του Βασίλη Γκουρογιάννη

Το δημοτικό σχολείο του χωριού έκλεισε λόγω ελλείψεως μαθητών στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Παραμένει όμως στην πλατεία ένα ιερό πέτρινο κτίσμα, γεμάτο μνήμες, χτισμένο με την προσωπική εργασία των κατοίκων. Στην πρόσοψή του δεν έχει πλέον την πινακίδα ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΓΡΑΝΙΤΣΗΣ αλλά την επιγραφή ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ. Όταν έγινε αυτή η μεταβολή χρήσης έτυχε να βρίσκομαι στο χωριό σε ώριμη ηλικία. Σε λίγες μέρες θα γίνονταν τα εγκαίνια. Ήταν μέρες Αυγούστου και η πλατεία ήταν γεμάτη αθηναϊκό κόσμο και μεταξύ αυτών κάποιοι παλιοί συμμαθητές μαζεμένοι από τα πέρατα του κόσμου. Ενώσαμε οι παλιοί δύο τραπέζια κάτω από τις ακακίες που εμείς ως μαθητές τις είχαμε φυτέψει, δροσιζόμασταν και πίναμε,κοιτάζαμε απέναντί μας το κτίριο στο οποίο γίνονταν εργασίες ανακαίνισης και καθαρισμού και …θυμόμασταν τα παλιά. Τις αταξίες μας, τις τιμωρίες με τις βίτσες από κρανιά, τους παλιούς δασκάλους που πέρασαν από κει. Κατά βάθος στοχαζόμασταν το χρόνο που τρέχει γρήγορα σαν αεροπλάνο- σαν το αεροπλάνο που περνούσε εκείνη τη στιγμή – χιλιάδες πόδια πάνω από τα κεφάλια μας- με άγνωστη προέλευση και άγνωστο προορισμό – χωρίς να έχει στις ισχυρές μηχανές του ταχύτητα… όπισθεν!. Μόνο κίνηση εμπρός για να σε προσγειώσει μετά από πολλές περιστροφές σε κάποιον… τόπο χλοερό. Την ανακαίνιση του κτιρίου είχαν αναλάβει δυο τρεις Αλβανοί και κάθε τόσο έβγαζαν σακούλες με σκουπίδια και οικοδομικά μπάζα και τα απόθεταν κάπου απόμερα. Κανένας δεν τους ήλεγχε τι πετάνε, τι θεωρούν άχρηστο και το ρίχνουν σε μαύρες οικοδομικές σακούλες. Κάποιος από την παρέα παρατήρησε ότι ένας εργάτης κρατούσε κάτω από την αριστερή μασχάλη ένα ρολό από γεωγραφικούς χάρτες και στο δεξί χέρι μια Υδρόγειο Σφαίρα που την κρατούσε αντεστραμμένη από την ξύλινη βάση της. Όλα τα πήγαινε για τα σκουπίδια. Γυρόφερνε άσκοπα η Σφαίρα καθώς ο εργάτης την ταρακουνούσε με τον βιαστικό βηματισμό του. «Ρε μαλάκες, τι πετάνε αυτοί οι μαλάκες εκεί πέρα!» Αυτή η οργισμένη φωνή ήταν του Γιώργου Σαράκη, αυτού που στα σχολικά χρόνια τον φωνάζαμε Κούτσα χωρίς όμως να κουτσαίνει. Η φωνή του μας ταρακούνησε. Μας κόπηκαν τα γέλια που ανάβλυζαν ασυγκράτητα μέσα από σπαρταριστές αναμνήσεις. Φώναξε δυνατά «Φατμίρ! άστα κάτω αυτά». Ο Φατμίρ απόρεσε «Παλιοπράματα! σκουπίδια!». Πίσω από τον Φατμίρ ακολουθούσε ο Ρομπέρτο. Αυτός κουβαλούσε για τα σκουπίδια μια μισοκλεισμένη τεράστια κούτα με άγνωστο περιεχόμενο. Ο …Κούτσας που τους ήξερε, τους διέταξε « Αφήστε τα ξεχωριστά και θα τα δούμε μετά». Πότε θα ήταν το μετά, άγνωστο. Βρισκόμασταν ήδη στα πάνω από δέκα, δώδεκα τσίπουρα.

