Της Όλγας Μοσχοχωρίτου.
Η μέρα ξεκίνησε μουντή. Tα σύννεφα βαραίνουν τον Υμηττό και τα Τουρκοβούνια, ενώ η υγρασία πύκνωνε τον αέρα, αφαιρώντας λες την ανάσα του. Η νυχτερινή βροχή, δυστυχώς, δεν κατάφερε να ανακουφίσει την πόλη. Στις βρόμικες τζαμαρίες του -κατά τα άλλα επιβλητικού- Εφετείου, ακουμπούσαν θλιμμένοι, σκοτεινοί άνθρωποι για να κάνουν ένα λαθραίο τσιγάρο, φυσώντας τον καπνό αγχωτικά στο μικρό άνοιγμα που άφηναν τα τζάμια, κοιτώντας γύρω τους μη φανεί κανένας μπάτσος, παράνομοι και παρίες αυτοί – έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα δικαστούν.

Μικρά τσιγγανόπουλα αγνοούν και κοροϊδεύουν το χώρο και ό,τι αυτός εκπροσωπεί. Κυνηγιούνται, γελούν και κάνουν τσουλήθρα στο μαρμάρινο δάπεδο. Η νεαρή τσιγγάνα, μάνα τους μάλλον, εικοσάχρονη ή σαραντάρα, δεν ξεχωρίζεις, κουβαλάει περήφανη τη φουσκωμένη της κοιλιά και την κίτρινη μακριά της φούστα, το βυσσινί βελουδένιο μπουφάν της και τα χρυσά της σκουλαρίκια. Ανάμεσά τους δικηγόροι με ιδρωμένα κολάρα και άσχημες γραβάτες και μερικές νεαρές ασκούμενες ή συνεργάτιδες που κουβαλούν βαριές τσάντες και φακέλους στηριγμένες σε δωδεκάποντα τακούνια, ταγέρ και διακριτικό μακιγιάζ, μια πανοπλία που ελπίζουν να καλύπτει τα μηδαμινά τους εισοδήματα και να σηματοδοτεί την απόφασή τους να ενταχθούν, κάποια στιγμή, στο σινάφι.

Νεαροί κρατούμενοι μεταφέρονται με χειροπέδες, χρήστες ναρκωτικών με χαλασμένα δόντια, αλλοδαποί κατηγορούμενοι για παράνομη είσοδο στη χώρα και ληστεία τσάντας από ανυποψίαστο ηλικιωμένο -ψεύτικο ήταν κύριε πρόεδρε το όπλο- «ρεπλίκα», αναφερόταν στη δικογραφία, συγγνώμη, συγγνώμη να πω στον κύριο, έχω τρεις μήνες χωρίς δουλειά, δεν μπορώ να επιστρέψω στην Αλβανία, θα με σκοτώσουν εκεί, έχει γίνει φονικό στην οικογένεια, υπάρχει η βεντέτα εκεί, συγγνώμη. Οι δίκες αργούν, δεν υπάρχουν μεταφραστές, οι κατηγορούμενοι δεν έχουν δικηγόρους, πρέπει να ορίσει το δικαστήριο. Να διακόψουμε για να ενημερωθούν οι δικηγόροι. Ένα τέταρτο σας αρκεί; Διακόπτουμε για ένα τέταρτο. Ένα τέταρτο αρκεί για να υπερασπιστεί κανείς τη ζωή και την ελευθερία ενός ανθρώπου, εκεί στο Τριμελές Εφετείο κακουργημάτων. Η μέρα αργεί, ο καφές στο αίθριο κοστίζει 4 ευρώ – ούτε στο Κολωνάκι τέτοιες τιμές. Συνωστίζονται δικηγόροι και πελάτες από τη μεσαία τάξη αυτοί. Δόλια χρεοκοπία, τοκογλυφία, απάτη και πλαστογραφία, κάτι περίεργοι μειοδοτικοί διαγωνισμοί του ΗΣΑΠ. Διαβάζουν εφημερίδα, συζητούν για το Μνημόνιο και την κρίση, γίνονται όλοι ειδήμονες, ξορκίζουν το κακό που ήδη τους έχει βρει μα κάνουν ότι το αγνοούν, το βασίλειό μου για ένα μπλοκ επιταγών. Η μεσαία τάξη δεν θα πάει ποτέ στον παράδεισο. Εν τω μεταξύ, η πόλη έξω από τα θολά τζάμια μοιάζει συνεχώς λυπημένη. Η ώρα φτάνει 3 το μεσημέρι. Όσοι δικάστηκαν, δικάστηκαν, όσοι αθωώθηκαν, αθωώθηκαν, οι υπόλοιποι… άλλη φορά. Οι προσωρινά κρατούμενοι επιστρέφουν στον Κορυδαλλό, αφημένοι σε μια μοίρα που δεν διάλεξαν. Οι δικαστές μαζεύουν τις δικογραφίες και τις αλήθειες που ξεφεύγουν από τις σκονισμένες σελίδες τους.

