Της Μαρίας Θ. Μάρκου
«Μπορεί η χαλάρωση των πολεοδομικών κανόνων να δώσει ώθηση στην οικονομία;» ρωτούσε ένας Βρετανός αρθρογράφος (1). Το 2012, η κυβέρνηση Κάμερον καταργούσε την αδειοδότηση για βοηθητικά κτίσματα στις πίσω αυλές των σπιτιών. Η «άρση των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων» θα τόνωνε τη μικρή κατασκευαστική δραστηριότητα. Οι πολεοδομικοί κανόνες ήταν «ο μπαμπούλας που ακινητοποιεί την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου και, για την επανεκκίνησή της, θα ‘πρεπε να ξεφορτωθούμε τους πολεοδόμους». Το άρθρο σχολίαζε ειρωνικά την επικαιρότητα ενός ερωτήματος που είχε τεθεί ήδη από τη Θάτσερ. Το ίδιο ερώτημα που το μνημόνιο διατύπωσε απερίφραστα και στην Ελλάδα.
Η «απορρύθμιση του χώρου» βρίσκεται πάντα στο κέντρο της νεοφιλελεύθερης ατζέντας ως συνθήκη ενίσχυσης του οικονομικού ανταγωνισμού σε πλανητική κλίμακα. Η απόσυρση του δημόσιου τομέα από το σχεδιασμό του χώρου και, στην πραγματικότητα, από το σχεδιασμό της ανάπτυξης θεωρείται αναγκαία για την απελευθέρωση της αγοράς κεφαλαίων, προϊόντων και υπηρεσιών. Στη θέση του κράτους, τους κανόνες υπαγωγής του σχεδιασμού στο «νόμο της αγοράς» θα τους επεξεργάζονται διεθνείς οργανισμοί, ΜΚΟ και κάθε είδους λόμπι.
Ο συγγραφέας του Washington Consensus διηγείται (2) ότι το 1989 έδειξε στον καθηγητή Allan Meltzer τον περίφημο κατάλογο με τις δέκα μεταρρυθμίσεις που, εφεξής, θα επιβάλλονταν στις χώρες που ζητούσαν ρύθμιση χρεών. Ο κατάλογος περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την απορρύθμιση του πλέγματος πολεοδομικών, φορολογικών και διοικητικών κανόνων που αναστέλλουν την επιχειρηματικότητα. Περιλάμβανε επίσης τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος έγγειας ιδιοκτησίας, προκειμένου να περάσουν στον «επίσημο» τομέα οι άτυπες οικιστικές και παραγωγικές συγκεντρώσεις, όπως και τα παραδοσιακά καθεστώτα κτήσης και εκμετάλλευσης της γης. Τέλος και πάνω απ’ όλα, περιλάμβανε τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και κτημάτων.
Ο συνομιλητής του εξέφρασε ικανοποίηση «διαπιστώνοντας ότι είναι πια αποδεκτή η ματαιότητα μερικών πραγμάτων όπως ο πολιτικός ακτιβισμός … και ο αναπτυξιακός σχεδιασμός». Η ματαιότητα του αναπτυξιακού σχεδιασμού είχε να κάνει προφανώς με τη ματαιότητα της προστατευτικής οικονομίας, αλλά και μ’ αυτή του κοινωνικού κράτους, με τη ματαιότητα των αναδιανεμητικών πολιτικών σ’ ένα κόσμο που το “γενικό συμφέρον” θα ήταν υπόθεση εταιρικής ευθύνης.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά, η συζήτηση τροφοδοτείται από ακαδημαϊκούς, εταιρείες συμβούλων, εμπειρογνώμονες διεθνών οργανισμών και τραπεζικών ιδρυμάτων. Μάταιο να σχεδιάζει κανείς την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών σε μακροπρόθεσμη προοπτική. Τώρα απαιτούνται στρατηγικές κινήσεις άμεσης οικονομικής απόδοσης, κινήσεις καινοτομικές που παίρνουν ρίσκο και δίνουν σημαίνοντα ρόλο στον ιδιωτικό τομέα. Μάταιο να επενδύονται δημόσιοι πόροι σε υποδομές για την ισόρροπη ανάπτυξη του χώρου. Τώρα απαιτούνται σημειακά έργα με μόχλευση κεφαλαίων για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Τέτοια τα έργα «αναγέννησης» των πόλεων που ρημάχτηκαν από την ευέλικτη συσσώρευση (3).
Τώρα απαιτείται η ενίσχυση του ανταγωνισμού σε τομείς και περιοχές που έμειναν πίσω όπως η Ελλάδα. Ο ΟΟΣΑ προτάσσει την επιχειρηματική προσέγγιση του χωρικού σχεδιασμού έναντι της διοικητικής προσέγγισης (4). Ο σχεδιασμός δεν πρέπει να δημιουργεί φραγμούς στο εμπόριο και τις επενδύσεις. Συνιστάται η χαλάρωση των πολεοδομικών κανόνων, ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση στην αγορά για «εγγενώς ανταγωνιστικές» βιομηχανίες. Στον τομέα του λιανικού εμπορίου θα έχουν προτεραιότητα οι μεγάλες επιφάνειες και οι αλυσίδες, ανεξάρτητα από την όχληση προς την κατοικία ή την απειλή προς τις μικρές επιχειρήσεις. Στον τομέα των υπηρεσιών, οι μεγάλες μονάδες θα χωροθετούνται με ανταγωνιστικά κριτήρια, μια και μπορούν να εκτιμήσουν τη ζήτηση καλύτερα από τους γραφειοκράτες του δημοσίου. Τα ακριβοπληρωμένα στελέχη τέτοιων επιχειρήσεων θα πρέπει να διευκολύνονται στις μετακινήσεις και την ενσωμάτωσή τους. Οι πόλεις πρέπει να τους εξασφαλίσουν το κατάλληλο καταναλωτικό περιβάλλον, σε εύλογη απόσταση από τις ανθρώπινες χωματερές της λαθρομετανάστευσης. Τέλος, συνιστάται ο περιορισμός της δημόσιας κτήσης και, πάντως, ο σαφής διαχωρισμός της κτήσης από τη ρυθμιστική λειτουργία του κράτους. Μόνο έτσι θα δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις σε υποδομές (5), επενδύσεις που θ’ απορροφήσουν καλό μερίδιο από δημόσιους πόρους και χρηματοδοτήσεις.
