ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Κώστα Στοφόρο
Από την αρχή του πρώτου διηγήματος με τον περίεργο τίτλο Κρύοι δίσκοι, ένιωσα πως βρισκόμουν μπροστά σε μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση συγγραφέα. Η συνέχεια όχι μόνο δεν με διέψευσε, αλλά επιβεβαίωσε την αρχική μου αίσθηση. Σελίδα τη σελίδα, διήγημα το διήγημα, η Ροζίτα Σπινάσα με το στόμαστομαστό, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος, χτίζει έναν ζοφερό όσο και πραγματικό κόσμο, σε διηγήματα με σασπένς και γεμάτα ανατροπές. Ήρωες παράξενοι και ενδιαφέροντες με το σκοτεινό τους κομμάτι να αναδύεται στην κάθε ιστορία και να οδηγεί σε απρόβλεπτες καταστάσεις. Μικρά μαθήματα ανατομίας με εξαιρετική γραφή που δείχνει έμπειρο συγγραφέα, αν και είναι το πρώτο της βιβλίο.
Διαβάζοντας, ήταν πολλά που ήθελα να ρωτήσω κι έτσι προέκυψε η συνέντευξη που θα διαβάσετε.
Πολλοί και διαφορετικοί οι ήρωές σας που τους σκιαγραφείτε με ιδιαίτερη διεισδυτικότητα. Πώς μπορέσατε να μπείτε στους χαρακτήρες για να τους περιγράψετε με τόση λεπτομέρεια;
Δεν είναι ότι ακολούθησα κάποια συγκεκριμένη «μέθοδο». Είναι που είχα το μυαλό μου επικεντρωμένο στην εξέλιξη της μυθοπλασίας, χτίζοντας τις ιστορίες μου με μια «ψυχρή λογική». Αυτή η αποστασιοποίηση με απελευθέρωσε στο να δω τους ήρωές μου χωρίς φόβο και με ακρίβεια, με αποτέλεσμα την αβίαστη περιγραφή των συναισθηματικών τρικυμιών τους. Και, το σημαντικότερο, έγραφα χωρίς να με αναστατώνει η ταυτόχρονη ανάδυση του εσωτερικού μου κόσμου, που έδινε «ψυχή» στις μυθοπλαστικές μου κατασκευές.
Σκληρές οι ιστορίες σας… Αντανακλούν ίσως το πνεύμα της εποχής;
Σίγουρα το κλίμα της εποχής μας είναι «πολεμικό», όμως πιστεύω ότι η σκληρότητα είναι διαχρονική: Η ανθρώπινη ιστορία βρίθει από περιόδους δύσκολες κι αιμοβόρες. Νομίζω ότι αυτό που χαρακτηρίζει τα διηγήματα είναι η κρυφή, συγκαλυμμένη σκληρότητα, που υποβόσκει στον βυθό μιας φυσιολογικής κατά τα φαινόμενα καθημερινότητας, και που άλλοτε ξεσπά εκκωφαντικά κι άλλοτε παραμένει αθόρυβη και υποχθόνια.
Τι είναι αυτό που σας έκανε να προτιμήσετε να εκφραστείτε μέσα από το διήγημα;
Τα διηγήματα μού αρέσουν πολύ και ως αναγνώστρια, αυτή η αίσθηση της γρήγορης κορύφωσης κι ολοκλήρωσης του μύθου. Το ίδιο γρήγορα θέλω και να γράφω, η ιδέα ότι για να φτάσω στο τέλος θα πρέπει να περάσουν μήνες με καταπιέζει. Άλλωστε, το να σκαρώνω την πλοκή είναι για μένα το πιο ευχάριστο στάδιο της όλης διαδικασίας, κι έτσι όσο περισσότερες οι ιστορίες, τόσο μεγαλύτερη η συγγραφική ευχαρίστηση. Από την άλλη, μου λένε ότι τα διηγήματά μου, έχουν τη δομή και τη σύνθεση που επιτρέπει μια εκτενέστερη ανάπτυξη. Ίσως στο μέλλον να βρω το χρόνο και τη διάθεση να επικεντρωθώ σε «μια και καλή».
Υπάρχει κάποιο διήγημα που εσείς ξεχωρίζετε και γιατί;
Ξεχωρίζω δύο διηγήματα: Το πρώτο είναι το ομώνυμο της συλλογής, γιατί αυτό μου άνοιξε το δρόμο για την έκδοση: Δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό (δε)κατα, εκεί το διάβασαν από τον Κέδρο κι ενδιαφέρθηκαν και για τα υπόλοιπα – λίγο αργότερα συμφωνήσαμε την έκδοση της συλλογής. Το δεύτερο είναι το Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Ζορίστηκα όταν το έγραφα λόγω του δύσκολου θέματός του: Η «αποκάλυψη» της ιστορίας βασίζεται στη διήγηση ενός παλιού φίλου για ένα αληθινό οικογενειακό, παρ’ ολίγον «ατύχημα», η οποία μου είχε κόψει το αίμα. Ευτυχώς το συγγραφικό αποτέλεσμα με αντάμειψε.
Η γραφή σας δείχνει ότι υπάρχει εμπειρία. Πώς αποφασίσατε να βγάλετε ένα βιβλίο τώρα;
Ήθελα χρόνια να γράψω, όμως φαίνεται ότι δεν είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή – το λεγόμενο «πλήρωμα του χρόνου». Είχα κάνει συγγραφικές προσπάθειες, όχι όμως εντατικές. Αν μπορώ να αποδώσω κάπου την εμπειρία που αναφέρετε, αυτή θα είναι στην εργασία μου ως δικηγόρος: Δουλεύω τα δικόγραφα μέχρι τελικής πτώσεως, είναι κάτι που μου δίδαξε ο πατέρας μου Ηλίας, απόμαχος σήμερα του επαγγέλματος. Αυτό έκανα και με τα διηγήματα, τα οποία «χτένιζα» για καιρό μέχρι να φτάσω στην τελική τους μορφή.
Απαισιόδοξα διηγήματα. Εσείς αισιοδοξείτε για το μέλλον ή βλέπετε παντού αδιέξοδα;
Είμαι αισιόδοξη γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς: Η ιδέα ότι τα πράγματα δεν θα πάνε καλά με τρομάζει. Έτσι η αισιοδοξία μου έχει μια θρησκευτική χροιά, δεν είναι τόσο πίστη, όσο ελπίδα (η οποία πεθαίνει πάντα τελευταία). Η απαισιοδοξία στην οποία αναφέρεστε έχει περισσότερο να κάνει με την αντίληψή μου ως προς την ανθρώπινη φύση, που πιστεύω ότι κρύβει πολλές σκοτεινιές. Γι’ αυτό και θα την χαρακτήριζα περισσότερο ως πεποίθηση σχετικά με μια υφιστάμενη κατάσταση, παρά ως οπτική για τα μελλούμενα. Για να το θέσω πιο απλά, οι σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης δεν με εμποδίζουν να ελπίζω ότι όλα θα πάνε καλά.