Με το νόμο που ψηφίστηκε, οι εκπαιδευτικοί θα μετατραπούν σε κυνηγούς χαρτιών. Του Γιάννη Αμανατίδη*
Η μνημονιακή συγκυβέρνηση επικαλέστηκε την ανατροφοδότηση και την εποπτεία, ως στοιχεία που καθιστούν απαραίτητη την Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Και αυτό παρά το γεγονός ύπαρξης στο εκπαιδευτικό σύστημα μηχανισμών με αυτήν τη στόχευση. Υπάρχει το Ηλεκτρονικό Σύστημα Καταγραφής «Survey», στο οποίο οι διευθυντές των σχολικών μονάδων καταχωρούν επικαιροποιημένα τα στοιχεία για τα σχολεία τους σε μηνιαία βάση. Επίσης, ο ν. 1566/85, ορίζει μια σειρά διαδικασιών που θα μπορούσαν όμως απλώς να ενεργοποιηθούν σε ένα πλαίσιο συνεργασίας των εμπλεκόμενων παραγόντων. Η ύπαρξη αυτού του θεσμικού και νομικού πλαισίου, καθιστά μη απαραίτητη τη σύσταση μιας Αρχής τόσο εξειδικευμένης σε σχέση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα και μάλιστα με κόστος περίπου 1.500.000 ευρώ ετησίως.
Εξωτερική αξιολόγηση
Στην πολιτική που ακολουθείται από τη συγκυβέρνηση για την αξιολόγηση, διαφαίνεται καθαρά η κατά γράμμα συμμόρφωση στις οδηγίες της έκθεσης του ΟΟΣΑ του 2011 που αναφέρει ότι: «Βασικό στοιχείο ενός συστήματος αξιολόγησης, το οποίο απουσιάζει σήμερα στην Ελλάδα, είναι ένα μέσο αξιολόγησης των μαθησιακών αποτελεσμάτων, μέσο αξιολόγησης μαθητή σε εθνικό επίπεδο». Σε αυτήν την κατεύθυνση αναμένεται λοιπόν η καθιέρωση σταθμισμένων τεστ. Άραγε θα ξεκινάμε πανελλαδικά με εξετάσεις από το Δημοτικό; Γιατί πώς αλλιώς θα αξιολογηθούν τα μαθησιακά αποτελέσματα; Τη στιγμή που ήδη το Λύκειο στη χώρα μας είναι εξετασιοκεντρικό, το ίδιο μοντέλο θα υιοθετηθεί μακροπρόθεσμα και από το Δημοτικό, όπως προτείνει η έκθεση του ΟΟΣΑ: «Μέρος της στρατηγικής αυτής μπορεί να περιλαμβάνει ανάπτυξη ευρείας κλίμακας τυποποιημένων τεστ». Βραχυπρόθεσμα επίσης προτείνεται, με την εξωτερική αξιολόγηση να επικυρώνονται τα αποτελέσματα της αυτοαξιολόγησης, να αξιολογείται δηλαδή η ικανότητα της σχολικής μονάδας και να καθιερωθεί μία βάση λογοδοσίας σχολικών μονάδων και διευθυντών και κατηγοριοποίησής τους.
Στόχοι του πλαισίου αξιολόγησης
Η αξιολόγηση του έργου του εκπαιδευτικού είναι ένας από τους περίπου είκοσι παράγοντες οι οποίοι -όσοι είναι επιστήμονες τουλάχιστον της αγωγής και της παιδαγωγικής το γνωρίζουν- διέπουν και καθορίζουν την ποιότητα της εκπαίδευσης.
Η ερευνητική στρατηγική στην οποία υποτάσσεται η Αρχή αυτή της Διασφάλισης της Ποιότητας -μεταξύ των διαφόρων μεθοδολογιών έρευνας για τη σχολική αποτελεσματικότητα: ποσοτική, ποιοτική και του πραγματισμού- είναι ξεκάθαρα η ποσοτική.
Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου γίνεται ο κυριότερος μοχλός διαμόρφωσης της εσωτερικής ζωής του σχολείου. Θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις στην καθημερινότητα του σχολείου, στις μαθητικές δραστηριότητες και στον τρόπο εργασίας του εκπαιδευτικού, καθώς ορατός είναι ο κίνδυνος οι εκπαιδευτικοί να μετατραπούν σε συμβολαιογράφους επιδόσεων, σε κυνηγούς χαρτιών -το λεγόμενο «paper disease»- και οι μαθητές να διαβάζουν μόνο ό,τι είναι χρήσιμο για τις εξετάσεις. Και βέβαια με ένα τέτοιο σύστημα αξιολόγησης, το ερώτημα «γιατί να διδάσκεται αυτή η γνώση» υποσκελίζεται από το ερώτημα «πώς θα διδάξουμε τη δεδομένη γνώση καλύτερα». Η αξιολόγηση αποκομμένη από παράλληλες αλλαγές στα προγράμματα και στις δαπάνες για τα κτήρια, από σε βάθος αλλαγές στην εκπαίδευση και στην επιμόρφωση, θα καταστεί ένας εσωτερικός μηχανισμός πειθαναγκασμού και υποταγής της εσωτερικής ζωής του σχολείου στη συγκεκριμένη εκπαιδευτική πολιτική.
