Του Πολυμέρη Βόγλη. Η «αραβική άνοιξη» επανέφερε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της συζήτησης τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις.

Γιατί οι άνθρωποι εξεγείρονται; Σε ποιες ιστορικές συνθήκες συμβαίνουν επαναστάσεις; Γιατί κάποιες επαναστάσεις είναι νικηφόρες ενώ κάποιες άλλες αποτυγχάνουν; Οι επαναστάσεις πάντα προσέλκυαν το ενδιαφέρον των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, γιατί επέτρεπαν τη μελέτη των σημαντικών ιστορικών αλλαγών. Η γαλλική επανάσταση, η ρωσική επανάσταση ή η κινεζική επανάσταση αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν «παραδείγματα» για τη μελέτη αφενός, της κατάρρευσης πολιτικών συστημάτων, οικονομικών μοντέλων ή κοινωνικών σχέσεων και αφετέρου, της οικοδόμησης νέων καθεστώτων. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις των επαναστάσεων αναπτύχθηκαν στο έδαφος της κριτικής κάποιων απόψεων για την εξήγηση των επαναστάσεων, οι οποίες και σήμερα είναι διαδεδομένες, όπως π.χ. ότι η εξαθλίωση οδηγεί τον πληθυσμό σε επανάσταση ή ότι στις επαναστάσεις πρωταγωνιστούν εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα εκτός από τις αλυσίδες τους ή ότι οι επαναστάσεις εκδηλώνονται σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Η μελέτη των επαναστάσεων γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη μετά τη δεκαετία του 1960, με αφορμή την έκρηξη εθνικοαπελευθερωτικών και επαναστατικών κινημάτων στο λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, κυρίως με αφορμή το Βιετνάμ και την Κούβα. Αυτές οι μελέτες έθεσαν στο επίκεντρο της ερμηνείας τους τις αλλαγές και αντιδράσεις που προκαλούσε στις αγροτικές ή λιγότερο καπιταλιστικά ανεπτυγμένες κοινωνίες η είσοδος του καπιταλισμού. Η πρώτη σημαντική μελέτη σε αυτή την κατεύθυνση ήταν του Samuel Huntington, Political Order in Changing Societies (1968). Το βασικό του επιχείρημα ήταν ότι οι επαναστάσεις προκύπτουν από την αδυναμία των παραδοσιακών πολιτικών δομών να απορροφήσουν τις νέες κοινωνικές δυνάμεις. Ο εκμοντερνισμός και η εκβιομηχάνιση μέσα από την επέκταση της εκπαίδευσης, τη δημιουργία εργατικής τάξης, την εκπτώχευση των αγροτών φέρνει στο προσκήνιο δυνάμεις οι οποίες διεκδικούν συμμετοχή στους πολιτικούς θεσμούς – η μαζική κινητοποίησή τους αποσταθεροποιεί το πολιτικό σύστημα που συχνά είναι απρόθυμο ή ανίκανο να αλλάξει. Στην ίδια κατεύθυνση (δηλαδή της μελέτης των επιπτώσεων της εισόδου του καπιταλισμού) αλλά με διαφορετική λογική κινήθηκε και ο Eric Wolf, στο Peasant Wars of the Twentieth Century (1973). Η εισαγωγή του καπιταλισμού στην ύπαιθρο, καθώς μετατρέπει τους αγρότες σε οικονομικούς «παίκτες», διαρρηγνύει τους παραδοσιακούς μηχανισμούς εξουσίας και αποδυναμώνει τη θέση των τοπικών ελίτ, οι οποίες παίζουν διαμεσολαβητικό ρόλο. Σε αυτή τη διαδικασία αποδιάρθρωσης των δομών της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας, αυτοί που γίνονται δέκτες των ριζοσπαστικών ιδεών και πρωταγωνιστούν στην κινητοποίηση δεν είναι οι άκληροι αγρότες (οι οποίοι είναι εξαρτημένοι από τους γαιοκτήμονες), αλλά οι φτωχοί και μεσαίοι αγρότες, οι οποίοι πλήττονται άμεσα από την εμπορευματοποίηση της γεωργίας, έχουν αυτονομία από τους γαιοκτήμονες και στενές σχέσεις με τις πόλεις. Όπως γράφει, «είναι η προσπάθεια του μεσαίου ελεύθερου αγρότη να παραμείνει παραδοσιακός, που τον κάνει επαναστάτη».
