ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην Ιφιγένεια Καλαντζή
Σε ένα θερμό πολιτικά Ιούλη, προβλήθηκε την προηγούμενη Πέμπτη, 23/7/2015, στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, σε συνεργασία με την Ένωση Ελληνικού Ντοκιμαντέρ, η ταινία του Ροβήρου Μανθούλη Μπλουζ με σφιγμένα δόντια (1973), παρουσία του 86χρονου δημιουργού.
Ποιητής, πολυγραφότατος συγγραφέας και κοσμογυρισμένος κινηματογραφιστής, ο Ροβήρος Μανθούλης πρόλαβε να καταγράψει αυθεντικές μουσικές της γενιάς των μαύρων που γνώρισαν τη σκλαβιά. Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της γιαγιάς του πρωταγωνιστή για τον σκλάβο πατέρα της, μπρος στο λιωμένο πιάνο της, αφού υπήρξε μια από τις ελάχιστες γυναίκες-μουσικούς σε τζαζ μπάντες, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Στην τετράωρη σχεδόν κουβέντα μας, η χειμαρρώδης αφήγηση του Μανθούλη κάλυψε όλο σχεδόν το φάσμα της Nεότερης Iστορίας μας, κομμάτι της οποίας αποτελεί και ο ίδιος.
Η πολιτική επικαιρότητα έφερε την κουβέντα και στην ταινία του Πρόσωπο με Πρόσωπο (1966), που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ έτυχε να προβληθεί ανήμερα 21η Απρίλη του ’67 στο Φεστιβάλ της Υέρ, στη Γαλλία, πράγμα που του κόστισε το μόνιμο εκπατρισμό του, σε όλη τη διάρκεια της χούντας, αφού υπήρξε ο πρώτος που μίλησε εναντίον της.
Μετά τα πολυάριθμα μουσικά ντοκιμαντέρ ανά τον κόσμο που έχετε σκηνοθετήσει, γιατί επιλέξατε μια ταινία μυθοπλασίας για τα μπλουζ;
Τα μπλουζ με ενδιέφεραν μουσικολογικά και κοινωνιολογικά και πρότεινα μια εκπομπή για μπλουζ, στα πλαίσια της σειράς ντοκιμαντέρ À l’ affiche du monde, σε γαλλικό κανάλι. Για να συνειδητοποιήσεις τι είναι τα μπλουζ, δεν αρκεί μόνο να τα ακούσεις, πρέπει να δεις τους ίδιους τους ερμηνευτές, τις εκφράσεις και τις συνθήκες διαβίωσής τους. Γι’ αυτό ήθελα και μια μυθοπλαστική ταινία εθνογραφικής καταγραφής. Στη Νέα Υόρκη, στο κάστινγκ συνέβαλαν οι επαφές που είχε ο Μίνωας Βολανάκης με μαύρους ερμηνευτές, από ένα έργο του Ζενέ, που είχε ανεβάσει στο Μπρούκλιν. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι και όλη η οικογένεια ζούσαν στο Χάρλεμ και τους έβαλα να ξαναπαίξουν στιγμιότυπα από τη ζωή τους, ώστε η μυθοπλασία να φαίνεται πιο αυθεντική, γυρισμένη ως ντοκιμαντέρ.
Τι σηματοδοτεί ο τίτλος;
Τα μπλουζ είναι τραγούδια του άστεως. Με την εκβιομηχάνιση, τέλη 19ου αιώνα, οι αγροτικοί πληθυσμοί μετακινούνται στις παρυφές των αστικών κέντρων και γίνονται εργάτες. Η αλληλεπίδραση διαφορετικών μουσικών παραδόσεων, λόγω αστυφιλίας, διαμόρφωσε καινούργιες μελωδίες, όπως το φλαμένγκο στην Ισπανία, το ταγκό στην Αργεντινή και αργότερα στην Ελλάδα τα ρεμπέτικα. Τα ντοκιμαντέρ που έχω κάνει γι’ αυτές τις μουσικές βρίσκονται σε άμεση κοινωνιολογική αντιστοιχία με τα μπλουζ, τα οποία έχουν επιπλέον την ιδιαιτερότητα ότι προέρχονται από απελεύθερους σκλάβους, που αισθάνονται ακόμα σκλαβωμένοι, σε μια κοινωνία που τους καταπιέζει και τους εκμεταλλεύεται. Γι’ αυτό, τα τραγούδια τους περιέχουν συνθηματικά λόγια και υπονοούμενα, που συνιστούν τρόπους επικοινωνίας και έκφρασης, μέσα απ’ τα συναισθήματα που αναδύουν τα πονεμένα λόγια. Για αυτό ο τίτλος Μπλουζ με σφιγμένα δόντια.
