Από τη στιγμή που το Nέο Μουσείο της Ακρόπολης έγινε εθνικό τοπόσημο στη μητρόπολη της Αθήνας, ήταν περισσότερο από προφανές ότι τα υπόλοιπα μουσεία θα ακολουθούσαν τη μοίρα του… φτωχού συγγενούς. Δεν είναι μόνο τα χρήματα που δαπανήθηκαν ο λόγος, ούτε η προβεβλημένη αρχιτεκτονική του, ούτε φυσικά οι αρχαιολογικοί θησαυροί του Παρθενώνα που φιλοξενούνται στις αίθουσές του. Είναι κυρίως το νομικό (πολιτικό κατά προέκταση) πλαίσιο, που ορίζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς, το προς τα έξω «πρόσωπό» του. Ένα πρόσωπο με μικρή διαφορά απέναντι στα άλλα δημόσια μουσεία με μεγάλες, ωστόσο, συνέπειες όπως ήδη δείχνουν τα πράγματα.

Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι «πιλότος», δείχνει το δρόμο τον οποίο πρέπει να ακολουθήσει, απαράβατα, κάθε άλλο μουσείο, αν πράγματι θέλει να επιβιώσει. Παρ’ ότι κάτι τέτοιο δεν ομολογείται ανοιχτά από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού, υπάρχουν ήδη οι καλοθελητές στα μεγάλα Μέσα Ενημέρωσης, οι δημοσκοπήσεις και η … κοινή γνώμη που σπρώχνουν βίαια την εισαγωγή ιδιωτικοοικομικών κριτηρίων στη διοίκηση και τη λειτουργία όλων των δημόσιων μουσείων της χώρας. Πώς, λοιπόν, μέσα σ’ αυτό το κλίμα να βγεις και να υπερασπίσεις το χαρακτήρα οιουδήποτε Μουσείου, αν το επιχείρημα που σου αντιτείνουν είναι ότι δεν βγάζει τα λεφτά του, ότι οι υπάλληλοι είναι τεμπέληδες, όταν, τέλος, κάθε τι το δημόσιο λοιδωρείται με τον πιο σύγχρονο και ύπουλο τρόπο;
Υπ’ αυτή την έννοια είναι μεν παρήγορη η πρωτοβουλία που ανέλαβε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων για την υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των Μουσείων, είναι όμως και άνιση, αν σ’ αυτήν δεν συστρατευθούν, αν δεν δημιουργήσουν ένα κοινό μέτωπο όλοι όσοι αντιλαμβάνονται και προτάσσουν την παιδευτική, απέναντι στην εισπρακτική αξία του πολιτισμού. «Η συζήτηση για τα δημόσια μουσεία, μοιάζει σαν η λειτουργία τους να περιορίζεται στο εκδοτήριο εισιτηρίων και στο πωλητήριο», είπε η νέα πρόεδρος του Συλλόγου Αρχαιολόγων Δέσποινα Κουτσούμπα, στην εκδήλωση που έγινε την περασμένη Τετάρτη στη αυλή του Επιγραφικού Μουσείου στην οδό Τοσίτσα. «Το δημόσιο μουσείο, όμως, δεν είναι απλώς μια ταμειακή μηχανή. Είναι ένας πολιτιστικός φορέας με κοινωνικό προσανατολισμό, ένα πνευματικό ίδρυμα που προστατεύει, εκθέτει και προβάλλει την πολιτιστική κληρονομιά, προσφέρει εκπαιδευτικό έργο διδάσκοντας μέσα από τα εκθέματά του, αποτελεί τόπο παραγωγής πρωτότυπης επιστημονικής γνώσης, τόπο επαφής και διαλόγου του σύγχρονου πολιτισμού με την αρχαία κληρονομιά».
Ο Σύλλογος Αρχαιολόγων υποστηρίζει ότι για να μπορέσουν τα μουσεία να ανταποκριθούν στον παιδευτικό τους ρόλο, επιβάλλεται να είναι δημόσια ιδρύματα και όχι κατ’ ανάγκη κερδοφόρα, όπως τα θέλει η τουριστική αντίληψη της εποχής. Άλλωστε, κανένα μουσείο στον κόσμο -ακόμη και τα πιο προβεβλημένα- δεν μπορεί να «βγάλει τα έξοδά του» από τα έσοδα των εισιτηρίων και του πωλητηρίου, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής του, της επικοινωνιακής του πολιτικής ή της εφευρετικότητας των επικεφαλής του. Απέναντι σ’ αυτές τις πολιτικές ο ΣΕΑ υπόσχεται να προχωρήσει σε μια σειρά από ενέργειες δημοσιοποίησης του προβλήματος και ευαισθητοποίησης της κοινωνίας και της επιστημονικής κοινότητας οι οποίες θα κορυφωθούν στα τέλη Σεπτέμβρη με μια διεθνή ημερίδα. Η ημερίδα θα πλαισιωθεί από εβδομάδα εκδηλώσεων και δράσεων στον πεζόδρομο της Τοσίτσα, ως έμπρακτη απάντηση απέναντι σε όλους όσοι επιβουλεύονται και απαξιώνουν ό,τι δημόσιο απέμεινε σ’ αυτήν εδώ τη χώρα.

Μ.Σ.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!