Ο ακαδημαϊκός χώρος μοχθεί για την τεκμηρίωση τέτοιων συστάσεων. Μεγάλη σειρά ερευνών υποστηρίζει ότι το πλέγμα χωροταξικών αρχών και ρυθμίσεων που υποστήριξε τη μεταπολεμική αναπτυξιακή ευφορία έχει γεράσει. Διαιωνίζοντας τις σοσιαλιστικές εμμονές, επιβαρύνει με «ρυθμιστικά τέλη» το κόστος ζωής και τα δημοσιονομικά μεγέθη, αυξάνει το κόστος εκκίνησης νέων επιχειρήσεων, ενθαρρύνει την κερδοσκοπία στην αγορά ακινήτων και κατοικίας, θέτει φραγμούς στην επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό (6). Αυτές οι έρευνες δεν αρνούνται τις περιβαλλοντικές προκείμενες ή την αναδιανεμητική λειτουργία του χωρικού σχεδιασμού. Υποστηρίζουν όμως ότι η εκχώρησή του στον ιδιωτικό τομέα επιτρέπει τη χρηματοδότηση της κοινής ωφέλειας όσο και την περιβαλλοντική προστασία με μικρότερο κόστος για τον δημόσιο προϋπολογισμό, επομένως, χωρίς την αύξηση του δημόσιου χρέους. Υποστηρίζουν ακόμα ότι ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων μπορεί να υποκαταστήσει εν μέρει τους μηχανισμούς αναδιανομής του εισοδήματος, μειώνοντας το κόστος ζωής και δημιουργώντας θέσεις απασχόλησης. Αυτό το «εν μέρει» είναι η ουσία του νεοφιλελευθερισμού.
Αντίθετες φωνές υποστηρίζουν βέβαια ότι οι παραπάνω δυνατότητες δεν επιβεβαιώνονται εμπειρικά. Η ενίσχυση του οικονομικού ανταγωνισμού σε βάρος του κοινωνικού κράτους – ενίσχυση της προσφοράς έναντι της ζήτησης – δεν έδωσε ποτέ αυτό που υποσχέθηκε, είτε επιβλήθηκε στις αναπτυσσόμενες χώρες για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους, είτε υπαγορεύτηκε στις ανεπτυγμένες για την αντιμετώπιση των υφεσιακών πιέσεων. Διευρύνοντας ανεξέλεγκτα τις εισοδηματικές ανισότητες, κατόρθωσε επιπλέον να ενισχύσει την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς και να πριμοδοτήσει τα ισχυρά κράτη στο διεθνή πολιτικο-οικονομικό ανταγωνισμό. Το «λιγότερο κράτος» οδήγησε σε πιο μεροληπτικό ταξικά κράτος. Ο «κανόνας της αγοράς» δηλητηρίασε με αγριότητα κι απελπισία το σύνολο της κοινωνικής ζωής.
Με τον ίδιο τρόπο, η χαλάρωση των πολεοδομικών και χωροταξικών κανόνων δεν φαίνεται να ενισχύει την ανάπτυξη. Αντίθετα, λεηλατεί τους περιβαλλοντικούς πόρους, ερημώνει την ύπαιθρο, ξεθεμελιώνει τις τοπικές αγορές, αποδεκατίζει την απασχόληση, μετατρέπει σε ζώνες συμφοράς τους ιστορικούς πυρήνες των πόλεων. Κι όμως, αυτό μας επιβάλλεται. Τίποτα δε συγκέντρωσε το μεταρρυθμιστικό οίστρο στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια όσο οι θεσμοί του χωρικού σχεδιασμού. Ένας νομοθετικός καταιγισμός προσπαθεί να δέσει τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου με την απορρύθμιση του χώρου. Κρίσιμες συνθήκες και οι δυο της δομικής προσαρμογής. Έχει σημασία όμως το «πώς». Σ’ αυτό αξίζει να επανέλθουμε.
[1] Ο Nate Berg στον ιστότοπο citylamb 14-9-2012.
[2] Williamson, J., (2004:1) A Short History of the Washington Consensus. Conference “From the Washington Consensus towards a new Global Governance,” Barcelona, September 24–25, 2004.
[3] OECD, (2007), Territorial Reviews: Competitive Cities: A New Entrepreneurial Paradigm in Spatial Development. Βλέπε ακόμα: Albrechts, L., (2004), Strategic (spatial) planning reexamined. Environment and Planning B: Planning and Design, 31(5) 743–758
[4] OECD (2003), Multifunctionality: The Policy Implications.
[5] Høj, J., et al., (2007). Product Market Competition in the OECD Countries: Taking Stock and Moving Forward. OECD Economics Department Working Papers, No. 575.
[6] McKinsey Global Institute, (1998). Driving Productivity and Growth in the UK Economy. London.