Η κυβέρνηση επαίρεται για τις επιδόσεις του «φαίνεσθαι» της ελληνικής οικονομίας. Κρύβει καλά, με την αμέριστη απόλυτη βοήθεια των μέσων παραπληροφόρησης (κατ΄ ευφημισμό πλέον μέσα μαζικής ενημέρωσης), τις επιδόσεις του «είσθε» της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή την πραγματική της κατάσταση. Τόσο σε επίπεδο δομής, εξελίξεων και μελλοντικών προοπτικών όσο και στην κατάσταση που βιώνει ο λαός και πως δίνει την καθημερινή μάχη της επιβίωσης.
Η πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στην κατάσταση του λαού περιγράφεται από δύο «σκηνικά» που έγιναν αυτές τις μέρες με τις «περιοδείες στο λαό» του πρωθυπουργού προς άγραν ψήφων.
Η πρώτη αφορά την αντιμετώπισή του στην συνταξιούχο των 400 ευρώ που της πρότεινε να πάει στην εκκλησία για βοήθεια. Το κράτος που μοιράζει δισεκατομμύρια σε διαφόρους ημετέρους, που έχει στρατιές δοτών με παχυλούς μισθούς δεν έχει κανένα περιθώριο αλλά και καμία σκέψη, κατά τον πρωθυπουργό, να εξετάσει τουλάχιστον το πως μπορούν να βοηθηθούν αυτοί που βρίσκονται σε έσχατη οικονομική απόγνωση. Εδώ τουλάχιστον δεν είχαμε κάποια βιαιοπραγία σε βάρος της συνταξιούχου που τόλμησε να ρωτήσει!!!
Η δεύτερη αφορά την αντιμετώπιση μια ομάδας νέων μαζί με ένα κορίτσι που έχασε τις δύο αδελφές της και την εξαδέλφη της στο κρατικό έγκλημα των Τεμπών. Εκεί δεν επιτράπηκαν ούτε ερωτήσεις, ούτε διάλογος. Απομάκρυνση με βίαιο τρόπο και συνοπτικές διαδικασίες των «ενοχλητικών» νεολαίων, από την «πλούσια» σε μέγεθος και φυσικά προσόντα προσωπική φρουρά του πρωθυπουργού. Την επομένη, για να δικαιολογήσουν τη στάση τους, οι κυβερνητικές πηγές ανέφεραν ότι δεν γνώριζαν την ταυτότητα του συγκεκριμένου κοριτσιού. Λες και έχει σημασία μόνο η ταυτότητα και όχι το γενικό δημοκρατικό δικαίωμα του πολίτη να απευθύνεται στην κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό.
Αυτή η πολιτική αδιαφορίας για την κατάσταση του λαού, από μία λογική «δεσποτικής αρχής» και του βίαιου «κουκουλώματος» κάθε προβληματικής κατάστασης που χαλά την εικόνα της κυβέρνησης, είναι βασικό συνθετικό στοιχείο της πολιτικής της. Στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής στα οικονομικά θέματα αποκρύπτεται η πραγματική προβληματική κατάσταση και οι μελλοντικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και παρουσιάζονται μόνο «θαυμαστές επιδόσεις» οι οποίες εμφανίζονται ότι είναι μοναδικές και σε επίπεδο ΕΕ!!! Δίπλα σε αυτές τις διθυραμβικές προβολές υπάρχει η ωμή πραγματικότητα που λέει ότι η Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της EUROSTAT, είναι η προτελευταία στους μισθούς σε σχέση με την αγοραστική δύναμη και σύντομα θα είναι η τελευταία αφού η Βουλγαρία που είναι σήμερα τελευταία έχει ετησίως σημαντικό βαθμό βελτίωσης σε σχέση με τη στασιμότητα της Ελλάδας, μετά την καταβαράθρωση λόγω των μνημονίων.