Τα αληθινά πλάνα απ’ τις φυλακές του Μισισιπή, τι σηματοδοτούν;
Ο πρόλογος με τη φυλακή κάνει τη σύνδεση με τη σκλαβιά. Οι φυλακισμένοι Αφροαμερικάνοι δουλεύουν σε καταναγκαστικά έργα, τραγουδώντας μπλουζ με επαναλαμβανόμενους στίχους για να κρατούν το ρυθμό, με ίδιες κινήσεις και τραγούδια, όπως οι σκλάβοι πρόγονοί τους. Διαρκώς στο περιθώριο, δίχως μόρφωση και εργασιακές ευκαιρίες, δεν αισθάνθηκαν ποτέ απελευθερωμένοι, χώρια ο ρατσισμός. Σε όλη την αμερικάνικη επικράτεια, για την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών και δημόσιων λεωφόρων εργάστηκαν μαζικά μαύροι, πρώην σκλάβοι. Η ταινία μάς εισάγει στο γκέτο έπειτα από ένα τράβελινγκ σε έναν αυτοκινητόδρομο, που έχει κατασκευαστεί από μαύρους, ενώ ένα τρένο διασχίζει τη Νέα Υόρκη καταλήγοντας στο Χάρλεμ. Ως υπόκρουση διάλεξα το γνωστό νέγρικο μπλουζ Τζον Χένρι, για έναν σκλάβο που δούλευε σ’ όλη του τη ζωή στους σιδηροδρόμους και πεθαίνει με το σφυρί στο χέρι.
Σε ποιες πόλεις περιπλανηθήκατε;
Πρώτος σταθμός το Σικάγο, όπου καταγράφουμε τους Buddy Guy/Junior Wells. Στη Μινεάπολι βρήκαμε τους κορυφαίους μπλουζίστες Brownie McGhee/Sonny Terry που μας τραγουδάνε κάποια κομμάτια, ενώ ο ΜακΓκι αναφέρει ότι στο επίκεντρο των μπλουζ βρίσκονται «ουίσκι, γυναίκες και λεφτά». Στα ντοκιμαντέρ διηγούνται τη ζωή τους, όμως στην ταινία είναι ενσωματωμένοι αισθητικά, ιστορικά και κυρίως ηθικά, με τη ζωντανή τους παρουσία στην καταγραφή του τρόπου που ερμηνεύουν τα μπλουζ. Ακολουθεί το Μέμφις και μετά βρεθήκαμε στο Σαν Φρανσίσκο, ακολουθώντας επί τρεις μέρες τον B.B. King σε διάφορες συναυλίες. Σ’ ένα σπάνιο ντοκουμέντο, ο ίδιος ο B.B. King αφηγείται ότι ξεκίνησε τραγουδώντας γκόσπελ σε εκκλησία, ενώ προηγουμένως δούλευε σε φυτείες, δείχνοντας αυτήν ακριβώς τη συνέχεια, από πού ξεκινάει κανείς και καταλήγει τραγουδιστής των μπλουζ.
Πρόκειται ίσως για τη μοναδική ως τότε ταινία για τα μπλουζ. Υπήρξε μια απαξίωση μεταπολεμικά γι’ αυτό το είδος;
Τα μπλουζ δημιουργήθηκαν από τους πρωτόγονους αφρικανικούς ρυθμούς των μαύρων σκλάβων, με ευρωπαϊκά όμως όργανα και προσμίξεις από μουσικές φόρμες της μπαλάντας των τροβαδούρων, στη μεσαιωνική Ευρώπη, αλλά και τις ιρλανδέζικες και σκωτσέζικες μελωδίες των ευρωπαίων μεταναστών. Με τη μετατροπή των μαύρων σκλάβων σε ένα εξαθλιωμένο προλεταριάτο, τα μπλουζ ταυτίστηκαν με τους απόβλητους της κοινωνίας. Όταν αναζητούμε τα ίχνη των μπλουζ στη δεκαετία του ’70, οι Αμερικανοί τα έχουν πλέον ξεχάσει, γιατί μεταπολεμικά επικράτησε η τζαζ και αργότερα η ροκ. Τα μπλουζ δεν μπορούν να υπάρξουν σήμερα, επειδή δεν υπάρχουν πλέον οι σκλάβοι και ο τρόπος ζωής τους στο περιθώριο. Ακόμα κι αν συνεχίζεται η ανισότητα, δεν συγκρίνεται με τη σκλαβιά. Άλλωστε, τα μπλουζ ξεχάστηκαν, γιατί οι ίδιοι οι μαύροι τα εγκατέλειψαν, προκειμένου να ξεφύγουν από το γκέτο, για να μπουν στον κόσμο των λευκών.
