του Ατίλιο Μπορόν*
Στο βαθμό που παρατείνεται η ρωσική κατοχή της Ουκρανίας –και λέω «κατοχή» για να χρησιμοποιήσω τον όρο που χρησιμοποιείται για εισβολές οι οποίες έχουν τις ευλογίες των κατεστημένων δυνάμεων: κατοχή του Ιράκ, της Λιβύης, της Συρίας, των Παλαιστινιακών Εδαφών κ.λπ.– πολλαπλασιάζονται τα ερωτήματα για τη φύση και τη σημασία αυτής της επιχείρησης. Εξαρχής, είναι αναγκαίο να αγνοήσουμε παντελώς τις υποτιθέμενες «αλήθειες» και «αποδείξεις» που παρέχει ο Δυτικός Τύπος μέσω των ναυαρχίδων του στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, επειδή αυτό που διαδίδουν τα δεδομένα ΜΜΕ είναι κραυγαλέα προπαγάνδα. Οπωσδήποτε, από μια αυστηρά στρατιωτική σκοπιά, είναι αλήθεια ότι η Ρωσία «εισέβαλε» στην Ουκρανία. Αλλά δεδομένου ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», όπως μας υπενθυμίζει ο φον Κλαούζεβιτς, αυτή η στρατιωτική επέκταση πρέπει να αξιολογείται και να ερμηνεύεται βάσει των πολιτικών υποθέσεων που τη νοηματοδοτούν. Αυτό θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια.
Η Ρωσία και ο Ψυχρός Πόλεμος
Οι εν λόγω υποθέσεις είναι πολύ σαφείς: Η Ρωσία υιοθέτησε αυτήν την εξαιρετική στάση, η οποία σε αφηρημένο επίπεδο αξίζει να καταδικαστεί, ως απάντηση σε τριάντα χρόνια επιθέσεων, που ξεκίνησαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Κάποιο καιρό πριν ο Βλαντίμιρ Πούτιν, με τον συνήθη δυναμισμό του, είπε στους Δυτικούς ηγέτες: «Δεν σας αρκούσε που νικήσατε τη Ρωσία στον Ψυχρό Πόλεμο. Την ταπεινώσατε κιόλας». Ο πολιτικός (και στρατιωτικός) αγώνας δεν είναι μια αφηρημένη άσκηση, ούτε διαγωνισμός χειρονομιών ή ρητορικών εκφράσεων. Γι’ αυτό, όσα πράγματα παρουσιάζονται να έχουν απόλυτη καθαρότητα και καμία ρωγμή στο βολικό επίπεδο της αφηρημένης διανόησης, στον θορυβώδη αγώνα που λαμβάνει χώρα μέσα στη λάσπη και το αίμα της ιστορίας αυτό που θα αποκαλούσαμε «εισβολή» εμφανίζεται με ένα εντελώς διαφορετικό νόημα: ως αμυντική αντίδραση ενώπιον μιας δίχως τέλος και άδικης παρενόχλησης.
Όταν η ΕΣΣΔ αποσυντέθηκε, η Ρωσία διέλυσε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, καθιέρωσε ένα πολιτικό καθεστώς του στιλ των ευρωπαϊκών δημοκρατιών, παλινόρθωσε έναν βαθιά ολιγαρχικό καπιταλισμό με μαφιόζικες μεθόδους, άνοιξε την οικονομία της στο ξένο κεφάλαιο, ενώ έπαιξε ακόμη και με την ιδέα να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Παρ’ όλα αυτά, και όσο κι αν προσπάθησε να προσαρμοστεί στη Δυτική ιδεολογική-πολιτική αντίληψη, η Ρωσία εξακολούθησε να θεωρείται παρεκκλίνων παράγοντας στο διεθνές σύστημα – όπως συνέβαινε και στη σοβιετική εποχή. Εξακολούθησε να αντιμετωπίζεται ως εχθρός από τον οποίο πρέπει να προστατευθεί κανείς, και ο οποίος πρέπει, την ίδια στιγμή, να εμποδιστεί να προστατεύσει τον εαυτό του. Διότι μπορεί η διεθνής ασφάλεια να είναι κάτι αδιαπραγμάτευτο για τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους, αλλά τέτοιο προνόμιο δεν αναγνωρίζεται στη Ρωσία.
