Αύριο έχει εθνικές εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ ζητάει την ψήφο μας για να φέρει την αλλαγή (θα είναι μεγάλη και με συμβόλαιο όπως διατείνεται) και τη δικαιοσύνη σε όλα τα επίπεδα – παντού όπως δηλώνει. Γιατί, αν δεν το καταλάβατε, την πρώτη φορά που κυβέρνησε ο ΣΥΡΙΖΑ η χώρα και η κοινωνία πήγαν προς το καλύτερο. Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να μην τα έκανε όλα σωστά τα χρόνια που μεσολάβησαν από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι τον Ιούλιο του 2019 αλλά προσπάθησε και είχαμε πραγματική πρόοδο – μπορεί να μην το αισθανθήκαμε αλλά έτσι ήταν. Και μετά ήρθε η λαίλαπα της Ν.Δ. και του Κ. Μητσοτάκη και όλα πήγαν πολύ πίσω. Και τώρα πρέπει να ξαναδιωχτεί ένας Μητσοτάκης από το Μέγαρο Μαξίμου, για να έχουμε ξανά δημοκρατία και αλλαγή – αυτό υποστηρίζει τουλάχιστον ο Αλέξης Τσίπρας.
Η μόνη αλήθεια του αφηγήματος του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι όντως η πρόσφατη διακυβέρνηση της Ν.Δ. και προσωπικά του Κ. Μητσοτάκη έβλαψε τη χώρα, την κοινωνία, τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Κατά τα άλλα τα προβλήματα του αφηγήματος είναι πολλά και διάφορα: Πρώτο, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτός που, με την κυβερνητική πολιτική του, έφερε τη Νέα Δημοκρατία αυτοδύναμη στο Μέγαρο Μαξίμου το 2019 και κατάφερε με τις παλινωδίες του να κάνει πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη – που ήταν αρχηγός σε μία από τις χειρότερες αντιπολιτεύσεις που πέρασαν από τη βουλή. Δεύτερο, ο ΣΥΡΙΖΑ όταν βρέθηκε στην αντιπολίτευση λειτούργησε σαν δομική συμπολίτευση, άφησε ουσιαστικά ανενόχλητη τη Ν.Δ. να εφαρμόσει τη πολιτική της σε όλα τα μέτωπα και σε πολλές περιπτώσεις ψήφισε και τα νομοσχέδια της στη Βουλή – για την ακρίβεια ψήφισε το 46% των νομοσχεδίων της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τρίτο, το συριζαϊκό αφήγημα εξαντλείται στον φτηνό αντιμητσοτακισμό και έχει έναν διπλό σκοπό: α) Να τσιμπήσει κάτι από την περιρρέουσα κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση της Ν.Δ. και τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη και β) γίνεται προσπάθεια με αυτή τη ρηχή αντιδεξιά ρητορική να συγκαλυφθεί η προθυμία και η δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ να υπηρετήσει το «συναινετικό πλαίσιο διακυβέρνησης» και στα οικονομικά αλλά και στα γεωπολιτικά ζητήματα. Επί της ουσίας, και η ρηχή αντιδεξιά ρητορική και ο φτηνός αντιμητσοτακισμός υπηρετούν μονάχα τις άμεσες εκλογικές επιδιώξεις της Κουμουνδούρου και μάλιστα σε έναν προεκλογικό αγώνα δρόμου που όλοι ξέρουν ότι θα καταλήξει σε κυβερνήσεις συνεργασίας.
Η δομική ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ στο «συναινετικό πλαίσιο διακυβέρνησης» αποτελεί τη μεγαλύτερη μετατόπιση προς τα δεξιά του κόμματος του Αλέξη Τσίπρα. Και σαν συνέχεια αυτής της μετατόπισης έρχονται οι προτάσεις συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ – το οποίο, παρεμπιπτόντως ψήφισε το 69% των νομοσχεδίων της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ σημαίνει συνεργασία με την πολιτική του σημιτισμού, της ευρωατλαντικής ευθυγράμμισης, των εθνικών παραχωρήσεων, της κοινωνικής οπισθοδρόμησης, της διαφθοράς και βέβαια συνεργασία με την πολιτική που οδήγησε τη χώρα στα μνημόνια. Και με ποια προοπτική: Να φτιάξει ο ΣΥΡΙΖΑ μια κυβέρνηση που απλά θα κάνει μια μικρή αναδιανομή επιδομάτων και ίσως κάποιες οικονομικές ελαφρύνσεις μέσα στα πολύ στενά περιθώρια που ήδη έχει συμφωνήσει ο Αλέξης Τσίπρας με τον Γ. Στουρνάρα και τον Όλαφ Σολτς. Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη ευθυγράμμιση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ αφού ήδη έχει συμφωνήσει με τον Άντονι Μπλίνκεν για τις «Πρέσπες του Αιγαίου».