Η σύμπτωση έντονων πολιτικών εξελίξεων στο φετινό Ιούλη ώθησε αρκετούς να μιλούν για «Ιουλιανά», παραπέμποντας στα γεγονότα του ’65. Τα πλάνα από τα γεγονότα αυτά που εμφανίζονται στην ταινία σας Πρόσωπο με Πρόσωπο, τα έχετε τραβήξει εσείς;
Παρακολούθησα τα Ιουλιανά, γιατί πολιτικοποιημένος από μικρός δεν υπήρχε διαδήλωση που δεν συμμετείχα, όπως και επί κατοχής, ενάντια στην εργατική επιστράτευση που σχεδίαζαν οι Γερμανοί για να εξυπηρετήσουν τα εργοστάσια της Γερμανίας. Μάλιστα, τότε δολοφονήθηκε ο υπουργός Εργασίας στη Σόλωνος, από την ΟΠΛΑ, ενώ κάψανε τα αρχεία στο υπουργείο Εργασίας, ώστε να μην πάει επιστρατευμένος στη Γερμανία ούτε ένας Έλληνας. Συμμετείχα και στις τοπικές διαδηλώσεις για την πείνα, με επιδρομές στις προμήθειες μαυραγοριτών. Η Αθήνα γιόρταζε επί ενάμιση μήνα στους δρόμους την Απελευθέρωση, αναμένοντας Λαϊκή Δημοκρατία, λόγω ΕΑΜ. Γίνεται κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με τον Γιώργο Παπανδρέου πρωθυπουργό και πέντε υπουργούς της Αριστεράς. Όταν όμως ζητήθηκε να καταθέσουν τα όπλα, ο ΕΛΑΣ αρνείται και παραιτείται από την κυβέρνηση. Την επομένη, στις 3 Δεκεμβρίου, γίνεται τεράστια συγκέντρωση στο Σύνταγμα, με 30 νεκρούς και ήμουν κι εγώ εκεί. Υπεύθυνος της διαφώτισης στα Εξάρχεια, ως μέλος της ΕΠΟΝ, είχα αναλάβει το χωνί, δηλαδή όταν σταματούσε η κυκλοφορία, στις 10 το βράδυ πήγαινα στου Στρέφη και μετέφερα στον κόσμο τα νέα. Μετά τη Βάρκιζα, 12 Φεβρουαρίου του ’45, την ίδια μέρα που υπογράφτηκε και η Συμφωνία της Γιάλτας, η τρομοκρατία ήταν άνευ προηγουμένου, με χιλιάδες δολοφονίες Αριστερών. Πήραμε εντολή να κάνουμε διαδήλωση την 25η Μαρτίου, αλλά την παραμονή μαζευτήκαμε μόλις πέντε στην πλατεία Εξαρχείων, γιατί οι περισσότεροι ήταν φυλακή ή σκοτωμένοι. Έβγαλα λόγο για την αντίσταση, προσέχοντας να μην ξεπερνάει το πεντάλεπτο, για να μην μας τσακώσουν και κατεβήκαμε την οδό Στουρνάρη, τραγουδώντας τον ύμνο του ΕΛΑΣ.
Πολύ πριν τα Ιουλιανά είχα επιλέξει για τη νέα μου ταινία να διασκευάσω το διήγημα Κουφόβραση του Γιάννη Βλαχογιάννη, για τη σχέση ανάμεσα σε μια κοπέλα αστικής οικογένειας και τον νεαρό καθηγητή της. Μετά τα Ιουλιανά ήταν πλέον άκαιρο να ασχοληθώ με ένα ειδύλλιο του ’30, και το μετέφερα στη σύγχρονη Αθήνα, βάζοντας και έναν από τους πρόστυχους εργολάβους της εποχής, για να σχολιάσω την ανερχόμενη τάξη των νεόπλουτων που αργότερα στήριξαν τη χούντα. Στην ταινία συμπεριέλαβα και ένα πλάνο με ένα σύνθημα του ΕΑΜ, που το είχα γράψει εγώ στην Κατοχή. Η ταινία ξεκινάει με την ταυτότητα του πρωταγωνιστή και στην ερώτηση όνομα πατρός, με την αυταρχική φωνή του αστυνομικού, βλέπουμε το πολυβόλο στην Καισαριανή, υπονοώντας πως ο πατέρας του εκτελέστηκε εκεί. Ο πρωταγωνιστής παρουσιάζεται μέσα από το μοντάζ δίχως περιττά λόγια και δραματοποιημένες σκηνές. Σε μια σκηνή, ακούμε οχλαγωγία από το δρόμο, μια υπηρέτρια ανοίγει το παράθυρο και τότε βλέπουμε τις αληθινές εικόνες από τις διαδηλώσεις στα Ιουλιανά, σαν να εισβάλλει η υπόλοιπη κοινωνία στον κλειστό κόσμο των πλουσίων. Το υλικό αυτό, όμως, δεν το είχα τραβήξει εγώ. Θέλοντας να στιγματίσω το χλιδάτο περιβάλλον του μεγαλοεργολάβου, κατασκεύασα με το μοντάζ ένα ανύπαρκτο διαμέρισμα, με θέα σε Ακρόπολη, Λυκαβηττό, Σύνταγμα και πλατεία Δημαρχείου. Πρόκειται για ένα φανταστικό ρετιρέ από γυρίσματα σε 27 διαφορετικά σπίτια, ώστε να δοθεί η εντύπωση του πληθωρικού που χαρακτήριζε τον νεοπλουτισμό.