ΑΥΤΟ το… μετά ήρθε ύστερα από ένα 24ωρο περίπου, την ώρα που άρχιζε να δροσίζεται ο τόπος από ένα χλιαρό αρωματισμένο αεράκι που έστελνε από μακριά η Μουργκάνα. Ήμουν μόνος πάνω από τα παλιοπράματα που ήταν βαλμένα απόμερα και με την ησυχία μου άρχισα να τα ανασκαλεύω με χαλαρή περιέργεια που γινόταν κάποιες φορές ρίγος ή έξαψη στο κορμί μου. Τους χάρτες τούς ανασκάλευα και τους ξεδίπλωνα με τη μύτη του παπουτσιού. Ήταν ξεθωριασμένοι, σκονισμένοι με μεγάλες στάμπες υγρασίας που δημιουργούσαν από μόνες τους νέες, πρωτοεμφανιζόμενες χώρες της φτωχές και μίζερες. Μάλιστα στα Βαλκάνια έτυχε να πέσουν οι περισσότεροι λεκέδες. Μόλις και μετά βίας, σχεδόν συμπερασματικά διαβάζονταν η λέξη ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ. Την Υδρόγειο Σφαίρα δεν τη βρήκα, πιθανόν κάποιος να την πήρε για διακοσμητικό σπιτιού. Θα είχε πλάκα αν την πήρε κάποιος για να παίζουν τα εγγόνια του βόλεϊ .Όταν όμως έψαχνα μέσα στην χάρτινη κούτα τότε αναγκαστικά χρησιμοποίησα τα χέρια. Είχα το νου μου στους σκορπιούς παρά στη σκόνη που επικάθησε επί χρόνια σαν παχιά ηφαιστειακή τέφρα πάνω στα διάφορα αντικείμενα. Στο πρώτο, πρώτο στρώμα της κούτας βρίσκονταν οι χρωματιστοί χάρτινοι ήρωες του 1821 που τότε τους είχαμε κολλημένους ολόγυρα στους τοίχους της αίθουσας. Τους φύσηξα, τους τίναξα κάπως να τους καθαρίσω. Ποντικοφαγωμένα μουστάκια και μάγουλα. Ήταν να τους κλαις. Παρακάτω βρήκα βαθμολόγια, βέργες σωφρονισμού από κρανιά, μικρές και μεγάλες, λαγοπόδαρα που τα είχαμε για σφουγγάρια του μαυροπίνακα, απουσιολόγια, διάφορα σχολικά βιβλία στην καθαρεύουσα και πιο κάτω ανακατωμένες χειρόγραφες κόλες χύμα, γραμμένες με πολυτονικό, μια δεσμίδα κόλλες γραμμωτές, άλλες δυο δεσμίδες δεμένες με κιτρινισμένο, φθαρμένο σπάγκο. Η δεσμίδα που μου τράβηξε την προσοχή είχε πρώτο το όνομα ενός συμμαθητή μου. Της έκοψα με μεγάλη ευκολία τον φθαρμένο σπάγκο. Διαπίστωσα με ένα απλό ξεφύλλισμα ότι ήταν γραπτά παλαιών συμμαθητών μου και μάλιστα ήταν εκθέσεις με θέμα «Πώς πέρασα τα Χριστούγεννα». Με τα πρώτα ονοματεπώνυμα κατάλαβα ότι αφορούσαν την τάξη μου. Η καρδιά μου ανέβασε σφυγμούς. Τα γραπτά ήταν με μολύβι και ήταν απορίας άξιον πώς διατηρήθηκαν αχνά μεν αλλά αναγνώσιμα ύστερα από δεκάδες χρόνια. Οι διορθώσεις του δασκάλου ήταν με κόκκινο στυλό και η αξιολόγηση του με αριθμούς. Καθώς ξεφύλλιζα να βρω την έκθεσή μου είδα το 6 του Κώστα Παργανά που αργότερα έγινε πολιτικός μηχανικός, το 3 του Γιώργου, το 7 του Λευτέρη Παππά μέχρι που έφτασα στο άριστα 10, το δικό μου. Ήταν κάτι σύνηθες για μένα το 10 στις εκθέσεις γιατί ήμουν ορθογράφος… και κυρίως μεγάλος αλλά γλυκός ψεύτης. Τα γραπτά των άλλων παιδιών ήταν διάστικτα από τις κόκκινες διορθώσεις του δασκάλου και θύμιζαν κερασιές στην ώριμη καρποφορία τους. Κράτησα στα χέρια την έκθεσή μου με δέος και τρέμουλο και απομακρύνθηκα ακόμα περισσότερο, κρύφτηκα σαν τον σκύλο που βρίσκει κόκκαλο και απομακρύνεται για να το γλύψει με την ησυχία του. Ήδη με ξένισε το πολυτονικό και δεν με άφηνε να συγκεντρωθώ στο κείμενο. Τι κείμενο; Μια ριγωτή κόλλα που την είχα γραμμένη μπρος και πίσω ενώ άλλοι δεν προχωρούσαν περισσότερο από μισή σελίδα. Ήμουν περίεργος τι είδους Χριστούγεννα περιέγραφα εκεί μέσα και έκανε αυτόν τον αυστηρό δάσκαλο, τον Νικόλαο Τσινάβο να μου χαρίσει ένα τεράστιο 10 συνοδευμένο με τη λέξη άριστα. Πάντα ήμουν βέβαιος ότι ο δάσκαλος καταλάβαινε ότι δεν γράφω την πραγματικότητα, ήταν τόσο προφανές, παρόλα αυτά μου χάριζε δεκάρια. Πώς ξεγελιόταν; Άλλος δάσκαλος θα έλεγε στον πατέρα μου να με προσέχουν γιατί έχω ροπή στο ψέμα ή ότι είμαι αλαφροΐσκιωτος και θα πρέπει κάτι να κάνουν γι’ αυτό με παπά ή με γιατρό, είτε να με προσέχουν για να μη χειροτερέψω και γίνω κανένας συγγραφέας από το πουθενά, παιδί μέσα από το δασωμένα βουνά. Πάντως τώρα καταλαβαίνω ότι το θελε το παραμυθάκι ο δάσκαλος, το τράβαγε η ψυχή του αλλιώς δεν εξηγείται. Κι’ αυτός νέος άνθρωπος ήταν, χωμένος μέσα σε μια κόγχη της σχολικής αίθουσας με ένα ράντζο και λίγα μαγειρικά σκεύη και κάτω από το ράντζο μια φάκα για τα ποντίκια. Δώσε μου να σου δώσω! Το θελε το παραμυθάκι του ο κύριος, ούτε ράδιο, ούτε εφημερίδα τότε. Αλλά κι’ εγώ φτιαχνόμουν με τα ψέματά μου, χανόμουν σ’ ένα άλλον κόσμο. Πώς να αντιγράψω εδώ δυο σελίδες έκθεση αλλά η περιγραφή των Χριστουγέννων ήταν περίπου η εξής. Περιέγραφα ένα αρχοντόσπιτο σε μη αναγνωρίσιμο τόπο όπου η οικογένεια ντυμένη στα καλά της, επέστρεψε από την εκκλησία, εκεί δίπλα στο αναμμένο τζάκι ήταν ένας τακτοποιημένος σωρός από περιτυλιγμένα δώρα, υπήρχε και χριστουγεννιάτικο δέντρο με πολύχρωμα λαμπάκια που αναβόσβηναν και μας στράβωναν με την αιχμηρή τους λάμψη, και μετά ο μπαμπάς μοίρασε τα δώρα στα τέσσερα αδέρφια, οι μεγαλύτερες αδερφές, πήραν ζακέτες κόκκινες στολισμένες με φανταχτερές καρφίτσες και ο αδερφός μια μπάλα δερμάτινη και εγώ ένα τεράστιο αυτοκινητάκι κουρδιστό που μπορούσε να με μετακινήσει λιγάκι αν το κούρδιζα δυνατά, και όλοι χαιρόμασταν και αλλάζαμε φιλιά αγάπης και μετά βγήκε η γεμιστή γαλοπούλα από τη γάστρα την έκοψε η μητέρα με τάξη και όλοι χορτάσαμε και δίναμε ευχές ο ένας στον άλλον. Ήταν στο τραπέζι και ο ασπρογένης παππούς μαζί την καλοχτενισμένη από κομμωτήριο γιαγιά με μαλλάκια ροζ σύννεφο και η μαμά μου με ταγιεράκι βυσσινί. Ήταν πολύ αγαπημένη με την πεθερά της σαν να ήταν μάνα με κόρη. Και μετά ο μπαμπάς πήρε κομμάτια γαλοπούλας, μπουκάλες κρασί και ψητό κρέας και τα μοίρασε στους φτωχούς της γειτονιάς και επέστρεψε σε λίγη ώρα με ένα γαλήνιο πρόσωπο σαν των αγίων. Και το βράδυ έγινε ένα μεγάλο γλέντι στο σπίτι μας, γέμισε το σπίτι μας ομορφοντυμένο κόσμο, πανέμορφα κορίτσια και νέοι με κουστούμια και γραβάτες και όλοι γλέντησαν με την κομπανία των Χαλκιάδων και μετά τα αντρόγυνα έφευγαν κρατημένα από το χέρι να πάνε για ύπνο στα αρχοντικά τους. Καθαρό παραμύθι. Εγώ δεν είχα μπαμπά και μαμά, είχα πατέρα και μάνα. Ξαναδιαβάζοντας τώρα την έκθεσή μου απορούσα από πού είχα τότε τη γνώση πώς περνάνε τα Χριστούγεννα οι πλούσιοι στις μεγάλες πόλεις και στα αρχοντικά, πώς