Ωστόσο, η ερμηνευτική προσέγγιση που άσκησε, και συνεχίζει να ασκεί μέχρι σήμερα, μεγάλη επίδραση ήταν αρκετά διαφορετική. Πρόκειται για τη δομιστική, όπως την αποκάλεσε, ανάλυση των επαναστάσεων που επεξεργάστηκε η Theda Skocpol, στο States and Social Revolutions (1979). H ανάλυσή της μετατόπισε το επίκεντρο της ανάλυσης από το επαναστατικό υποκείμενο (τους στόχους, την οργάνωση, την ιδεολογία του) στις «δομικές» σχέσεις και αντικειμενικές συνθήκες, δηλαδή τις ταξικές σχέσεις, το κράτος και τη διεθνή ισορροπία δυνάμεων. Αφετηρία της είναι η θέση για τη σχετική αυτονομία του κράτους και σε αντίθεση με τη διαδεδομένη άποψη ότι η ανάπτυξη επαναστατικών κινημάτων οδηγεί στην κρίση του κράτους, υποστήριξε ότι η κρίση του κράτους είναι εκείνη που επιτρέπει την ανάπτυξη επαναστατικών κινημάτων. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι οι επαναστατικές κρίσεις εκδηλώθηκαν όταν τα κράτη ήταν ανίκανα να αντιμετωπίσουν την εξωτερική απειλή ή τη διεθνή οικονομική πίεση και οι απαντήσεις τους ήταν εσωτερικά περιορισμένες από τις προβληματικές σχέσεις του κράτους με την άρχουσα τάξη και τις οικονομικές ελίτ. Μια άλλη προσέγγιση που αναπτύχθηκε εκείνη την εποχή είναι του Charles Tilly, στο From Mobilization to Revolution (1978) αλλά και Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις, 1492-1992 (1993). Ο Tilly μετέφερε το κέντρο ανάλυσης από το κράτος στα πολιτικά υποκείμενα μέσα από τη θεωρία της συλλογικής δράσης. Οι επαναστάσεις αποτελούν σύγκρουση μεταξύ δύο συνασπισμών δυνάμεων, οι οποίοι επιδιώκουν να επιβληθούν βίαια κινητοποιώντας τμήμα του πληθυσμού κατά των αντιπάλων. Χωρίς να εγκαταλείπει την κεντρικότητα του κράτους, μεταφέρει τη συζήτηση στο επίπεδο της κινητοποίησης για πολιτική κυριαρχία και εμβαθύνει στους όρους αυτής της κινητοποίησης. Με άλλα λόγια, εξαρτά τη διαδικασία και την έκβαση των επαναστάσεων από την ικανότητα των αντιπάλων δυνάμεων να αντλήσουν ή να ενεργοποιήσουν πόρους, όπως οικονομικούς πόρους, ανθρώπινο δυναμικό, πληροφορίες, όπλα, ηγετικά στελέχη, με στόχο να επικρατήσουν επί του αντιπάλου.
Εάν αυτοί κυριάρχησαν στη δεκαετία του 1980 και αποτέλεσαν το σημείο αναφοράς στη βιβλιογραφία, από το 1990 και έπειτα παρατηρούνται σοβαρές αλλαγές. Όπως συχνά συμβαίνει, αφετηρία ήταν οι αδυναμίες των θεωρητικών σχημάτων που είχαν κατατεθεί. Η πιο γόνιμη κριτική αφορούσε το έργο της Skocpol και αφορούσε κυρίως τον αποκλεισμό του υποκειμένου που συνεπαγόταν η δομιστική προσέγγιση. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές αντανακλούσαν σε μεγάλο βαθμό τη νέα εποχή που σηματοδοτούσε η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989. Αφενός, το 1989 συνιστούσε μια θεωρητική πρόκληση που αφορούσε το εάν η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων θα μπορούσε να θεωρηθεί μια μορφή επανάστασης, και μάλιστα με νέα χαρακτηριστικά, στο βαθμό που στις περισσότερες χώρες δεν σημαδεύτηκε από τη βία. Αφετέρου, το 1989 άλλαξε δραματικά το ιδεολογικό-διανοητικό περιβάλλον της συζήτησης. Η απογοήτευση από την ιστορική αποτυχία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά και από την εξέλιξη της ιρανικής επανάστασης, οδήγησαν τη συζήτηση περί επαναστάσεων σε νέες κατευθύνσεις στη δεκαετία του 1990. Η επανάσταση, γενικότερα, απέκτησε μόνο αρνητικές συνδηλώσεις και ταυτίστηκε με τη βία και την καταπίεση – ούτε η Γαλλική Επανάσταση γλύτωσε από αυτήν την τάση, καθώς ο ιακωβινισμός θεωρήθηκε προάγγελος των γκουλάγκ.
