Η ευρωπαϊκή κόντρα με το ΔΝΤ, η διελκυστίνδα με το βοήθημα στους συνταξιούχους και η «πολιτική δαπραγμάτευση» που καταλήγει στην παγίδα των εξωφρενικών πλεονασμάτων

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Πολιτική διαπραγμάτευση ήθελε η κυβέρνηση, όπως κάθε φορά που τα πράγματα μπλοκάρουν σε επίπεδο κουαρτέτου, πολιτική διαπραγμάτευση -και δη σε επίπεδο κορυφής- είχε τις τελευταίες μέρες. Αλλά αποδείχθηκε ότι αυτή είναι πολύ δυσκολότερη από τις «τεχνικές διαπραγματεύσεις». Στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. η ελληνική κυβέρνηση απλώς προσυπέγραψε την περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της Ένωσης, με άξονα και πρόσχημα το μεταναστευτικό και την καταδίκη Συρίας-Ρωσίας για τις εξελίξεις στο Χαλέπι, παίρνοντας μόνο μια ευχή τεσσάρων λέξεων για συμμόρφωση των χωρών της Ε.Ε. στις υποχρεώσεις μετεγκατάστασης προσφύγων. Είχε προηγηθεί και η παράταση των κυρώσεων στη Ρωσία. Στο Βερολίνο, στη συνάντηση Μέρκελ-Τσίπρα, η Γερμανίδα καγκελάριος απέδειξε στην πράξη το αναμενόμενο: παραπέμποντας στο κουαρτέτο και στο Eurogroup τη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση και την εμπλοκή στα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, μ’ αφορμή το έκτακτο επίδομα στους συνταξιούχους και την αναστολή του αυξημένου ΦΠΑ στα νησιά, υπογράμμισε έμμεσα ότι δεν προτίθεται να διαφοροποιηθεί από την τακτική του υφισταμένου της Β. Σόιμπλε. Άλλωστε, όπως είχε ξεκαθαρίσει και στον ιδεολογικά ομογάλακτό της Α. Σαμαρά το 2014, η «διακυβέρνηση» της Ευρωζώνης είναι ένα πεδίο που έχει εκχωρήσει πλήρως στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών.

 

Μέρκελ=Σόιμπλε και αντιστρόφως

Εξάλλου, το πρόβλημα με την «πολιτική διαπραγμάτευση» είναι ότι τα κριτήρια με τα οποία αποφασίζουν οι διαπραγματευόμενοι είναι για όλους ίδια και, εξού και ανταγωνιστικά: όπως ο Αλ. Τσίπρας μπορεί να χρησιμοποιήσει ως έσχατο επιχείρημα προς τη Μέρκελ ότι, αν πιεστεί υπερβολικά από το κουαρτέτο δεν θα επιβιώσει πολιτικά και θ’ αναγκαστεί να προσφύγει σε εκλογές, έτσι και η Γερμανίδα καγκελάριος θα του αντιτείνει ότι κι εκείνη έχει μπροστά της δύσκολες εκλογές που της απαιτούν λεπτές ισορροπίες. Και, με δεδομένο ότι το κόμμα της έχει απώλειες κυρίως προς το ακροδεξιό AfD και σε ένα βαθμό προς τους Φιλελεύθερους, που κι οι δυο εντάσσουν τη ρητορική κατά της «επαίτη» Ελλάδας στην ατζέντα τους, θα πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένο ότι η Μέρκελ δεν θα διστάσει να στραφεί δεξιότερα στη διάρκεια του προεκλογικού 2017 σε όλα τα πεδία: από το μεταναστευτικό και τη στάση έναντι της Ρωσίας, μέχρι το δημοσιονομικό της Ευρωζώνης ή το Grexit. Δηλαδή, να εναρμονιστεί πλήρως με τη γραμμή Σόιμπλε.

Η δεύτερη ζώνη άμυνας της κυβέρνησης, καθώς το πολιτικό επιχείρημα δεν είναι αποτελεσματικό, είναι οι χαμηλοί τόνοι και η «πειθώ». Παρά το κραυγαλέο γερμανικό «πραξικόπημα» στον ESM, που πάγωσε τα μέτρα για το χρέος παραβιάζοντας ακόμη και το «γράμμα» της απόφασης του Eurogroup, η κυβέρνηση όχι μόνο απέφυγε λεονταρισμούς, αλλά επέλεξε αποκλιμάκωση της έντασης (για «παρεξήγηση» μίλησε ο Αλ. Τσίπρας) και στάση συμμόρφωσης στα «προαπαιτούμενα» που θέτει ο ESM για έλεγχο της δημοσιονομικής επίπτωσης των μέτρων για τους συνταξιούχους και τα νησιά. Εδώ, η κυβέρνηση θεωρεί ότι έχει εξαιρετικά πειστικό επιχείρημα το θηριώδες πλεόνασμα που έχει επιτευχθεί στο 11μηνο του έτους (7,5 δισ., υπερδιπλάσιο του ετήσιου στόχου και πολλαπλάσιο των 616 εκατ. που στοιχίζει το έκτακτο βοήθημα). Πλεόνασμα αποσπασμένο με αίμα, τόσο στο πεδίο της φορολογίας όσο και της συγκράτησης των δημοσίων δαπανών. Έτσι, επενδύει σε μια τεχνική διευθέτηση του ζητήματος, ενδεχομένως με άλλες «θυσίες» στα πεδία της εκκρεμούς δεύτερης αξιολόγησης.

