του Βασίλη Ασημακόπουλου
«Εδώ υπήρχε η Κάνδανος.
Κατεστράφη προς εξιλεασμόν
της δολοφονίας 25 Γερμανών Στρατιωτικών»
Επιγραφή των γερμανικών Αρχών Κατοχής
Με αφορμή τη δίκη του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου για τυχόν αδικήματα του Ν. 4285/2014 περί καταπολέμησης ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου και το σχετικό διάλογο που έχει αναπτυχθεί, μερικές σκέψεις.
Ήμουν και εξακολουθώ να είμαι αντίθετος στο πνεύμα και το γράμμα της διάταξης του αρ. 2 του Ν. 4285/2014, που οδηγεί στην ποινικοποίηση απόψεων, ακαδημαϊκών ή μη, και δεν θα επεκταθώ. Αναφέρω μόνον ότι κατά τη γνώμη μου εκτός όλων των άλλων είναι και μια διάταξη ανιστόρητη για την Ελλάδα. Ιστορικά δεν την έχουμε ανάγκη, γιατί δεν βαρυνόμαστε. Σε άλλους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, αποικιοκρατικούς ή και ιμπεριαλιστικούς, διαφορετικά ειπωμένο που διαμορφώνονται ως έθνη καταπιεστικά, ίσως να έχει μια ανάλογη διάταξη ιστορική βάση ή αιτιολογία. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η αμφισβήτηση γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, ολοκαυτωμάτων κ.λπ. πρέπει να αποποινικοποιηθεί. Η διαφορά είναι ότι οι περισσότεροι από τους δημοσίως παρεμβαίνοντες υπέρ του Ρίχτερ ευαισθητοποιήθηκαν σε σχέση με το συγκεκριμένο νόμο, μόνον όταν βουλευτές της τότε συμπολίτευσης (κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου) ζήτησαν να υπαχθεί στην προστασία του συγκεκριμένου νόμου και η αμφισβήτηση γενοκτονιών ή εγκλημάτων του ναζισμού κ.λπ. που έχουν αναγνωρισθεί από την ελληνική Βουλή (όχι μόνον από αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων, που προέβλεπε η αρχική διάταξη).
Η αποδοχή της συγκεκριμένης προσθήκης σήμαινε ότι εκτός του Ολοκαυτώματος, των εγκλημάτων πολέμου, ναζισμού κ.λπ., θα αναγνωρίζονταν και οι γενοκτονίες των λαών της Μικράς Ασίας, εφόσον είχαν αναγνωριστεί από τη Βουλή, και ειδικότερα των Ελλήνων του Πόντου. Αυτό και μόνον το γεγονός κινητοποίησε τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ (βλ. άρθρο Φίλη, Παλαιοκομματισμός και γενοκτονία στην Αυγή, 20/8/2014), αλλά και μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας, που αποδέχεται απόψεις και ορολογία περί συνωστισμού στη Σμύρνη ή μετακινήσεις πληθυσμών στη Μικρά Ασία. Δεν ήταν δηλαδή μια θέση αρχής, όπως επιδιώκεται να εμφανιστεί με αφορμή την υπόθεση Ρίχτερ, αλλά μια κατά περίπτωση ευαισθησία, η οποία εκδηλώνεται ανάλογα με τη συμφωνία ή όχι επί του συγκεκριμένου κάθε φορά ζητήματος και πάντως κατά την κρίσιμη περίοδο της ψήφισης του συγκεκριμένου νόμου μ’ αυτόν τον τρόπο εκδηλώθηκε.
Περαιτέρω, ακόμη και κόμματα που τοποθετήθηκαν δημοσίως με ανακοινώσεις τους υπέρ του Ρίχτερ, όπως το Ποτάμι που εξέδωσε ανακοίνωση με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ιεροεξεταστές στην Ελλάδα του 2015, δεν θέτουν θέμα αλλαγής των επίμαχων διατάξεων του νόμου με βάση τις οποίες διώκεται ο Ρίχτερ. Υπάρχει, συνεπώς, υποκρισία. Ζητούν να μην τιμωρηθεί ο Ρίχτερ, αλλά δεν ζητούν την κατάργηση των συγκεκριμένων διατάξεων. Δεν ενοχλούνται όταν δεν περιλαμβάνονται στις διατάξεις τού -τότε υπό ψήφιση- νόμου οι αναγνωρισμένες από τη Βουλή των Ελλήνων γενοκτονίες, όταν όμως τελικά περιλαμβάνονται διαμαρτύρονται για την ποινικοποίηση της άποψης.
Υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα, στο οποίο οι υποστηρικτές του Ρίχτερ αρνούνται να λάβουν θέση ή έστω να διατυπώσουν την άποψή τους για τις συγκεκριμένες απόψεις Ρίχτερ. Ενώ δηλαδή θέτουν -υποκριτικά και ελλιπώς κατά τη γνώμη μου- το ζήτημα επί της διαδικασίας, αρνούνται να πάρουν θέση στο ζήτημα επί της ουσίας. Το οποίο άλλωστε είναι και αυτό που ξεσήκωσε την τοπική -και όχι μόνον- κοινωνία, πλήγωσε τις ευαισθησίες των ανθρώπων, προσέβαλε συλλογικές μνήμες, οδηγώντας σε αντιδράσεις για την απόφαση του Πανεπιστημίου Κρήτης να προχωρήσει στην αναγόρευση του Ρίχτερ σε επίτιμο διδάκτορα και αποτέλεσε, ουσιαστικά, την αφορμή για την εισαγγελική παρέμβαση.
Η άρνηση ή αποφυγή τοποθέτησης επί του συγκεκριμένου των θέσεων Ρίχτερ, όπως αυτές καταγράφονται στο βιβλίο του, μπορεί να οφείλεται σε δύο λόγους. Είτε γιατί οι υποστηρικτές του Ρίχτερ δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο, είτε έχουν διαβάσει το βιβλίο, συμφωνούν μ’ αυτό στα επίμαχα σημεία, αλλά δεν έχουν το θάρρος ή επιλέγουν να μην τοποθετηθούν δημόσια και επί της ουσίας.
Οι απαξιωτικές αναφορές του Ρίχτερ για τον… βρόμικο και κτηνώδη τρόπο αντίστασης του κρητικού λαού απέναντι στους ιπποτικούς εισβολείς Γερμανούς, εντάσσονται στο ρεύμα ιστορικού αναθεωρητισμού για τη δεκαετία του ’40, που στο στόχαστρο έχει την εξίσωση ναζιστικής Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, αποσιωπά την αντιφασιστική συμμαχία και κυρίως απαξιώνει την αντίσταση των λαών απέναντι στους εισβολείς, το συλλογικό υποκείμενο της Ιστορίας που αναδείχθηκε στον Β’ Π.Π., αφαιρώντας το αξιακό ηθικό φορτίο που φέρει ο αντιστεκόμενος απέναντι στον βρόμικο και κτηνώδη εισβολέα.
Με τον τρόπο αυτό αφενός ενισχύεται η προπαγάνδα του ματαίου της Αντίστασης (οποιασδήποτε αντίστασης, αφού αυτή δεν έκρινε τον πόλεμο και προκαλεί αντίποινα, καταστροφές κ.λπ.) αφετέρου οι εμπόλεμοι παρουσιάζονται χωρίς τη βασική ιστορική και εθνική πλαισίωση που τους χαρακτηρίζει. Έθνος καταπιεστικό-ιμπεριαλιστικό, έθνος καταπιεζόμενο αγωνιζόμενο για την ελευθερία, όχι μόνον τη δική του, αλλά και των άλλων λαών (θέλουμε ελεύθερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά, μας λέει το αντάρτικο τραγούδι).
Στην Ελλάδα το ρεύμα του ιστορικού αναθεωρητισμού εκδηλώθηκε από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’90, όταν ξεκίνησε ένας διάλογος στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής κοινότητας ανάμεσα σε ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες για τη δεκαετία του ’40, ο οποίος πέραν της αρθρογραφίας λάμβανε μέχρι τα μέσα της περασμένης δεκαετίας και τη μορφή ετήσιου συνεδρίου. Βασικός στόχος του αναθεωρητικού ρεύματος ήταν η απομείωση του αντιστασιακού αγώνα του ελληνικού λαού, που στάθηκε πρωτοπόρος σε όλη την Ευρώπη στη μαζική αντιφασιστική πάλη μαζί με το λαό της Γιουγκοσλαβίας και κυρίως η απαξίωση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από τους δημοσίως παρεμβαίνοντες υπέρ Ρίχτερ, ήταν και είναι αρνητικοί στο ζήτημα των γερμανικών οφειλών, ήταν και είναι θετικά διακείμενοι στο μνημόνιο. Η εγχώρια άρχουσα τάξη και οι οργανικοί διανοούμενοί της έχουν παρελθόν, παρόν και διαμορφώνουν τους όρους του ηγεμονικού τους μέλλοντος. Εμείς «που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ» τι κάνουμε;