Μια μυωπική και διεφθαρμένη ευρωπαϊκή ηγεσία
Η στρατιωτική επιχείρηση που εξαπολύθηκε εναντίον της Ουκρανίας είναι η λογική συνέπεια μιας άδικης πολιτικής κατάστασης, ή το τελικό σημείο μπροστά σε αυτό που ο Μποαβεντούρα ντε Σόουζα διέγνωσε ως «απόλυτη ανικανότητα των Δυτικών ηγετών» να συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχει και δεν θα υπάρχει ευρωπαϊκή ασφάλεια εάν η εγγύησή της δεν περιλαμβάνει και τη Ρωσία[1]. Ανικανότητα μιας ευρωπαϊκής ηγεσίας στην οποία αξίζουν κι άλλοι χαρακτηρισμοί: είναι κοντόθωρη, αδαής και υποτακτική στην αδικία ενώπιον του ηγεμονισμού των ΗΠΑ – οι οποίες δεν θα διστάσουν να ξεσηκώσουν νέους πολέμους στην Ευρώπη ή στην μπροστινή αυλή της, τη Μέση Ανατολή, όσες φορές αυτό θα υπηρετεί τα συμφέροντά τους.
Ο Χένρι Κίσινγκερ, ένας εγκληματίας πολέμου ο οποίος όμως –σε αντίθεση με τον Μπάιντεν– έχει βαθιά γνώση των διεθνών πραγματικοτήτων, έγραφε: «Η δαιμονοποίηση του Πούτιν από τη Δύση δεν συνιστά πολιτική. Αντίθετα, είναι άλλοθι για να καλύψει την έλλειψη πολιτικής»
Αυτή η αποτυχία στο επίπεδο της ηγεσίας οδήγησε τους Δυτικούς ηγέτες πρώτα να περιφρονήσουν ή να υποτιμήσουν τη Ρωσία (εκφράζοντας μια υπόκωφη ρωσοφοβία που δεν περνά απαρατήρητη από πολλούς Ρώσους), και μετά να δαιμονοποιήσουν τον Πούτιν – μια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ο Τζο Μπάιντεν έφτασε σε αδιανόητες υπερβολές. Πράγματι, στο μέσο της προεκλογικής εκστρατείας του ο Μπάιντεν, σαν να ήθελε να επιδείξει τον προσανατολισμό του στον… διάλογο, χαρακτήρισε τον Πούτιν ως επικεφαλής μιας «αυταρχικής κλεπτοκρατίας». Αντίθετα, σε ένα κείμενο που δημοσιεύθηκε λίγο μετά το [ουκρανικό] πραξικόπημα του 2014, ο Χένρι Κίσινγκερ, ένας εγκληματίας πολέμου ο οποίος όμως –σε αντίθεση με τον Μπάιντεν– έχει βαθιά γνώση των διεθνών πραγματικοτήτων, έγραφε ότι «ο Πούτιν είναι ένας σοβαρός στρατηγικός νους, στη γραμμή της παράδοσης της ρωσικής ιστορίας». Παρ’ όλα αυτά, στη Δύση συνέχισαν να τον υποτιμούν συστηματικά. Ο Κίσινγκερ ολοκλήρωσε το σκεπτικό του λέγοντας ότι «για τη Δύση, η δαιμονοποίηση του Πούτιν δεν συνιστά πολιτική – αντίθετα, είναι άλλοθι για να καλύψει την έλλειψη πολιτικής»[2]. Στο ίδιο κείμενο, το οποίο συνιστώ ανεπιφύλακτα να διαβαστεί από την ολοένα και σε μεγαλύτερη σύγχυση ευρισκόμενη μεταμοντέρνα αριστερά, τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στην Ευρώπη, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών του Νίξον παρέχει μια σκέψη αναγκαία για να κατανοηθεί η εξαιρετική φύση της ουκρανικής κρίσης.
