθύνει η συζήτηση για το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας. Κι όλα αυτά μέσα σε εξελίξεις που πιέζουν για πολιτικές και στάσεις. Έγινε μια αρχή.

* Ο Τάσος Βαρούνης είναι μέλος της Επιτροπή Οργάνωσης του συνεδρίου «Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!