του Θανάση Μουσόπουλου*
Για να γνωρίσουμε και να τιμήσουμε το έργο του Στρατή Δούκα, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε ένα σύντομο εργοβιογραφικό σημείωμα (από το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο), ώστε να παραθέσουμε περισσότερα αποσπάσματα από την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» (1929, Κέδρος, 29η έκδοση, 1998).
Γεννήθηκε στα Μοσχονήσια του Αδραμυτινού κόλπου της Μικράς Ασίας το 1895. Τέλειωσε το σχολαρχείο στη γενέτειρά του και το γυμνάσιο στο Αϊβαλί. Το 1912 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοίκησε με τον Φώτη Κόντογλου. Διέκοψε τις σπουδές του μετά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και επισκέφτηκε τη Λέσβο και το Άγιο Όρος. Κατατάχτηκε εθελοντικά στην Εθνική Άμυνα. Πολέμησε στη Μακεδονία και τη Μικρασία και τραυματίστηκε.
Μετά από μια σοβαρή ασθένεια το 1927 άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και περιόδευσε δύο φορές ανά τη μακεδονική επαρχία, εμπειρία που του έδωσε υλικό για δημοσιογραφική έρευνα που δημοσίευσε στην εφημερίδα Πρωία (Ορεινή Ελλάδα), καθώς επίσης για το αφήγημα «Η ιστορία ενός αιχμαλώτου». Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ και εντάχτηκε στο ΚΚΕ. Κακοποιήθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές για τη δράση του. Διώχθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε γηροκομεία. Τη χρονιά του θανάτου του (1983) αναγορεύτηκε επίτιμος δημότης Ζωγράφου.
Το συγγραφικό έργο του Στρατή Δούκα τοποθετείται χρονικά στην ελληνική πεζογραφία του μεσοπολέμου και εκτείνεται χρονικά ως τη μεταπολεμική πεζογραφία μας. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η παράλληλη στήριξή του τόσο στην παράδοση, όσο και στα ανανεωτικά ρεύματα του καιρού του, η αξιοποίηση της λαϊκής γλώσσας και το βιωματικό στοιχείο.
Εκτός από τα πολλά λογοτεχνικά του έργα, έχουμε και τεχνοκριτικά («Γιαννούλης Ιωάννου Χαλεπάς» ‒ Κατάλογος των έργων του, Ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς).
***
Η υπόθεση του έργου «Η ιστορία ενός αιχμαλώτου» αναφέρεται στην αιχμαλωσία, τις περιπέτειες και την τελική διάσωση ενός Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος κατά την καταστροφή της Σμύρνης (1922) συνελήφθη και οδηγήθηκε στο εσωτερικό της Τουρκίας. Με τρόπο παραστατικό και ύφος γλαφυρό εξιστορούνται οι κακουχίες, τα δεινά, η φυσική και ηθική ταλαιπωρία του βασικού προσώπου, και αναδεικνύεται το ψυχικό του σθένος, καθώς, στην προσπάθεια για επιβίωση, αναγκάζεται να υποδυθεί τον Τούρκο και, εργαζόμενος για μεγάλο διάστημα σε κάποιο υποστατικό της Μ. Ασίας, καταφέρνει τελικά να δραπετεύσει και να σωθεί.
1
Τέλος, ἕνα βράδυ, φτάσαμε ἔξω ἀπ’ τή Μαγνησία. Ἐκεῖ ὁ κόσμος μᾶς περίμενε μέ ρόπαλα στό χέρι φωνάζοντας:
‒ Αἰχμάλωτοι ἔρχονται! Κι ἔτρεχαν κατά μᾶς.
Ὁ λοχαγός τώρα τούς ἔλεγε:
‒ Τραβηχτεῖτε μακριά! Ὅταν ἐμεῖς πολεμούσαμε, ἐσείς κάνατε τά κέφια σας.