Στην ταινία χρησιμοποιείτε πρωτότυπη μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη
Με τον Μαμαγκάκη γράψαμε σχεδόν μαζί τη μουσική, γιατί ήξερα ακριβώς τι ήθελα και για πού. Στη σκηνή των προετοιμασιών για την υποδοχή του Εγγλέζου μνηστήρα, του ζήτησα να διασκευάσει την αγγλική μελωδία It’ s a long way to Tipperary σε ζεϊμπέκικο. Στις ρομαντικές στιγμές του φλερτ έχουμε τραγούδια με κιθάρα. Τα αποσπάσματα που απαγγέλλει ο πρωταγωνιστής στα αγγλικά είναι από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του Μαρξ. Την προηγούμενη είχαν απαγορεύσει την ταινία La guerre est finie /1966 του Αλέν Ρενέ, βγάζοντας τη δική μου ακατάλληλη, έμεινε όμως απαγορευμένη για εφτά χρόνια από τη χούντα. Το Πρόσωπο με Πρόσωπο στην ουσία ήταν μια ταινία αντίστασης.
Η στόχευσή σας στην αστικοποίηση, με μια Αθήνα να μεταλλάσσεται σε μοντέρνα μητρόπολη, έχει επιρροές από τον ιταλικό νεορεαλισμό και τη νουβέλ βαγκ;
Έχω επηρεαστεί περισσότερο από τον Μπέργκμαν, που τον θεωρώ τον Σαίξπηρ της εποχής μας. Αλλά και ο σοβιετικός κινηματογράφος μ’ έχει επηρεάσει περισσότερο απ’ τη νουβέλ βαγκ, πλην του Αλέν Ρενέ, που ήταν, όπως κι εγώ, σκηνοθέτης-μοντέρ. Πιο κοντά απ’ τον νεορεαλισμό νιώθω την ιταλική κωμωδία, ύφος που έχει η ταινία μου Ψηλά τα χέρια Χίτλερ (1962). Όλες οι ταινίες μου έχουν κάτι ανατρεπτικό που προέρχεται από τον τρόπο που έχω αντιμετωπίσει την ποίηση, γιατί ξεκίνησα ως ποιητής. Στον κινηματογράφο νιώθω πολύ πιο επηρεασμένος από τον Μαγιακόφσκι, που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο στη ζωή μου. Επέστρεψα στην Ελλάδα από την Αμερική στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, εξαιτίας ενός άρθρου μου εναντίον των Μακαρθικών. Με έναν συμφοιτητή μου αγοράσαμε μια Πλίμουθ, για να επισκεφτούμε όλα τα ευρωπαϊκά μουσεία, με σκοπό να την πουλήσουμε μετά το ταξίδι στην Ελλάδα, για απόσβεση των εξόδων. Οι Αμερικάνοι αξιωματικοί που ακόμη διοικούσαν τον ελληνικό στρατό, εν έτη 1953, τέσσερα χρόνια μετά τον πόλεμο, μας κράτησαν το αυτοκίνητο στο τελωνείο του Πειραιά. Τελικά κατάφερα να πείσω τον επικεφαλής Αμερικάνο στο υπουργείο Εμπορίου και το αυτοκίνητο πουλήθηκε. Στο πατάρι του Λουμίδη, ένας νεαρός μου πρότεινε να τον στηρίξω οικονομικά για να εκδώσουμε Μαγιακόφσκι. Εκδώσαμε δύο χιλιάδες αντίτυπα σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου, αλλά ήταν μόλις μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και κανένα βιβλιοπωλείο δεν τα δέχτηκε, έτσι τα μοιράσαμε σε φίλους.