Η κόκκινη γραμμή: το ΝΑΤΟ στην Ουκρανία
Γράφει λοιπόν ότι, για τους Ρώσους, «η Ουκρανία δεν θα θεωρηθεί ποτέ μια ξένη χώρα. Η ιστορία της Ρωσίας ξεκινά σε αυτό που είναι γνωστό ως Κιεβική Ρωσία». Και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που ακόμη και πικρόχολοι διαφωνούντες με το σοβιετικό κατεστημένο, όπως ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και ο Γιόζεπ Μπρόντσκι, «δεν σταμάτησαν να υπογραμμίζουν ότι η Ουκρανία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ρωσικής ιστορίας, άρα και της Ρωσίας»[3]. Ουδείς εκ των Δυτικών ηγετών δεν μοιάζει να έχει την παραμικρή ιδέα αυτής της ιστορικής κληρονομιάς, η οποία είναι αποφασιστικής σημασίας για να κατανοηθεί για ποιο λόγο ο Πούτιν έβαλε την «κόκκινη γραμμή» για το ΝΑΤΟ ακριβώς στην Ουκρανία.
Αυτές οι αναφορές, που μοιάζουν να ενθαρρύνουν μια στάση απόδρασης ή άρνησης μπροστά στον τρόμο της στιγμής, είναι βασικές για να κατανοηθεί η σύγκρουση – και στη συνέχεια να επιλυθεί. Γι’ αυτό εξυπηρετεί να διαβαστεί τι έγραφε το 2015 ένας Βορειομερικανός διεθνιστής, ο Τζον Μερσάιμερ, όταν η Ουάσιγκτον συναντήθηκε με ναζιστικές συμμορίες στο πραξικόπημα που ανέτρεψε τη νόμιμη κυβέρνηση του Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Σε άρθρο του ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγο τόνιζε ότι η ουκρανική κρίση και η ανάκτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν «οφείλεται σε λάθος της Δύσης», στον αδέξιο χειρισμό των σχέσεών της με τη Μόσχα.
Πρόσθετε επίσης ότι οποιοσδήποτε πρόεδρος των ΗΠΑ θα αντιδρούσε βίαια εάν μια δύναμη σαν τη Ρωσία έστηνε ένα πραξικόπημα σε γειτονική χώρα, ας πούμε στο Μεξικό, ανατρέποντας μια κυβέρνηση φιλική προς την Ουάσιγκτον και αντικαθιστώντας την με ένα βαθιά αντιαμερικάνικο καθεστώς[4].
Συνοπτικά: τα φαινόμενα δεν αποκαλύπτουν πάντα την ουσία των πραγμάτων. Κι αυτό που από πρώτη ματιά φαίνεται να είναι ένα πράγμα –μια εισβολή– μπορεί, από μια διαφορετική σκοπιά και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα του γενικότερου πλαισίου, να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
* Αργεντίνος κοινωνιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στις 28/2/2022 στην εφημερίδα «Pagina 12» (www.pagina12.com.ar).
Σημειώσεις:
[1] «Conflicto Rusia-Ucrania: ¿Cómo hemos llegado hasta aquí?» (26/2/2022, www.pagina12.com.ar).
[2] «How the Ukraine Crisis Ends” (6/3/2014, www.washingtonpost.com).
[3] «To settle the Ukrainian crisis, start at the end» (5/3/2014, www.washingtonpost.com).
[4] «Why the Ukraine crisis is the West’s fault» (επιθεώρηση Foreign Affairs, τ. 93 / φ.5, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2014).