Απόγευμα στον Άγιο Παντελεήμονα. Καμιά εικοσαριά άνθρωποι, μεσήλικες κυρίως, προστατεύουν την πλατεία μπροστά στην εκκλησία μην τυχόν και την καταλάβει ένας ηγέτης της Αριστεράς και οι πολίτες που τον ακολουθούν. Κάνουν αλυσίδες και εκσφενδονίζουν αβγά και γιαούρτια. Μια εξηντάρα με οξυζεναρισμένο μαλλί φωνάζει υστερικά: «προδότες, προδότες, εγώ είμαι Ελληνίδα, Ελληνίδα, φτου!». Το μάτι τους στάζει αίμα, θυμός που σκληραίνει τα πρόσωπα, τι άνθρωποι είναι αυτοί, η ψυχική τους διαταραχή είναι ορατή καθώς και η φτώχεια τους, αλλά το τοπίο των κλειστών μαγαζιών γύρω από την πλατεία, ο φόβος των κατοίκων, μεταναστών και ελλήνων κι αυτός ο ουρανός της Αθήνας που σήμερα δεν λέει να ξανοίξει, σαν να προειδοποιεί πως τα πράγματα έχουν ήδη αλλάξει. Το παρακράτος της Θεσσαλονίκης που σκότωσε τον Λαμπράκη αποτελούνταν ακριβώς από τέτοιους: Φτωχούς, λούμπεν και ψυχικά διαταραγμένους. ΜΑΤατζήδες στέκονται ανάμεσά τους σαν στρατιωτάκια ακούνητα κι αμίλητα, αυτοί οι τόσο δραστήριοι στις διαδηλώσεις…

Κι ενώ ο καιρός δεν λέει ακόμα να φτιάξει, ένα βράδυ στην Αγορά της Κυψέλης, μεσήλικες διανοούμενοι της Αριστεράς συζητούν για τη δικτατορία του 1967, το Πολυτεχνείο και τη Λογοτεχνία. Αυτάρκεις με τον εαυτόν τους, ναρκισσευόμενοι με την ίδια τους τη ζωή, έχουν μια απάντηση για όλα. Στο πλάι, Αφρικανοί μετανάστες, νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, όμορφα πρόσωπα, δυνατά, βγαίνουν από το μαγαζάκι με την ξεχασμένη πινακίδα κατεψυγμένα κρέατα και τους προσπερνούν αδιάφορα ή ντροπαλά. Μόλις έχει τελειώσει το μάθημα Ελληνικών που τους διδάσκουν με την καρδιά τους Έλληνες δάσκαλοι. Μας λείπει η συνολική αφήγηση…

Συννεφιασμένοι καιροί, λοιπόν, εγκυμονούν τις καταιγίδες που θα σαρώσουν τα σκουπίδια και θα ξεπλύνουν τους δρόμους της πόλης από τη βρομιά, χρηματοπιστωτικά προϊόντα και μπλοκ επιταγών. Θα σωθεί μόνο αυτός που δεν φοβάται τις βροντές και τις αστραπές, όποιος δεν φοβάται να βραχεί.

* Η Όλγα Μοσχοχωρίτου είναι υποψήφια σύμβουλος Περιφέρειας Κεντρικού Τομέα Αθηνών με την Ελεύθερη Αττική.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!