 

Το σόου σύγκρουσης με το ΔΝΤ

Το παράδοξο είναι ότι ενώ η κυβέρνηση αντέδρασε χαμηλότονα, την πολιτική ένταση την ανέβασαν (για λογαριασμό της;) άλλοι: στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η ομάδα των Σοσιαλδημοκρατών επιτέθηκε με δριμύτητα κατά του Ντάισελμπλουμ, θέτοντας ζήτημα κλήσης του σε «απολογία». Ο επίτροπος Μοσκοβισί, επίσης, αμφισβήτησε ευθέως τη «νομιμότητα» της απόφασης του ESM και το ίδιο έκανε ο Ολάντ και ορισμένοι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης που -αν και μέλη της Διοίκησης του Μηχανισμού- δήλωσαν άγνοια για την απόφαση. Ωστόσο, πολύ σοβαρότερη είναι πολιτικά η δημόσια αντιπαράθεση της Κομισιόν -και ιδιαίτερα του Μοσκοβισί- και του «δανειστή» ESM με τους Τόμσεν και Όμπστφελντ για το άρθρο τους με το οποίο πρακτικά αποδομούν το 3ο Μνημόνιο και εκτιμούν ότι δημοσιονομικά δεν βγαίνει (με ιδιαίτερο, αυτοτελές άρθρο του Τόμσεν στο οποίο λέει το ίδιο, με περισσότερα στοιχεία, για τον μόλις ψηφισθέντα Προϋπολογισμό του 2017), υποστηρίζοντας την ανάγκη για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Η Κομισιόν υπεράσπισε την αξιοπιστία του 3ου Μνημονίου, ο ESM δήλωσε έκπληξη για τις απόψεις του ΔΝΤ κα δυσαρέσκεια για τη δημοσιοποίησή τους, αξιωματούχοι της E.E. και της Eurostat κατηγόρησαν το Ταμείο για αναξιόπιστα στοιχεία, αντιτείνοντας τα δικά τους. Έτσι, διαμορφώθηκε η παράδοξη εκ πρώτης όψεως εικόνα από τη μια μεριά η κυβέρνηση, μαζί με την Κομισιόν και τον ESM, να υπερασπίζονται με πάθος την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2020 -προς το παρόν-, και από την άλλη μεριά το ΔΝΤ να μένει μόνο του στην υποστήριξη της ανάγκης για μείωσή τους στο 1,5%, διότι αλλιώς θα υπονομευτεί η ανάπτυξη. Έστω κι αν μαζί με τα χαμηλότερα πλεονάσματα ζητάει νέες περικοπές στις συντάξεις και μείωση του αφορολογήτου (ή, διεύρυνση της φορολογικής βάσης, κατά την πολιτικά ορθή αργκό του).

 

Και στο βάθος ο νέος «κόφτης»

Ποιος είναι με ποιον και εναντίον ποιου σε αυτό το μπάχαλο; Πρόκειται για μια πρωτοφανή σύγχυση ρόλων ή μήπως η γερμανική ηγεσία κατάφερε με την εξέλιξη αυτή να πετάξει από πάνω της το «μονοπώλιο» της αντιπαράθεσης με το ΔΝΤ στα θέματα του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων; Μπορεί κανείς βάσιμα να υποστηρίξει τη δεύτερη εκδοχή, αν συνυπολογίσει όχι μόνο την παραπολιτικού ενδιαφέροντος καλή σχέση του Τόμσεν με τη Μέρκελ και τον Σόιμπλε, αλλά και την ταχύτητα με την οποία το κουαρτέτο των θεσμών συνέταξε -κατά παραγγελία Σόιμπλε- μια έκθεση στην οποία εκφράζει ανησυχία για τη δημοσιονομική επίπτωση του έκτακτου επιδόματος στους συνταξιούχους, όχι τόσο φέτος, αλλά τις επόμενες χρονιές. Εν ολίγοις, διατυπώνουν την προειδοποίηση να μην επαναληφθεί «μονομερώς» το 2017 ή το 2018. Όλο αυτό μυρίζει γερμανική ενορχήστρωση που προλειαίνει το έδαφος για τη μείζονα υποχώρηση της κυβέρνησης στη δεύτερη αξιολόγηση: τη διεύρυνση και χρονική επέκταση του δημοσιονομικού «κόφτη», ώστε να ικανοποιηθεί η απαίτηση του ΔΝΤ για κάλυψη των πλεονασμάτων με πηγές νέων περικοπών στα επόμενα χρόνια μέχρι το 2020.

Ένας συμβιβασμός που θα διασώζει το εφάπαξ βοήθημα και τον χαμηλό ΦΠΑ στα νησιά και θα αντισταθμίζεται όχι μόνο από τις ήδη νομοθετημένες πολλαπλάσιες περικοπές σε ΕΚΑΣ και συντάξεις, αλλά και από δέσμευση νέων μέτρων σε περίπτωση μη επίτευξης των στόχων για τα πλεονάσματα, προσφέρει στην κυβέρνηση ένα πρόσκαιρο πολιτικό άλλοθι για το κλείσιμο της αξιολόγησης με σημαντικές υποχωρήσεις και με αξιοσημείωτη καθυστέρηση, που πληρώνεται με παράταση της εξαίρεσης από την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και του αποκλεισμού από τις αγορές (οι οποίες, σε λίγες μέρες, εξανέμισαν τη σημαντική μείωση τριών μηνών στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων). Άλλωστε, ο τελικός λογαριασμός για την κυβέρνηση μπορεί να γίνει μόνο όταν κλείσει και το πιο εμβληματικό της κεφάλαιο, οι εργασιακές σχέσεις, στο οποίο οι διαφωνίες μεταξύ ΔΝΤ και ευρωπαϊκής τρόικας αποδεικνύονται τελικά από ελάχιστες έως ανύπαρκτες, όπως σταθερά το τελευταίο διάστημα παραδέχεται η υπουργός Εργασίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!