ήξερα για ανταλλαγή δώρων και χριστουγεννιάτικα δέντρα! Μάλλον θα είχα δει καμιά ταινία από αυτές που έστελνε η Νομαρχία το καλοκαίρι στα χωριά για να βλέπει ο κόσμος πώς ζει ο άλλος κόσμος και να αγωνιστεί να τους φτάσει. Μάλλον από κάποια ταινία θα μου εντυπώθηκε το χριστουγεννιάτικο σκηνικό. Άλλη πληροφορία δεν είχα, έντεκα χρονών παιδί που δεν είχε δει ακόμα θάλασσα, παρά μόνον ζωγραφιστή, ένα κλειστό κάδρο που είχε γαλάζιο κυματιστό νερό, λευκά πουλιά και βάρκες με άσπρα πανιά, όλα πακέτο! Η έκθεσή μου έκλεινε όπως όλες οι σχολικές εκθέσεις’’ Α! Πόσο ωραία πέρασα αυτά τα Χριστούγεννα. Θα μου μείνουν αξέχαστα» αυτό το… αξέχαστα ήταν προφητικό. Διαβάζοντας την έκθεση σε αυτό το μοναχικό μέρος ξαναθυμήθηκα τα Χριστούγεννα του 1962. Έτσι τα πέρασα. Αξέχαστα. Το μεσημέρι της παραμονής γυρνώντας από τα κάλαντα είδα απάνω στη θημωνιά του σπιτιού μου μια ματωμένη λευκή γίδινη προβιά απλωμένη να στεγνώσει. Μου κόπηκαν τα γόνατα. Κατάλαβε ότι είχε γίνει ήδη το έγκλημα και ο πατέρας, παρότι τον παρακάλεσα, το έκανε το έγκλημα τελικά. Μου έσφαξε την αγαπημένη μου γιδούλα την πανέμορφη Χιόνα που την τάιζα ξεχωριστά φύλλο, φύλλο. Την αγαπούσα σαν τρίτη αδερφή, περισσότερο από τις αληθινές. Έτσι μου ήρθε και την ερωτεύτηκα. Έπαθα παράκρουση. Έψαχνα τον πατέρα να τον κλωτσήσω, ταρακούναγα με μανία τη μάνα μου, εκείνη δικαιολογούσε την πράξη της σφαγής διότι η γιδούλα ειχε μείνει στέρφα εκείνη τη χρονιά και επομένως αυτή ήταν η μοίρα της, τα αδέρφια μου με κορόιδευαν για τον υπερβολικό σπαραγμό μου, ανέβασα πυρετό, έπεσα στην ψάθα με ρίγη.» Πώς κάνει έτσι το χαμένο για μια γίδα στειροπούλα!» Όταν ήρθε ο πατέρας να με καλοπιάσει και να με παρηγορήσει δεν είχα πλέον σωματική δύναμη να τον κλωτσήσω. Του είπα μόνον κάτι που το ξέρει ακόμη όλο το χωριό ’Γιατί δεν έσφαζες καλύτερα την Αθηνά, να μην την προικίσεις κι’ από πάνω». Έτσι λένε ότι είπα. Δεν θυμάμαι να το είπα αλλά και δεν το αποκλείω να το είπα μέσα στον πυρετό. Μέσα στην παραφροσύνη μου ορκίστηκα εκδίκηση και την πήρα ανήμερα των Χριστουγέννων κι’ ας γινόταν ό,τι ήθελε. Όταν όλη η οικογένεια μέσα στον χιονιά πήγαν με τρίχινα κατσούλια αξημέρωτα στην εκκλησιά εγώ ξεσκέπασα τη γάστρα, μάζεψα κλαίγοντας όλα τα κοψίδια μέσα από το ταψί, τα πέταξα όσο πιο μακριά μπορούσα για τα φάνε τα σκυλιά και τα αγρίμια . Εκείνοι θα εύρισκαν σκέτες πατάτες όταν γύριζαν. Εγώ πάντως κρέας δεν θα ξανάβαζα στο στόμα μου. Κουκουλώθηκα, έκανα ότι κοιμόμουν και περίμενα…

ΚΑΙ ΜΕΤΑ από δεκάδες χρόνια με μια παιδική μου έκθεση στα χέρια αναρωτιέμαι σε μια ήσυχη άκρη του γενέθλιου τόπου μου –χωρίς πλέον να έχω καμιά βεβαιότητα στο μυαλό μου– αν ήταν τα αληθινά Χριστούγεννα του έτους 1962 αυτά που έγραψα ή αυτά που έζησα; Γι’ αυτό που ήμουν βέβαιος –και το έκανα την ίδια στιγμή– ήταν να αλλάξω τη βαθμολογία. Έβγαλα ένα στυλό από το τσαντάκι μου και έσβησα το 1. Απόμεινε η τελική βαθμολογία μου που είναι η τελική βαθμολογία όλων των ανθρωπίνων. Άριστα 0.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!