Όμως η σχολική ζωή και οι διδακτικές πρακτικές πρέπει να προσεγγίζονται με ποιοτικές ερευνητικές στρατηγικές, λαμβάνοντας υπόψη το συγκείμενο μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται.
Στις πρόσφατες συζητήσεις στη Βουλή για τη σύσταση της ΑΔΙΠΠΔΕ επιχειρήθηκε –μέσα από τις τοποθετήσεις πολλών βουλευτών της συγκυβέρνησης- η ενοχοποίηση των εκπαιδευτικών για όλα τα δεινά της εκπαίδευσης. Στις ομιλίες τους, η αξιολόγηση και η διασφάλιση της ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ουσιαστικά επικεντρώθηκε στον εκπαιδευτικό, γεγονός που συνιστά θεαματική στροφή στάσης εκ μέρους της ηγεσίας του Υπουργείου. Η ρητορική αυτή όμως γεννά εύλογα τα ακόλουθα ερωτήματα: Ο εκπαιδευτικός έχει την ευθύνη για την υποχρηματοδότηση της Παιδείας, για ένα αξιολογικό σύστημα επιλογής στελεχών το οποίο ήταν κομματικό; Ο εκπαιδευτικός φταίει για τα εξαθλιωμένα παιδιά, για τα παιδιά που πέφτουν από την πείνα μέσα στις σχολικές αίθουσες; Για τα σχολεία τα οποία λειτουργούν μέσα σε κibo λυόμενα -στη Θεσσαλονίκη μάλιστα είχαμε πρόσφατο κρούσμα φωτιάς από βραχυκύκλωμα-, για τα σχολεία που λειτουργούν με τριάντα μαθητές ανά τμήμα, που δεν έχουν εργαστήρια, που κάνουν τους διαδρόμους αίθουσες διδασκαλίας, για τα σχολεία τα οποία δεν έχουν -τα περισσότερα- αίθουσες αγγλικών, μουσικής, γυμναστήρια, για τα σχολεία που δεν έχουν εκπαιδευτικούς με τριάντα δύο χιλιάδες ώρες κενά ακόμη και τώρα που τελειώνει η σχολική χρονιά, για τα σχολεία που όχι μόνο δεν έχουν εκπαιδευτικούς, αλλά δεν έχουν και τις υποστηρικτικές δομές, ευθύνεται ο εκπαιδευτικός; Δεν ευθύνεται μια συγκεκριμένη πολιτική; Επιπρόσθετα, το πλαίσιο αξιολόγησης που δρομολογεί η κυβέρνηση είναι άκρως τιμωρητικού χαρακτήρα για τους εκπαιδευτικούς, γιατί οδηγεί σε απόλυση εκπαιδευτικούς με δύο αρνητικές αξιολογήσεις, ενώ είναι άδικη ποσόστωση στην προαγωγή τους από τον ένα βαθμό στον άλλο, όπως προκύπτει άλλωστε από την αιτιολογική έκθεση του ίδιου του σχεδίου νόμου για την ΑΔΙΠΠΔΕ.
Πρόταση
Απαραίτητη προϋπόθεση στη σχολική λειτουργία είναι η ύπαρξη ενός εκπαιδευτικού συμβολαίου. Η εμπιστοσύνη και η ευθύνη οφείλουν να είναι τα κυρίαρχα στοιχεία.
Η σχολική επίδοση των μαθητών δεν μπορεί να συναρτάται με τις κρίσεις, την προαγωγή και το εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς των εκπαιδευτικών. Πρέπει να αναγνωριστεί ο κοινωνικός ταξικός παράγοντας που είναι καθοριστικός για την πρόσκτηση της σχολικής γνώσης. Είναι ακόμα αναγκαία η ύπαρξη ενός δημοκρατικού πλαισίου λειτουργίας των σχολικών μονάδων, η ελεύθερη συναίνεση και η εθελοντική συμμετοχή των μελών της σχολικής κοινότητας, όπως και η δυνατότητα διαμόρφωσης εργαλείων βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου.
Η φιλοσοφία του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για την αξιολόγηση προϋποθέτει ένα τελείως διαφορετικό γενικό πλαίσιο εκπαιδευτικής πολιτικής. Προϋποθέτει ένα δημοκρατικό πλαίσιο στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού και φυσικά στον αντίποδα αυτής της μνημονιακής πολιτικής.
* Ο Γιάννης Αμανατίδης είναι δάσκαλος,
βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