Το 1993 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης σε σχέση με την ΕΕ των 28 μελών τότε (μετα την τελευταία διεύρυνση) ήταν στο 83,8% και έφτασε στο 94,4% το 2009. Από τότε ξεκινά η κατρακύλα των μνημονίων που συνεχίζεται όπως και τα μνημόνια, ανεξάρτητα αν η κυβέρνηση πανηγυρίζει. Η κατρακύλα αποτυπώνεται με απόλυτη ακρίβεια στον ακόλουθο πίνακα που οδηγεί την Ελλάδα γρήγορα πλέον στην τελευταία θέση στην ΕΕ των 27 (μετά των αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου).
Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ σε Σταθερές Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης στην ΕΕ των 27 | ||||||
Έτος | Ελλάδα % στο Μέσο ΕΕ των 27 | Θέση στην ΕΕ των 27 | Βουλγαρία % στο Μέσο ΕΕ των 27 | Ελλάδα ως % Διαφοράς από Βουλγαρία | ||
2012 | 71 | 19 | 47 | 51.1% | ||
2015 | 70 | 22 | 48 | 45.8% | ||
2019 | 66 | 26 | 53 | 24.5% | ||
2020 | 62 | 26 | 55 | 12.7% | ||
2021 | 63 | 26 | 57 | 10.5% | ||
2022 | 67 | 26 | 62 | 8.1% | ||
2023 | 67 | 26 | 64 | 4.7% | ||
Πηγή: Eurostat |
Από τον πίνακα προκύπτει ότι μετά την μικρή ανάκαμψη από την πανδημία (2022) η αγοραστική δύναμη παρέμεινε στάσιμη σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ, ενώ αντίστοιχα στη Βουλγαρία συνεχώς βελτιώνεται. Έτσι η Ελλάδα από το +51,1% που ήταν το 2012 συγκριτικά με τη Βουλγαρία, η διαφορά έχει συρρικνωθεί στο μόλις +4,7%. Συνεπώς η Ελλάδα, φλερτάρει πλέον με την τελευταία θέση στην ΕΕ όσον αφορά την αγοραστική δύναμη, σαν αποτέλεσμα της διαχρονικής πολιτικής των μνημονίων και των συνεχιζόμενων πολιτικών από όλες τις κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως κόμματος. Αυτά τα νούμερα δεν αποτρέπουν φυσικά την κυβέρνηση να πανηγυρίζει για οικονομικές επιτυχίες κάνοντας το άσπρο μαύρο. Σε πρόσφατο δελτίο τύπου του Υπουργείου Οικονομικών (27/3/2024) αναφέρονται: «Η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στην αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όλη την Ευρώπη» και «Επί διακυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα αναπτύσσεται με ρυθμό υπερδιπλάσιο από αυτόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης.» Το πως η στασιμότητα το 2023 οδηγεί σε ρυθμό υπερδιπλάσιο στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας συγκριτικά με την ΕΕ και πως η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στην Ευρώπη στην αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μόνο η κυβέρνηση και τα φερέφωνά της το γνωρίζουν.
Αυτά τα μεγέθη αποτελούν μία οπτική, σε επίπεδο μακροοικονομικών μεγεθών, της κατάστασης. Όταν μπούμε στη διαδικασία να εμβαθύνουμε σε επιμέρους θέματα θα διαπιστώσουμε ότι η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη. Με τους μέσους όρους, όπως γίνεται με τα μάκρο-μεγέθη, κρύβονται πολλά. Στα επιμέρους αυτά αποκαλύπτονται.
Η προαναφερόμενη μακροοικονομική οδυνηρή για το λαό εικόνα της οικονομίας όπως παρουσιάστηκε είναι στην ουσία αρκετά ωραιοποιημένη σε σχέση με την πραγματική κατάσταση που βιώνει ο πολίτης διαχρονικά, καθημερινά. Το τελευταίο διάστημα δημοσιεύθηκαν, στην ενημερωτική ιστοσελίδα www.slpress.gr, που παρέχει αρθρογραφία και ενημέρωση μακρυά από τη λογική των συστημικών μέσων, δύο άρθρα για τη διαχρονική εξέλιξη του κόστους ζωής σε σχέση με τις αμοιβές. Πρόκειται για τα άρθρα του Δημήτρη Στεργίου «Αγορά κατοικίας. Πριν 50 χρόνια και σήμερα. Τι λένε τα στοιχεία» που δημοσιεύθηκε στις 20/5/2024 και της Όλγας Μαύρου «Τι αγοράζαμε με ένα πεντοχίλιαρο το 1999 και τι με 15 ευρώ σήμερα» που δημοσιεύθηκε στις 25/5/2024.