Αὐτοί τότε σκόρπισαν φωνάζοντας, πώς μιά μέρα οἱ Γιουνάνηδες πάλι θά μᾶς χαλάσουν. Ὁ λοχαγός νευριασμένος, μᾶς μάζεψε ὅλους, σαν τα πρόβατα στό μαντρί, κι ἔβαλε γύρω σκοπούς νά μᾶς φυλᾶν. Νερό, ψωμί, τίποτα!
Ὅσοι εἶχαν λεφτά, ἔδιναν στούς σκοπούς κι ἔπιναν. Ἔδωσε κι ἡ παρέα μας σ’ ἕναν ἀράπη καί μᾶς ἔφερε ἕναν ντενεκέ γεμάτο.
‒ Κάντε γρήγορα, μᾶς λέει κι αὐτός, ὁ λοχαγός δέν ἀφήνει.
2
Τέλος φτάσαμε ἔξω ἀπ’ τό χωριό μας. Μπήκαμε στό δάσος, κι ἀπό κεῖ τό βλέπαμε στήν κορφή, ὅπως τό ξέραμε. Καμιά πενηνταριά φῶτα ἔκαιγαν. Τά σκυλιά ἀλυχτοῦσαν. Ἦταν ὅπως τότες, πού ἤμασταν ἐκεῖ. Κλάψαμε. Μᾶς φάνηκε πώς γλιτώσαμε ἀπό φυγόστρατοι καί γυρίζαμε στά σπίτια μας νά ἡσυχάσουμε.
‒ Πᾶμε, μοῦ λέει ὁ σύντροφός μου, ἴσως ἀκόμα νά ‘ναι οἱ δικοί μας, πᾶμε νά δοῦμε γιά νά πιστέψουμε.
Καί ξεκινήσαμε χωριστά, ἀφοῦ πρῶτα ὁρίσαμε τήν ἄλλη μέρα ν’ ἀνταμώσουμε στή σπηλιά. Αὐτός τράβηξε σέ ἄλλο μαχαλά, ἐγώ σέ ἄλλον. Ὅπου κι ἄν πήγαμε, ὅλα ρημαγμένα. Τά σπίτια ἀνοιχτά, ἄδεια, οἱ πόρτες σπασμένες μέ τά τσεκούρια. Μονάχα στήν ἀγορά ἔμεναν ἀκόμα λίγοι Τοῦρκοι καί στήν ἀστυνομία ὁ σκοπός. Στό σκολειό, πού τό ‘χαν γεμάτο ἔπιπλα καί ροῦχα, ἀπό μέσα ἀκουγόταν κουβέντα. Ἀποτραβήχτηκα καί γύριζα ὅλη τή νύχτα, μέ τό φόβο μου συντροφιά.
3
Οὔτε φάγαμε κεῖνο τό βράδυ. Γείραμε μέ τήν ἔννοια πώς θά πιαστοῦμε. Σά χάραξε ἡ ἄλλη μέρα, μαζέψαμε τά πράματά μας καί πήγαμε μακρύτερα σέ ἄλλη σπηλιά, πού τήν ξέραμε ἀπό πρίν. Ἐκεῖ βολευτήκαμε καλύτερα.
[…] Τό φῶς ἔμπαινε ὥς βαθιά μέσα στή σπηλιά κι ἔκανε τίς ἀράχνες νά κουνηθοῦν μές στό ὑφάδι τους. Χαρήκαμε τή συντροφιά τους.
Τέσσερις μῆνες σωστούς ζήσαμε ἐδῶ μέσα.
Καί στούς τέσσερις ἀπάνω, ἕνα πρωί, ὅπως διάβαζα, ψέλνοντας ἀπό μιά σύνοψη πού τήν εἶχα βρεῖ στό χωριό,
‒ Πάψε, μοῦ λέει σκουντώντας ο σύντροφός μου, ὁμιλία ἀκούω.
4
Πλησίαζε ὁ Αὔγουστος, πού τέλειωνε ἡ συμφωνία μας, κι ἐγώ ἑτοιμαζόμουν νά φύγω. Γιά ποῦ, οὔτε ἤξερα.