Στις μελέτες που εκδόθηκαν από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, οι επαναστάσεις συνδέθηκαν με τους εμφυλίους πολέμους και γενικότερα τη μελέτη της βίας. Οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία και τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, και ο πολλαπλασιασμός των εμφύλιων συγκρούσεων κυρίως στην Αφρική, μαζί με τις συζητήσεις περί «εθνοκάθαρσης», έφεραν το ζήτημα της βίας των πολέμων στο επίκεντρο της δημόσιας και της επιστημονικής συζήτησης. Η σύνδεση των επαναστάσεων με τις εμφύλιες συγκρούσεις εγείρει ένα σοβαρό πρόβλημα. Ενώ, όντως, οι περισσότερες επαναστάσεις σε κάποια φάση συνδέθηκαν με εμφυλίους πολέμους και στρατιωτικές συγκρούσεις (π.χ. Ρωσία, Κίνα, Κούβα, Νικαράγουα), από την άλλη δεν είχαν όλες οι εμφύλιες συγκρούσεις ως ζητούμενο ή αιτία την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας (π.χ. Ρουάντα, Σιέρα Λεόνε, Σομαλία ή οι εμφύλιες συγκρούσεις στο Ιράκ μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν). Η ταύτιση των επαναστάσεων με τις γενικότερες εμφύλιες συγκρούσεις είχε ως αποτέλεσμα να υποβαθμιστούν τα ιδιαίτερα πολιτικά, ιδεολογικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά των επαναστατικών κινημάτων και να κυριαρχήσει η αποϊδεολογικοποίηση και αποπολιτικοποίηση των συγκρούσεων. Παράλληλα, η συζήτηση μετατοπίστηκε από τα αίτια των επαναστάσεων και των εμφύλιων συγκρούσεων στον τρόπο διεξαγωγής τους (από το γιατί συμβαίνουν στο πώς εξελίσσονται), και συνακόλουθα από τις δομικές αιτίες στα χαρακτηριστικά και την τακτική των αντίπαλων φορέων/υποκειμένων που συγκρούονται για την εξουσία. Απέναντι σε μια στατική θεώρηση των τάξεων και της εξουσίας υιοθέτησαν μια δυναμική προσέγγιση για τις συγκρούσεις ανάλογα με τα γεγονότα, τις συγκυρίες κ.λπ., απομακρύνθηκαν από τις μακρο-αναλύσεις και επικέντρωσαν την εμπειρική έρευνα στο μικρο-επίπεδο, και επεδίωξαν να επαναφέρουν στο κέντρο της συζήτησης το υποκείμενο και τις πολιτικές του σε επίπεδο κοινωνίας για να απαντήσουν σε ερωτήματα όπως γιατί κάποιοι άνθρωποι συμμετέχουν σε επαναστατικά κινήματα και κάποιοι άλλοι όχι, γιατί κάποιοι πληθυσμοί υποστηρίζουν τους αντάρτες και κάποιοι άλλοι τις κυβερνητικές δυνάμεις, γιατί κάποιοι εμφύλιοι πόλεμοι είναι πολύ πιο βίαιοι από κάποιους άλλους.
Ένα μεγάλο μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας προέρχεται από το χώρο της πολιτικής επιστήμης και ακολουθεί το μεθοδολογικό πλαίσιο της θεωρίας ορθολογικής επιλογής (rational choice). Ο Στάθης Καλύβας στο βιβλίο The Logic of Violence in Civil War (2006) εστιάζει στην εργαλειακή χρήση της βίας στις εμφύλιες συρράξεις, τη βία δηλαδή ως μέσο ελέγχου και εκφοβισμού της πλειονότητας του πληθυσμού από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, οι οποίες είναι μειοψηφίες. Η θέση του είναι ότι η συνεργασία και συμμετοχή του πληθυσμού εξαρτάται από το βαθμό ελέγχου που ασκεί ο κάθε αντίπαλος. Όσο μεγαλύτερος και σταθερότερος είναι ο έλεγχος που ασκεί η μια παράταξη, τόσο μεγαλύτερη η συνεργασία άρα και λιγότερη η βία που ασκείται στον πληθυσμό. Αντιστρόφως, στις διαφιλονικούμενες περιοχές, οι αντίπαλοι ασκούν επιλεκτική ή αδιάκριτη βία με στόχο να εξαναγκάσουν τον πληθυσμό να συνεργαστεί (με τη στράτευση, παροχή πληροφοριών κ.ο.κ.). Το ίδιο θεωρητικό μοντέλο εφαρμόζεται και για την κινητοποίηση πόρων. Οι Anthony Obershall και Michael Seidman (“Food Coercion in Revolution and Civil War: Who Wins and How they Do it”, Comparative Studies in Society and History, 2005) υποστηρίζουν ότι σε συνθήκες επανάστασης, οι δύο αντιμαχόμενοι επιδιώκουν να εξαναγκάσουν τον άμαχο πληθυσμό και τους στρατιώτες να τους υποστηρίξει μέσω του ελέγχου ζωτικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα. Όπως γράφουν, στις επαναστάσεις κερδίζει η πλευρά που καταφέρνει να δημιουργήσει τον πιο ισχυρό και διεισδυτικό μηχανισμό εξαναγκασμού ώστε να αποσπάσουν ζωτικά αγαθά σε εποχή ελλείψεων, να επιτύχουν συμμόρφωση του πληθυσμού και να νικήσουν τους αντιπάλους στη μάχη. Σε μια παρόμοια λογική, ο Jeremy Weinstein στο Inside Rebellion. The Politics of Insurgent Violence (2007) υποστηρίζει ότι οι πόροι που διαθέτει ένας αντάρτικος στρατός διαμορφώνουν το χαρακτήρα του και τη βία που ασκεί. Τα άτομα συμμετέχουν στο αντάρτικο κινούμενα από μια λογική κόστους-οφέλους, και άρα οι αντάρτικοι στρατοί που έχουν πόρους προσελκύουν άτομα που προσδοκούν άμεσα υλικά οφέλη, ενώ αντάρτικοι στρατοί που δεν έχουν πόρους στηρίζονται περισσότερο σε ιδεολογικούς, εθνοτικούς, θρησκευτικούς δεσμούς για να κινητοποιήσουν τον πληθυσμό.
Αυτές οι προσεγγίσεις για την κατανόηση της δράσης του υποκειμένου πάσχουν σε δύο σημεία. Το πρώτο σημείο είναι ότι προϋποθέτουν ένα υποκείμενο το οποίο είναι εξατομικευμένο και δρα ορθολογικά με κίνητρο το προσωπικό όφελος. Άλλοι παράμετροι που μπορούν να επηρεάζουν τη συμπεριφορά του, όπως κουλτούρα, ιδεολογία, habitus, συναισθήματα, τάξη, περνούν σε δεύτερη μοίρα. Η αντίληψη του υποκειμένου που προβάλλεται, βασίζεται σε μια δυτική αντίληψη του σύγχρονου εαυτού και λιγότερο στην πραγματικότητα των μη-δυτικών, αγροτικών κοινωνιών όπου εκδηλώνονται αυτά τα κινήματα. Το δεύτερο σημείο είναι ότι το υποκείμενο εν τέλει «εξαφανίζεται» καθώς οι επιλογές του καθορίζονται από τις αποφάσεις των αντιμαχόμενων ηγεσιών. Οι επαναστάσεις και οι εμφύλιοι πόλεμοι γίνονται στην ουσία υπόθεση αποφασισμένων μειοψηφιών που εξαναγκάζουν τον πληθυσμό να εμπλακεί στη σύγκρουση και να στρατευθεί με τη μια ή την άλλη πλευρά. Η δράση του υποκειμένου, δηλαδή, των χιλιάδων ανθρώπων που συμμετέχουν στις επαναστάσεις και τους εμφυλίους, εξαρτάται από και εξαντλείται στις δυνατότητες που επιβάλλει η ηγεσία, μια δυναμική μειοψηφία εξωτερική και εξαναγκαστική προς το υποκείμενο.
Θεωρώ ότι πιο γόνιμες για τη μελέτη του υποκειμένου ήταν οι προσεγγίσεις που προέκυψαν από την επίδραση που άσκησε η «πολιτισμική στροφή» στις κοινωνικές επιστήμες και ιδιαίτερα στο πεδίο των κοινωνικών κινημάτων. Ένα πολύ καλό τέτοιο παράδειγμα, που προέρχεται από το χώρο της πολιτικής επιστήμης, είναι η μελέτη της Elisabeth Wood, Insurgent Collective Action and Civil War in El Salvador (2003). H Wood για να εξηγήσει τη συμμετοχή/υποστήριξη στους αντάρτες σε συνθήκες υψηλού κινδύνου δεν εστίασε στην ορθολογική επιλογή, αλλά σε παράγοντες όπως τα συναισθήματα, η ηθική δέσμευση και οι αλλαγές στην πολιτική κουλτούρα που σηματοδότησε η δράση των ανταρτών. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα, η συγγραφέας αναφέρει ως έναν από τους λόγους συμμετοχής στους αντάρτες την «απόλαυση του δρώντος υποκειμένου», δηλαδή την αίσθηση της αυτονομίας, αυτοδιάθεσης, αυτοεκτίμησης, υπερηφάνειας που προκύπτει από την επίτευξη των στόχων του υποκειμένου («η απόλαυση της από κοινού αλλαγής των δομών κοινωνικής ανισότητας μέσω εμπρόθετης δράσης»). Ένα άλλο, πιο πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μελέτη του Eric Selbin, Revolution, Rebellion, Resistance. The Power of Story (2010). Σε αυτή εξετάζεται με ποιο τρόπο ο μύθος, η μνήμη και η «μίμησις» διαμορφώνουν στο φαντασιακό των υποκειμένων αφηγήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν πλαίσια νοηματοδότησης της δράσης. Τραγούδια, θεατρικά έργα, ανέκδοτα, ιστορίες από το παρελθόν, καθώς μεταφέρονται από γενιά σε γενιά ή από τη μια γωνιά του πλανήτη στην άλλη, διαμορφώνουν τις συνειδήσεις των υποκειμένων που συγκρούονται με την εξουσία. Διακρίνει τέσσερα τέτοια μοτίβα ιστοριών: ιστορίες εκδημοκρατισμού και εκπολιτισμού, ιστορίες επανάστασης, ιστορίες εθνικής απελευθέρωσης και οι «κρυμμένες» και «ξεχασμένες» ιστορίες. Ιστορίες, όπως γράφει, «που αφορούν την ανθρώπινη κατάσταση, και που υπάρχουν όχι επειδή αναφέρονται σε αυτήν, αλλά επειδή είναι καταλύτες για την αλλαγή της».
Παρά την ευρύτατη συζήτηση και χρήση του όρου «επανάσταση» στο πολιτικό λεξιλόγιο της Μεταπολίτευσης, οι ιστορικοί στην Ελλάδα απέφυγαν να τον χρησιμοποιήσουν ως εννοιολογική κατηγορία στις μελέτες τους. Ήταν ένας όρος ιστορικά φορτισμένος και συνδεδεμένος με ήττες, ενοχές και απογοητεύσεις. Σταδιακά όχι μόνο απονομιμοποιήθηκε, αλλά λίγο έως πολύ ταυτίστηκε με τον ολοκληρωτισμό. Μια αντίστοιχη μετατόπιση εμφανίστηκε διεθνώς, χωρίς ωστόσο να επικρατήσει, και στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες με την εστίαση στη μελέτη της βίας. Ωστόσο, οι επαναστάσεις και τα επαναστατικά κινήματα ήταν, και παραμένουν, σύνθετα φαινόμενα για να ταυτιστούν με τη βία: αφορούν δομές και υποκείμενα, ιδέες και συναισθήματα, πόρους και διαθεσιμότητες, μηχανισμούς και συγκυρίες. Με αυτήν την έννοια πιστεύω ότι η «επανάσταση» ως εννοιολογική κατηγορία, αλλά και η σχετική πλούσια συζήτηση περί επαναστάσεων μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση ρήξεων και συγκρούσεων του παρελθόντος (π.χ. ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος ήταν εν τέλει μια κοινωνική επανάσταση), αλλά και πολύ πιο σύγχρονων (και διαφορετικών) φαινομένων όπως οι αραβικές εξεγέρσεις ή οι κοινωνικές εκρήξεις που προκαλεί η κρίση του καπιταλισμού σήμερα.

*Ο Πολυμέρης Βόγλης είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου, στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας
του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας


Το άρθρο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης του Πολυμέρη Βόγλη στο συνέδριο για τα 20 χρόνια του περιοδικού Ιστορείν, «Αναζητήσεις και προσανατολισμοί στη θεωρία της ιστορίας και των κοινωνικών επιστημών τα τελευταία 20 χρόνια», στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου, 16-17 Δεκεμβρίου 2011.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!