Ο Δημήτρης Αθανίτης μιλά για τη νέα του ταινία Invisible
Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή
Στο Invisible, πέμπτη κατά σειρά δραματική ταινία του Δημήτρη Αθανίτη, η κάμερα στρέφεται στο εξαθλιωμένο από τα μνημόνια προλεταριάτο, στη βιομηχανική ζώνη του Ασπρόπυργου. Ένας απολυμένος εργάτης, πατέρας ενός 6χρονου αγοριού, παλεύει απεγνωσμένα με τις ηθικές αναστολές του για να ανταποδώσει τη βία που υπέστη. Η ταινία υιοθετεί έναν ωμό ρεαλισμό που συνταράσσει τον θεατή. Η σπαρακτική ερμηνεία του Γιάννη Στάνκογλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ήδη κερδίσει βραβεία και διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ, μετά την πρεμιέρα στο περυσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Καθοριστικό ρόλο στην κινηματογραφική απόδοση των ψυχικών μεταπτώσεων και του ηθικού διλήμματος, ντοστογιεφσκικής χροιάς, του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα διαδραματίζουν και οι μουσικές επιλογές.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης μας ανέλυσε ενδιαφέρουσες πτυχές της αξιόλογης ταινίας του, στη συνάντηση που είχαμε.
Το μικρό αγόρι, κρυμμένο στη ντουλάπα, αναφέρει ψιθυριστά το μυθιστόρημα του Χ.Τζ. Γουέλς Αόρατος Άνθρωπος. Πώς συσχετίζεται αυτή η αναφορά με την ταινία; Ο τίτλος Invisible σε τι παραπέμπει;
Διάλεξα το Invisible και όχι Αόρατος, ώστε να περιλαμβάνει κάτι αρκετά ευρύτερο, πέρα από τον ήρωα. Όσο αόρατος αισθάνεται αυτός, αόρατο αισθάνεται και το παιδάκι αλλά και ένας ολόκληρος κόσμος στη βιομηχανική ζώνη του Ασπρόπυργου, που επίσης παραμένει αόρατος. Ενώ η ταινία εμφανίζεται ως ρεαλιστική, δεν ήθελα να εξαντλείται σε μια απλή καταγραφή της πραγματικότητας. Το να χάνεις τη θέση σου στον κόσμο δεν είναι απλά ένα επίκαιρο θέμα. Παρακολουθούμε την ταινία μέσα από το μυαλό του ήρωα, οπότε κάποια από αυτά που βλέπουμε δεν συμβαίνουν, τα φαντάζεται. Έτσι, δημιουργείται μια φανταστική διάσταση, πέρα από τον ρεαλισμό. Υπάρχει αναφορά στο μυθιστόρημα του Γουέλς, καθώς επανέρχεται το θέμα του αόρατου, μέσα από τον μικρό, που μετά την απόρριψη και από τους δύο γονείς, αποτραβιέται στο δικό του κόσμο, που αποδίδεται μεταφορικά με το κλείσιμο στη ντουλάπα, και στο φανταστικό κόσμο του βιβλίου. Από την άλλη, αυτός ο φανταστικός κόσμος αποτελεί και δική μου αναφορά, γιατί όταν ξεκίνησα να κάνω σινεμά του φανταστικού, η πρώτη μικρού μήκους μου διακρίθηκε στη Δράμα με το Βραβείο Φανταστικού.
Γιατί τοποθετείς τον ήρωα, χωροταξικά, στη βιομηχανική ζώνη Ασπροπύργου;
Το εργοστάσιο στο οποίο κάναμε τα γυρίσματα είναι μια τεράστια μονάδα κατασκευής ανεμογεννητριών 100 μέτρων για τη Δανία. Παρ’ ότι αυτός ο κόσμος δίπλα στην πόλη δεν είναι περιθώριο, αλλά λειτουργικός χώρος παραγωγής, παραμένει άγνωστος και αόρατος. Πρόσφατα, ανακάλυψα ένα άρθρο για ένα παλιό εργοστάσιο που είχε κλείσει, με τίτλο Η αόρατη εργατική τάξη, και εντυπωσιάστηκα με την ομοιότητα της προσέγγισης. Αυτά που διαπραγματεύεται όμως η ταινία δεν αφορούν μόνο μια συγκεκριμένη μερίδα. Διάλεξα ήρωα πολύ χαμηλά στην ταξική πυραμίδα, γιατί εκεί είναι πιο έντονες οι αντιφάσεις, με ελάχιστες εναλλακτικές, οπότε ευκολότερα μπορεί να βρεθεί κανείς στο πουθενά.