Σάν ἦρθε ἡ ὥρα, λέω τοῦ ἀφεντικοῦ μου:
‒ Ἡ κυβέρνηση μαζεύει τούς ἀνυπόταχτους καί νοφούσι ( = τούρκικο διαβατήριο) δέν ἔχω. Μοῦ χάθηκε στά χρόνια τῶν Γιουνάνηδων.
‒ Αὐτό στεναχωριέσαι; μοῦ λέει. Νά δώσουμε ἕνα ἀρνί τοῦ Μουσταφᾶ ἀφέντη, κι αὔριο κιόλας τό ἔχεις. Δῶσε μου τό όνομά σου, τῶν γονιῶν σου καί τοῦ τόπου σου.
Τά ‘γράψε σ’ ἕνα χαρτί, καί τήν ἄλλη μέρα, πρωί, κατέβηκε στά Θεῖρα. Τό βράδυ, σά γύρισε, μοῦ τό ‘φερε.
‒ Ἔλα, Μπεχτσέτ, πάρ’ το, μοῦ εἶπε, καί πρίν βγεῖ ὁ μῆνας, νά συμφωνήσουμε μέ τό χρόνο.
‒ Ἐγώ, τοῦ λέω, σκέπτομαι νά λείψω γιά λίγον καιρό.
‒ Ποῦ θά πᾶς; μέ ρώτησε, σάν ξαφνιασμένος.
‒ Πρέπει νά πάω στήν Προύσα, νά δῶ τήν ἀδελφή μου, πού σᾶς εἶχα πεῖ. Πᾶνε δυό χρόνια πού λείπω ἀπ’ τό σπίτι μου, καί δέν ξέρω ἄν ζεῖ ἤ πέθανε.
5
‒ Ἔλα, πατριώτη, τοῦ λέω, ζύγωσέ με. Δέν ἔχεις φόβο νά κολλήσεις Τοῦρκος.
Ὁ χωροφύλακας εἶπε:
‒ Εἶναι ἀπ’ τό Ἀϊντίν, ἀπ’ τό Κιρκιντζέ.
‒ Γιά πές μου ἕναν Κιρκίντζαλη;
‒ Ὁ Λιμπέρης, ὁ πιό πλούσιος τοῦ χωριοῦ μας.
‒ Βρέ κόλλα το, μοῦ λέει, καί χτυπήσαμε φιλικά τίς ἀπαλάμες μας.
Ὁ χωροφύλακας τόν ρώτησε:
‒ Νά πηγαίνω;
‒ Ναί, θά τόν κρατήσω ἀπόψε κοντά μου, μένω ἐγώ ὑπεύθυνος, κι αὔριο πρωί ἔρχεσαι καί τόν παίρνεις.
Ὥς τά μεσάνυχτα λέγαμε τά βάσανά μας. Ὁ ὕπνος μᾶς πῆρε ἀπάνω σέ κουβέντα.
Τό πρωί ξύπνησα ἡσυχασμένος. Ντύθηκα καί πῆγα στήν ἐκκλησιά.
Ἄναψα ἕνα κερί, γονάτισα καί προσευχήθηκα. Σάν ξαναγύρισα στό ξενοδοχεῖο, ὁ χωροφύλακας ἦταν ἐκεῖ.
‒ Ἔλα, πᾶμε, μοῦ λέει.
Καί τραβήξαμε στό Φρουραρχεῖο, κι ἔπειτα στή Νομαρχία. Ἐκεῖ μοῦ ἔβγαλαν πιστοποιητικό καί μ’ ἔστειλαν συνοδεία στόν Πειραιά.
Σά φτάσαμε στή Χίο, ἀπάνω στό κορδόνι, βλέπω χωριανούς μου. Κοιτάζοντας μέσα στόν κόσμο βρίσκω καί τούς δικούς μου, πού τήν ἴδια μέρα ἔφευγαν γιά τήν Κοζάνη.
Σάν τέλειωσε νά μοῦ διηγεῖται, τοῦ εἶπα: Βάλε τήν ὑπογραφή σου. Κι ἐκεῖνος ἔγραψε:
Νικόλας Κοζάκογλου»
Στην επόμενη ενότητα θα προσεγγίσουμε τον Στράτη Μυριβήλη.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής