Γράφει η Τερψιχόρη Δέλτα
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια ξανάρχεται. Καλώς να ρθή. Γκρεμίζω την ασκήμια. Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ‘χει το δείλιασμα κι όλο ρωτά, και μήτε ναι μήτε όχι δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει το λόγο που δεν έρχεται και μια ντροπή το δένει.
…Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ’ ατσάλι και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι, και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω, και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω; Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε, γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!
(Κ. Παλαμάς, Ο Γκρεμιστής)
Εξαγριωμένοι νέοι έτρεχαν στο κέντρο της πόλης, χωρίς κουκούλες πια, με τεράστια λαμπερά μάτια γεμάτα ηδονή. Γκρέμιζαν. Γκρέμιζαν τα σχολεία, που τόσο προσπάθησαν να τους κατατάξουν και να τους απονεκρώσουν. Γκρέμιζαν αμερικάνικες αλυσίδες καταστημάτων, που ανάγκαζαν να πάρεις μια δύσκολη απόφαση, χωρίς γυρισμό: τρως, ντύνεσαι, διασκεδάζεις και σκέφτεσαι όπως οι πολλοί, ή είσαι ένας από τους λίγους και ζεις έτσι για πάντα. Καταδίκη και ευλογία.
Γκρέμιζαν τα δημόσια κτήρια που τους στέρησαν τους σκληρά εργαζόμενους πατεράδες και τις εκκλησίες που αποβλάκωσαν τις στοργικές μανάδες. Γκρέμιζαν τα αστυνομικά τμήματα με τα αιμάτινα δακτυλικά πάνω στους τοίχους των κρατητηρίων, που είχαν καταπιεί φίλους, εραστές και συντρόφους. Γκρέμιζαν τις τράπεζες, που είχαν ξεσπιτώσει τόσους και τους είχαν πετάξει στα παγωμένα πεζοδρόμια της Πανεπιστημίου. Γκρέμιζαν τα ψυχιατρεία, που προμήθευσαν με όπιο εγκεκριμένο από το κράτος και τις φαρμακευτικές, τους φίλους που «τρελαίνονταν» από την αναμονή μέχρι το Μεγάλο Γκρέμισμα… ήθελε αρετή, τόλμη, αλλά κυρίως υπομονή. Ύστερα θα αυτοσχεδίαζαν και για το χτίσιμο και αυτό ήταν το μόνο πλάνο.
Τόσα χρόνια, υπέμειναν πολλά και τη στιγμή αυτή την περίμεναν περίπου τρεις προηγούμενες γενιές, που τώρα όμως χάθηκαν από κελιά, ναρκωτικά, ρόδες, ή τη λήθη των γηρατειών. Από τότε οι εξαγριωμένοι νέοι φορούν πάντα μια κόκκινη γυαλιστερή κορδέλα στο αριστερό τους μπράτσο και χύνουν γουλιές μπύρας στα χώματα της Πλατείας για τους νεκρούς τους. Δε θρηνούσαν όμως, γελούσαν συχνά. Γελούσαν με τα καμώματα του «Μάτριξ», με τους αστυνομικούς στα φαστφουντάδικα, τους παππάδες στα κανάλια, τους εκπορνευμένους στις μεγάλες δυνάμεις πρωθυπουργούς, τις λαϊκές τραγουδίστριες, τους φοβισμένους από την «τρομοκρατία» δημοσιογράφους…
Τίποτα δεν κινήθηκε από την ορμή κάποιας πολιτικής πεποίθησης. Όλα ήταν αποτέλεσμα δίψας για ζωή και προσωπικής εκδίκησης για τα περασμένα χρόνια. Και γι’ αυτό ήταν σίγουρο πως θα πετύχαινε…