Με ποιους τρόπους εκφράζεις δραματουργικά τη βουβή οργή που καταπνίγει τον πρωταγωνιστή;
Προσπάθησα να το αποδώσω κυρίως μέσα από το βλέμμα και μια σειρά από μικρές δράσεις. Δεν ήθελα να ξοδευτεί αυτή η οργή αλλά να συσσωρευτεί και να έχει μια δυνατή αντίδραση. Ο ήρωας κρατάει την αξιοπρέπειά του, δεν κλαίγεται για την απόλυση ούτε έχει πρόθεση να σκοτώσει, αλλά να αναγκάσει τον άλλον να τον αντιμετωπίσει σαν έναν άνθρωπο. Στηρίζεται κυρίως σε μια κινηματογραφική γλώσσα, με τη βουβή έκφραση μέσα από την εικόνα και τη δράση και όχι μόνο σε αναφορές στην ελληνική πραγματικότητα. Η ταινία μεταφέρει ένα δυνατό συγκινησιακό φορτίο και βρίσκει ανταπόκριση στο κοινό και εκτός Ελλάδος, με διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ από Πορτογαλία, Ιταλία, Σικάγο, Λος Άντζελες και Σαν Φρανσίσκο, μέχρι Σαγκάη και Αυστραλία.
Πώς επέλεξες τον Γιάννη Στάνκογλου και πώς δούλεψες μαζί του;
Ήθελα κάποιον που εκτός από πάρα πολύ καλός ηθοποιός να είναι και σταρ, όπως ο Στάνκογλου, για να τσαλακώσω το πρόσωπό του και ήταν ευτυχής συγκυρία που τον πέτυχα, γιατί κι αυτός ήθελε κάτι αντίστοιχο. Οι μεγάλες σκηνές, σε αντίστοιχα μεγάλες λήψεις χωρίς διακοπή μας έδωσαν ενότητα και ροή στο παίξιμο. Από την άλλη, ο Στάνκογλου έχει βιώματα που του επέτρεπαν να μπει πραγματικά σ’ αυτόν το ρόλο, που νομίζω ότι είναι κορυφαία στιγμή στην καριέρα του, αφού έχει ήδη πάρει τρία βραβεία.
Με ποιο σκεπτικό επέλεξες τη θλιμμένη άρια από την όπερα Αλιείς μαργαριταριών του Ζορζ Μπιζέ, σε εκτέλεση μάλιστα Μπεντζαμίνο Τζίλι, αλλά και τις ηλεκτρονικές μουσικές του papercut;
Η άρια του Μπιζέ, εκ των υστέρων, διαπίστωσα ότι είναι τρομερά δημοφιλής και τα δύο κομμάτια του Papercut μου τα πρότεινε μια φίλη. Στη μουσική των ταινιών μου λειτουργώ με το ένστικτο. Θεωρώ ότι ο Μπιζέ, σ’ αυτή την παλιά εκτέλεση με τον Τζίλι που λάτρεψα, έχει περισσότερο αντιστικτική λειτουργία με την αβρότητα της ταινίας, της αποδίδει μεγαλύτερη οξύτητα σε όλη την αίσθησή της, σαν το κοντράστ αυτό να υποσκάπτει τον απέναντι κόσμο απ’ τον ήρωα, ενώ ταυτόχρονα έχει ελεγειακό χαρακτήρα. Αυτό είναι ένα από τα μαγικά του σινεμά, όταν βάζεις μαζί εικόνα και ήχο, προκύπτει ξαφνικά κάτι διαφορετικό. Σχετικά με τα κομμάτια dream και black dog του papercut, κατά κόσμο Βασίλη Νάκη, είχαν ήδη μεγάλη επιτυχία, με πολλά χτυπήματα διαδικτυακά και τα χρησιμοποίησα, δημιουργώντας πάλι αντίστιξη με την εικόνα, ειδικά το dream που είναι μείξη ηλεκτρονικής μουσικής με μικρασιατικό μοιρολόι.