Αυτά δεν αποτελούν κάποια μεγάλη αλλαγή, μάλλον δεν αποτελούν καν αλλαγή αλλά μονάχα μια προεκλογική ρητορεία που σκοπό έχει να ξαναβάλει τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα στο σύστημα της νομής της εξουσίας πάντα με τους όρους του συναινετικού πλαισίου διακυβέρνησης όπως το έχουν συμφωνήσει τα τρία μεγάλα συστημικά κόμματα με τις ευλογίες της ευρωκρατίας και των ΗΠΑ.
Έτσι πάει ο ΣΥΡΙΖΑ αύριο στις εκλογές. Με στημένη την παρτίδα και χωρίς εκλογικό ρεύμα αφού τα πεπραγμένα της κυβερνητικής θητείας του και η δομική συμπολίτευσή του όσο κυβερνούσε η Ν.Δ. έχουν μεγαλώσει την αναξιοπιστία του και αυτό μάλλον αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο που έχει να αντιμετωπίσει στην προσπάθεια του ο Αλέξης Τσίπρας για να ξαναμπεί στο Μέγαρο Μαξίμου. Μια αναξιοπιστία που έχει μεγαλώσει μετά τις υποθέσεις Πολάκη, Γεωργούλη και Κατρούγκαλου –όπου φανερώθηκαν οι πραγματικές πολιτικές προθέσεις και συμπεριφορές– αλλά και τις διαδοχικές αλλαγές γραμμής που ξεκίνησε από την κυβέρνηση νικητών, μετά πέρασε στην κυβέρνηση ανοχής για να καταλήξει σε αυτή του ειδικού σκοπού – αλλαγές που δείχνουν σύγχυση αλλά και αδυναμία να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά η έλλειψη εκλογικής δυναμικής. Το σίγουρο πάντως είναι ότι έχουν να δουν πολλά τα ματιά μας αφού μιλήσουν οι κάλπες.
Κυβέρνηση βραχύβια και ειδικού σκοπού
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ότι μετά τις εκλογές να ανοίξει συζήτηση για την πιθανότητα σχηματισμού μιας βραχύβιας κυβέρνησης συνεργασίας με τρίτο πρόσωπο για πρωθυπουργό που θα ασχοληθεί με τα θέματα των υποκλοπών και της τραγωδίας των Τεμπών. Αυτή την άποψη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, την εξέφρασε στη διακαναλική συνέντευξή του και καλά πληροφορημένες πηγές της Κουμουνδούρου υποστηρίζουν ότι αυτό είναι ένα εναλλακτικό σενάριο για την περίπτωση που υπάρξει πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, αλλά ο Ν. Ανδρουλάκης δεν θα θέλει να στηρίξει μια κυβέρνηση με τον Τσίπρα πρωθυπουργό.
Σε αυτή την περίπτωση ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θα δεχόταν να σχηματιστεί κυβέρνηση με τρίτο πρόσωπο ως πρωθυπουργό αρκεί να ήταν «βραχύβια και ειδικού σκοπού». Εδώ θέλουμε να υπενθυμίσουμε ότι αυτά είναι σενάρια που τα διακινούν εξωχώριοι παράγοντες εδώ και καιρό, δηλαδή να φτιαχτεί ακριβώς μια τέτοια κυβέρνηση ειδικού σκοπού, για περίπου έναν χρόνο, που θα υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του συναινετικού πλαισίου διακυβέρνησης δηλαδή τις Πρέσπες του Αιγαίου και την πειθαρχία στους δημοσιονομικούς κανόνες. Και τώρα ο Αλέξης Τσίπρας προσφέρει το ιδανικό περιτύλιγμα: Κυβέρνηση βραχύβια και ειδικού σκοπού με σκοπό την κάθαρση του πολιτικού βίου. Σας θυμίζει κάτι από το βρώμικο 1989;
Εκλογές στο Κτίριο 11δ
Την Κυριακή 21/5, από τις 18:00 και μετά, σας περιμένουμε στο μεταμορφωμένο Κτίριο 11δ (Ρεθύμνου 11 & Ιουλιανού, Πεδίο του Άρεως) για να παρακολουθήσουμε με καφέ τα πρώτα exit polls και αργότερα να σχολιάσουμε τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών με κρασί ή ρακί και τον απαραίτητο μεζέ.