Συνέντευξη του Στράτου Τζίτζη
Στην Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Ο Στράτος Τζίτζης, στη νέα του ταινία Καύση μεταφέρει το ομώνυμο θεατρικό του, από το 2012, με μια διάθεση κοινωνικού σχολιασμού της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.

Πέντε σαραντάρηδες συναντιούνται για να αποφασίσουν εξόδιο τελετουργία, για τον άθεο νεκρό φίλο τους. Όλα συμβαίνουν μέσα σε ένα δωμάτιο, με πνιγηρή ζέστη, γύρω από ένα τραπέζι. Οι αντικρουόμενες απόψεις, μέσα από τους δουλεμένους σεναριακά αληθοφανείς διαλόγους, αποκαλύπτουν τους χαρακτήρες της συντροφιάς. Η κάσα με το νεκρό στο διπλανό δωμάτιο και τα βίαια επεισόδια των αντιμνημονιακών διαδηλώσεων στους γύρω δρόμους παραμένουν εκτός κάδρου, με ήχους ελικοπτέρου και οχλαγωγίας να εισέρχονται από το ηχητικό πεδίο. Η καταγραφή των συζητήσεων σε μονοπλάνα, με αεικίνητη κάμερα, εμπλουτίζεται στο μοντάζ με εμβόλιμα εξωτερικά πλάνα από χριστιανική ταφή, που χαρίζουν απαράμιλλη ειρωνεία στη μακάβρια, κωμικοτραγική αυτή κατάσταση, δίνοντας ρυθμό στο φιλμικό κείμενο.

Αυτή η ρεαλιστική κοινωνική ταινία του Τζίτζη χτίζεται μέσα από τη διαλεκτική της σεναριακής δομής και υποστηρίζεται από τις δυνατές ρεαλιστικές ερμηνείες της δεμένης, ήδη από το θεατρικό, πεντάδας ηθοποιών, με τους Νίκο Γεωργάκη, Ιωάννα Μαυρέα, Γιώργο Χρανιώτη, Γωγώ Μπρέμπου και Βασιλική Τρουφάκου, για τους οποίους ο σκηνοθέτης μας μίλησε με ενθουσιασμό στη συνάντηση που είχαμε.

 

Πώς προέκυψε η αρχική ιδέα του σεναρίου;

Προσπαθώντας να ολοκληρώσω την τριλογία μου Γυναίκα και πόλη, που είχε ξεκινήσει με το Σώσε με και τα 45 μ2, με συγκλόνισαν τα γεγονότα με τη Μαρφίν που κάηκε, το 2012. Τότε μου ήρθε η ιδέα για μια παρέα σ’ ένα σπίτι, γύρω από ένα νεκρό, να διαπληκτίζονται για τον τρόπο ταφής, ενώ η πόλη γύρω καίγεται από τις διαδηλώσεις. Μ’ αυτή την ιδέα, συνδυάστηκε και μια παλιότερη, θρησκευτικής φύσεως, που είχε προκύψει κατά το θάνατο του αδερφικού μου φίλου από τη Βέροια, που πέθανε από καρκίνο. Φτάνοντας στην κηδεία, βρέθηκα σε μια χριστιανική τελετή, ενώ ήξερα ότι ήταν άθεος. Ένιωσα πως το σώμα του βρισκόταν παγιδευμένο σε μια τελετουργία που δεν του αναλογούσε. Ήθελα να τον θρηνήσω και δεν μπορούσα, γιατί με είχε εξοργίσει αυτός ο επαρχιώτικος κομφορμισμός, που αναπαράγει ψεύτικα μοτίβα. Προσωπικά, υπήρξα θρησκευόμενος. Στη Βέροια, όπου μεγάλωσα, ήμουν παπαδοπαίδι μέχρι τα δεκατέσσερα. Μετά απομυθοποίησα τις θρησκείες που έχουν μια παιδικότητα. Με πατέρα οικοδόμο, δούλευα για μεροκάματο σε οικοδομές, ισιώνοντας καρφιά. Οι συζητήσεις με έναν φοιτητή που εργαζόταν εκεί με βοήθησαν να απορρίψω όλα όσα πίστευα. Όλα αυτά, ως στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας, ήθελα να τα συμπεριλάβω στο σενάριο, μαζί με την ιδέα μιας παρέας που πιάνει πολιτικές συζητήσεις. Ενώ έγραφα το σενάριο, συνειδητοποίησα ότι αυτή η κατάσταση λειτουργεί σε ένα δωμάτιο, έτσι προέκυψε το θεατρικό, το οποίο εξάλλου το σκηνοθέτησα κινηματογραφικά. Οι ηθοποιοί δεν είχαν θεατρικότητα στην εκφορά του λόγου, ενώ χρησιμοποίησα και ήχους διαδηλώσεων εκτός κάδρου, κάτι κατεξοχήν κινηματογραφικό.