Οι πρώτες σου ταινίες, παρουσιάζονται πιο στυλιζαρισμένες. Η δεύτερή σου, Καμιά συμπάθεια για το Διάβολο (1997), είναι ασπρόμαυρο φιλμ νουάρ που τοποθετεί τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης στις περιθωριακές γειτονιές της νυχτερινής Αθήνας. Στο Invisible υιοθετείς ρεαλιστική φόρμα, με κάμερα στο χέρι. Μπορούμε να μιλήσουμε για στροφή στη σκηνοθετική σου ματιά;
Στο Invisible η επιλογή κάμερας στο χέρι σχετίζεται με την κινητικότητα αλλά και με την ασταθή ψυχολογία του ήρωα. Παρ’ όλο που κατά βάση είναι ρεαλιστική ταινία, θα μπορούσε να είναι όλο ένα φλασμπάκ, αφού ξεκινάει με τη σκηνή του τέλους και εκεί ξαναγυρίζει, ενώ έχει έντονα στοιχεία φανταστικού (φινάλε και σκέψεις του). Οπότε υπάρχει αντιστοιχία με το φανταστικό που κυριαρχεί στον Διάβολο, όπου επίσης παρουσιάζεται ταυτόχρονα η ωμή πραγματικότητα της περιθωριακής νυχτερινής Αθήνας. Ο χαρακτήρας που υποδύεται η Λένα Κιτσοπούλου, που πρωταγωνιστεί στον Διάβολο, μάλλον αποτελεί ένα δίδυμο του χαρακτήρα που ερμηνεύει ο Στάνκογλου στο Invisible, όταν ουσιαστικά πρόκειται για δυο απελπισμένα πρόσωπα που ψάχνουν σαν αγρίμια να βρουν τη θέση τους. Στον Διάβολο είχα επιλέξει ασπρόμαυρο, γιατί περιέχει μεγαλύτερη αφαίρεση και οδηγεί σε έναν σαφώς πιο φανταστικό κόσμο, αλλά και στο ρεαλιστικότερο Invisible υπάρχει επέμβαση στην εικόνα, όταν χρησιμοποιείται ακόμα και το χειμωνιάτικο φως, για να εκφράσει την ψυχολογία του ήρωα, παράλληλα με τα λιγοστά λόγια.
Μια μικρού μήκους ταινία σου έχει τίτλο Μαντόνα καλεί Φασμπίντερ (2008). Μίλησέ μας για τις αναφορές σου.
Οι αναφορές μου είναι κυρίως από τον κλασικό κινηματογράφο, με προτίμηση στο ευρωπαϊκό σινεμά. Προλογίζοντας πρόσφατα την ταινία Καμιά συμπάθεια για τον Διάβολο, είπα ότι θα δουν μια ταινία με την Μάρλεν Ντίντριχ, γιατί με την Κιτσοπούλου κατασκευάσαμε μια αντίστοιχα μοιραία σταρ. Με τον Φασμπίντερ είχα μπει σε μια κατάσταση, ειδικά με την ταινία του Querelle, που ακόμη μου αρέσει πολύ. Άλλωστε, το μοναδικό θεατρικό που έχω σκηνοθετήσει ήταν Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ, του Φασμπίντερ. Στο Invisible όμως, έχω πια απομακρυνθεί από αυτή την παλιότερη σινεφίλ φάση μου.
Info: Το Invisible θα παίζεται από 3/11/2016 αποκλειστικά στο Αλκυονίς, καθημερινά στις 21:30.