«Για αυτό είμαστε εδώ. Υπάρχουν πολλές εναλλακτικές λύσεις. Κάτι θα βρούμε». Με αυτές τις δηλώσεις του Αμερικάνου προέδρου, πριν την έναρξη των συνομιλιών με τον Ερντογάν, διαψεύστηκαν πανηγυρικά όλες οι προβλέψεις ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας έχουν ξεπεράσει τα όρια και ο Τ. Ερντογάν θα φύγει από την Ουάσιγκτον φορτωμένος με δυσβάστακτες οικονομικές κυρώσεις που προετοιμάζει εδώ και καιρό η Γερουσία των ΗΠΑ.
Αντίθετα επιβεβαιώθηκε, γι’ άλλη μια φορά, ότι οι ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένες να διακινδυνέψουν στο ελάχιστο την πλήρη απώλεια της Τουρκίας, όχι του προέδρου της, από το δυτικό στρατόπεδο και να οδηγήσουν τη χώρα πιο βαθιά στην οικονομική και στρατιωτική επιρροή της Ρωσίας.
Ο πρόεδρος Τραμπ γνωρίζει ότι η πολιτική του αντιμετωπίζει μια ισχυρή αντίδραση από σημαντικά κέντρα ισχύος στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Γνωρίζει ότι έχει διαμορφωθεί μια ισχυρή διακομματική πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία που επιθυμεί σκλήρυνση της στάσης των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία. Γνωρίζει ότι πρώην συνεργάτες του (π.χ. Μπόλτον) και τα μεγαλύτερα συγκροτήματα των αμερικάνικων ΜΜΕ κάνουν λόγο για «ανάρμοστες οικονομικές σχέσεις Τραμπ-Ερντογάν» και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο.
Η εμμονή του να κολακεύει τον Τούρκο πρόεδρο και να «καταπίνει» τις προσβολές, που ενισχύουν τη θέση των αντιπολιτευόμενων Γερουσιαστών και τονώνει την ενδόρηξη στις ΗΠΑ, δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς την ουσιαστική στήριξη δυναμικών παραγόντων της εσωτερικής σκηνής.
Παρά την «σκόνη» των δηλώσεων παραγόντων και από τις δύο χώρες, οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ότι είναι αναγκαίο να εξαντληθούν τα χρονικά περιθώρια που θα αποτρέψουν μια μόνιμη διαταραχή της συνοχής του ΝΑΤΟ στη Ν.Α. Μεσόγειο – κάτι που θα σημάνει η απώλεια της Τουρκίας από τη δυτική συμμαχία.
Ο Ερντογάν, εκμεταλλευόμενος τις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, είναι σε θέση να εκβιάζει τις δύο πλευρές και καταφέρνει, έστω προσωρινά, να αποσπά πλεονεκτήματα και από τους δύο
Το ίδιο ακριβώς παιχνίδι παίζει και ο πρόεδρος της Τουρκίας. Εκμεταλλευόμενος τις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας είναι σε θέση να εκβιάζει τις δύο πλευρές και καταφέρνει, έστω προσωρινά, να αποσπά πλεονεκτήματα και από τους δύο.
Έτσι, ο Τ. Ερντογάν, ενώ παρουσιαζόταν δυσαρεστημένος και έτοιμος να μην πραγματοποιήσει το ταξίδι στις ΗΠΑ, έφυγε από το Λευκό Οίκο με μια σημαντική διπλωματική νίκη. Οι κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας παραμένουν στο ψυγείο, απέσπασε δικαιολόγηση –αν όχι επιβράβευση– για την παράνομη εισβολή στη Συρία, πήρε στήριξη στον οικονομικό και πολιτικό εκβιασμό που κάνει σε βάρος της Ε.Ε., πάγωσε τη διαδικασία αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τη Γερουσία, κράτησε ανοικτή την ατζέντα για αύξηση των οικονομικών συναλλαγών μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας στα 100 δισ. δολάρια από τα 20 δισ. που είναι σήμερα.
Από την πλευρά του δεν παραχώρησε απολύτως τίποτα. Υπεραμύνθηκε του δικαιώματος στην αγορά των S400, κατήγγειλε ως «προσβολή των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας» το αίτημα για μη ενεργοποίησή τους, ενώ δήλωσε πρόθυμος να αγοράσει και τους αμερικανικούς Patriot. «Ας τα έχουμε και τα δυο» δήλωσε χαρακτηριστικά γελοιοποιώντας τις αντιδράσεις στρατιωτικών και πολιτικών παραγόντων που «σκίζουν τα ιμάτια τους» για το ασυμβίβαστο νατοϊκών και ρωσικών οπλικών συστημάτων.
Τέλος, εμφανίστηκε «θερμός» υποστηρικτής του ΝΑΤΟ ενώνοντας τη φωνή του με εκείνη του Τραμπ εναντίον του Γάλλου προέδρου Μακρόν που δήλωσε πρόσφατα ότι «το ΝΑΤΟ είναι κλινικά νεκρό» με αφορμή την ανοχή που δείχνουν οι ΗΠΑ στον Ερντογάν.
Σ.Π.
Το φιάσκο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
Η επίσκεψη και τα οφέλη της επίσκεψης Ερντογάν στις ΗΠΑ αναδεικνύουν ανάγλυφα το εκκωφαντικό φιάσκο του ελληνικού πολιτικού κόσμου. Ο επίσημος πολιτικός κόσμος παρακολουθεί αμήχανος τις επιτυχίες της πολιτικής Ερντογάν χωρίς κανένα σχέδιο αντίδρασης. Η επιθυμία να οδηγηθούν οι ΗΠΑ σε σύγκρουση με την Τουρκία και να αναδειχθεί η χώρα σε πλεονεκτικό και αποκλειστικό συνεργάτη των ΗΠΑ στην περιοχή διαψεύδονται. Η χώρα έχοντας μετατραπεί σε απέραντη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ όχι μόνο δεν κερδίζει εγγυήσεις έναντι της επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας αλλά αδρανοποιείται όλο περισσότερο. Απεμπολεί κάθε δυνατότητα άσκησης μιας ενεργητικής πολιτικής σε βάρος των σχεδίων της Τουρκίας. Σιωπά εκκωφαντικά μπροστά στη συνεχή τουρκική απειλή πολέμου σε Κύπρο και Αιγαίο, σιωπά εκκωφαντικά μπροστά στον συνεχή εκβιασμό της Ε.Ε. από την Τουρκία με τις μεταναστευτικές ροές. Σιωπά ακόμα και μπροστά στους εξωφρενικούς ρυθμούς εξοπλισμού της Τουρκίας αδιαφορώντας να δημιουργήσει συμμαχίες και συνεργασίες, στους διεθνείς οργανισμούς που συμμετέχει, ως ελάχιστο όπλο αποτροπής των απειλών που επίσημα αντιμετωπίζει.
Αντίθετα οδηγείται σε όλο και μεγαλύτερη διπλωματική απομόνωση, διαρρηγνύοντας τις σχέσεις της με τη Ρωσία, και συμμετέχοντας ενεργά στη φιλοπόλεμη πολιτική των ΗΠΑ σε βάρος της. Ο ελληνικός πολιτικός κόσμος νομίζει ότι θα διασωθεί κάτω από την ευρωατλαντική ομπρέλα. Αρνείται να δει τις θύελλες της περιόδου και αρκείται να προετοιμάζει τους πολίτες για τις «επώδυνες υποχωρήσεις» που ετοιμάζονται. Χωρίς αμφιβολία στέκει στο ύψος των παραδόσεων και της ιστορίας του…