 

Στην αμερικανική ταινία Μεγάλη ανατριχίλα (1983), έχουμε επίσης συνεύρεση παλιών συμμαθητών, με αφορμή μια κηδεία, είκοσι χρόνια μετά τα ταραχώδη ’60s. Υπάρχει αντιστοιχία;

Εγώ είχα αφετηρία προσωπικό βίωμα, αλλά επειδή γνώριζα την ταινία που μου άρεσε, την ξαναείδα, ώστε να μην επαναλάβω πράγματα που έχουν ήδη ειπωθεί. Κοινό παραμένει το σχήμα γύρω από ένα νεκρό, η Καύση όμως θίγει διαφορετικά θέματα. Μελέτησα πολύ τι θα αντιπροσωπεύουν οι χαρακτήρες. Προσωπικά ανήκω στη γενιά των καταλήψεων της Νομικής του ’80, έχει προηγηθεί η γενιά του Πολυτεχνείου, έπεται η γενιά των καταλήψεων του ’90 και αργότερα η γενιά του Γρηγορόπουλου. Εξεγερμένες γενιές, που κατά ένα περίεργο τρόπο εμφανίζουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Κάθε γενιά με τη δική της «τρομοκρατική» εκδοχή: 17Ν, στη γενιά του Πολυτεχνείου, ΕΛΑ, στη δική μου, Επαναστατικό Αγώνα, στη γενιά της Καύσης και Πυρήνες της Φωτιάς, στους πιο νέους. Προσπάθησα να κρατήσω έναν χαρακτήρα που να αντιπροσωπεύει όλες τις γενιές αυτού του στυλ. Στην ταινία μου ταίριαζε η γενιά των καταλήψεων στα Λύκεια, δηλαδή των σημερινών 40άρηδων, που μπήκε στο προσκήνιο, όπως ο Τσίπρας. Τον χαρακτήρα της αδερφής του νεκρού, που είναι πιο μεγάλη, τον ξεπατίκωσα από την αδερφή μου, που είχε μαγαζί και φαλίρισε με την κρίση. Μέσα από τον χαρακτήρα της Ουκρανής, που γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ και δεν είναι ακριβώς Ουκρανή, ούτε Ελληνίδα, ήθελα να δείξω την ασάφεια της ταυτότητας.

 

Πώς δουλέψατε με τους ηθοποιούς στο θεατρικό και στην ταινία; Η αληθοφάνεια των διαλόγων προέκυψε από αυτοσχεδιασμούς;

Στην ταινία προτίμησα να είναι οι ίδιοι από το θεατρικό, γιατί είχαμε γίνει μια ομάδα. Το θεατρικό είχε δουλευτεί κινηματογραφικά, απλά το προσαρμόσαμε στις κινηματογραφικές συνθήκες του χώρου γυρίσματος. Τίποτα δεν ήταν αυτοσχεδιαστικό, τα πάντα ήταν γραπτά, απ’ τους διαλόγους που διορθώθηκαν στις πρόβες, μέχρι και τις κινήσεις της κάμερας που ήταν σχεδιασμένες. Επειδή ήθελα κάθε σκηνή να είναι μονοπλάνο και να καταγράφει πώς κινούνται οι ηθοποιοί μέσα στο χώρο γύρω από ένα τραπέζι, είχαμε μια επιπλέον δυσκολία στην ταινία, γιατί η κίνηση της κάμερας πάνω στον πάνθηρα, ένα μακενιστικό μηχάνημα-οδηγό, με μπράτσο που ανεβοκατεβαίνει, απαιτούσε μια χορογραφία όπου ο ηθοποιός έπρεπε να είναι καλά προετοιμασμένος.