Στα δύο αυτά άρθρα αποδεικνύεται με νούμερα ότι βρισκόμαστε σε μία συνεχή πορεία μείωσης του πραγματικού μας εισοδήματος που μας οδηγεί να σκεφτούμε τη δραματική κατάσταση των εργαζόμενων αστέγων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Άνθρωποι που εργάζονται αλλά ο μισθός τους δεν επαρκεί για να τραφούν και να έχουν στέγη. Έτσι επιλέγοντας τη διατροφή ως άμεση αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση μένουν άστεγοι. Και εδώ χρειάζεται να θυμηθούμε ότι η συνταξιούχος που μίλησε στον πρωθυπουργό, όπως προαναφέραμε, του είπε ότι παίρνει σύνταξη 400 ευρώ και πληρώνει ενοίκιο 300 πως να ζήσει. Και η λύση για τον πρωθυπουργό ήταν αυθόρμητη, ρωτώντας την αν πήγε στην εκκλησία για βοήθεια!!! Εκεί μας οδηγούν.
Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο για την κατοικία, σήμερα ένας οικογενειάρχης πρέπει να εργαστεί 95 μήνες, χωρίς να κάνει καμία δαπάνη επιβίωσης, για να συγκεντρώσει το αναγκαίο κεφάλαιο (1/5 κατ΄ελάχιστο) που απαιτείται ώστε να μπορεί να εξασφαλίσει το απαραίτητο υπόλοιπο με στεγαστικό δάνειο προκειμένου να αγοράσει μια κατοικία/διαμέρισμα. Τους 95 μήνες πρέπει να τους συγκρίνουμε με τους 20 μήνες που ήταν ο ανάλογος χρόνος πριν από 58 χρόνια και τους 68 μήνες μόλις πριν από τρία χρόνια!!! Στη συνέχεια η μηνιαία δόση για την εξυπηρέτηση του στεγαστικού δανείου απαιτεί το 92,3% του εισοδήματός του για το 2023 έναντι 59% το 1972. Τα νούμερα μιλάνε μόνα τους και εξηγούν, μαζί με τους πλειστηριασμούς στους οποίους οδήγησε το λαό το σάπιο πολιτικό σύστημα, τη μεγάλη μείωση της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα. Το 2005 ήταν στο 84,6%, ένα από τα πλέον υψηλά ποσοστά στην ΕΕ, έφτασε στο 73,9% το 2016 μέχρι το 2020 για να συνεχίσει μετά τη μείωση σε 73,3% το 2021 και 72,8% το 2022 πλησιάζοντας το μέσο όρο της ΕΕ που είναι στο 69,1%. Σημειώνουμε ότι από την ανάλυση των διαφόρων διάσπαρτων δεδομένων φαίνεται ότι «χάθηκαν» πάνω από 100.000 κατοικίες τα τελευταία χρόνια μειώνοντας την ιδιοκατοίκηση.
Όσον αφορά την ακρίβεια στην καθημερινή ζωή το δεύτερο άρθρο καταγράφει συγκεκριμένα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι την τελευταία 20ετία, χρόνο με το χρόνο μπορούμε να αγοράζουμε όλο και λιγότερα με το εισόδημα που αποκτούμε από την εργασία μας. Οι ανατιμήσεις είναι διαχρονικό φαινόμενο φτωχοποίησης του λαού. Ειδικότερα όμως σημείο καμπής για την μεγάλη οικονομική αφαίμαξη του λαού μέσω της ακρίβειας υπήρξε η μετάβαση μετά το 2001 από τη δραχμή στο ευρώ.