 

Στο μοντάζ της ταινίας προβάλλονται εξωτερικά πλάνα από κάποια ταφή. Υποδηλώνουν την επικράτηση των πιο συντηρητικών απόψεων;

Ήθελα όλο αυτό που συζητάνε να συμπληρώνεται με στιγμιότυπα χριστιανικής ταφής. Από όσα γυρίσαμε στο νεκροταφείο, χρησιμοποίησα μερικά σαν μουσικά ιντερμέντια, πριν κλείσω με την κηδεία. Τελικά, επικρατεί όχι μόνο η συντηρητική, αλλά και μια ακραία δεξιά άποψη. Έχουμε επάνοδο του φονταμενταλισμού. Η δημοκρατία καταρρέει αναδεικνύοντας ακραίες εθνικιστικές ομάδες. Κράτησα τις σκηνές της χριστιανικής ταφής σαν μια αντίστιξη, η οποία κερδίζει το παιχνίδι.

 

Όπως και στην προηγούμενη ταινία σας, εστιάζετε σε μια κοινωνική κατάσταση. Αντανακλά την προσωπική σας άποψη για το ρόλο της τέχνης;

Θεωρητικά, ο ρόλος της τέχνης μπορεί να μην έχει καν σχέση με αυτό που κάνω. Για μένα η τέχνη γεφυρώνει τον άνθρωπο με το απραγματοποίητο. Είναι τα όνειρά του, τα βάσανά του, ανεκπλήρωτοι έρωτες, καημός, τρέλα. Διάφορες μορφές τέχνης παίζουν ακριβώς αυτόν τον ρόλο. Βρίσκομαι στο ενδιάμεσο. Ως κινηματογραφιστής, δεν θεωρώ ότι λειτουργώ μέσα από την τέχνη. Στα έργα μου αναμειγνύω το πολιτικό, το κοινωνιολογικό και το σινεμά. Ο Φελίνι που μ’ αρέσει πολύ, κινηματογράφησε το όνειρο, τη μαγεία. Ο Ταρκόφσκι κινηματογράφησε το άφαντο, με εικόνες που είναι ατόφια τέχνη. Στις δικές μου ταινίες χρησιμοποιώ την τέχνη για να κάνω έμμεσα κοινωνικό σχόλιο και να εκφράσω την ψυχολογία μου. Σε όλα τα είδη ταινιών μπορείς να δεις και τέχνη. Ο Πολάνσκι στο Μωρό της Ρόζμαρι το θρίλερ το έκανε τέχνη όταν οι άλλοι κάνουν σπλάτερ. Έτσι και ο Παζολίνι, με τον κοινωνικό ρεαλισμό έκανε τέχνη.

 

Γιατί επιλέξατε Last Drive και μάλιστα το συγκεκριμένο κομμάτι;

Προσπαθούσα να έχει παρουσία η μουσική, γιατί πρόκειται για έναν μουσικό νεκρό. Κάνοντας αναφορά στους ροκ τραγουδιστές, όπως ο Σιδηρόπουλος, θεωρώ ανάλογο αυτής της γενιάς τους Last Drive, με τους οποίους συνεργάστηκα και για τη μουσική στο Σώσε με. Μου είχαν δώσει τότε όλα τα CD τους και ψάχνοντας για κομμάτι διάλεξα το Glass of Broken dreams, γιατί μου φαινόταν πολύ ταιριαστό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!