Στην κεντρική αίθουσα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στα Προπύλαια, ο Σταύρος Ξαρχάκος ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτορας. Ακούγοντάς τον να λέει στον πρύτανη, τους καθηγητές, τους φοιτητές και τους φίλους και συνεργάτες του που παρευρίσκονταν στην τελετή ότι μεγάλωσε στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου και ότι στα αυτιά του από τα πρώτα βήματα είχε ως «σπουδαίους και εμπνευσμένους δασκάλους» τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Γιάννη Παπαϊωάννου και τον Μάρκο Βαμβακάρη, ήρθε συνειρμικά στο μυαλό μου η πληροφορία που μου έδωσε ο Άκης Πάνου στις συζητήσεις που κάναμε κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών που νοσηλευόταν στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο, τον Μάρτιο-Απρίλιο 2000. Παρ’ όλο που πολλές φορές είχαμε μιλήσει για τη φάση εκκίνησής του στη δισκογραφία, ήταν η πρώτη φορά που μου είπε ότι μερικά από τα πρώτα δικά του κομμάτια που ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν σε μικρούς δίσκους, ενορχηστρώθηκαν από τον Σταύρο Ξαρχάκο κατ’ εντολήν του Τάκη Β. Λαμπρόπουλου, του ηγέτη της Κολούμπια, που πίστευε πάρα πολύ στο ταλέντο του νεαρού συνθέτη. Αυτή η φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια επιβεβαιώνει εμπράκτως ότι ο Ξαρχάκος είχε το ταλέντο όχι μόνο να συνθέτει ωραιότατες μελωδίες, αλλά –από πολύ νωρίς- να δίνει μορφή τόσο στις δικές του συνθέσεις όσο και σε λαϊκά τραγούδια που προέρχονταν από κατ’ εξοχήν λαϊκούς δημιουργούς.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Ξαρχάκος, προσθέτοντας στους δασκάλους του φωτισμένες μορφές όπως αυτή του Νίκου Γκάτσου, έγραψε υπέροχα τραγούδια και διακρίθηκε μέσα σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον που μπορεί να σε εμπνεύσει, αλλά μπορεί και να σε αποκλείσει, γιατί οι οντότητες του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη που γοήτευαν τους νεότερους, ταυτόχρονα, με την πληθωρικότητα, τον όγκο και την παγκόσμια επιτυχία τους συμπίεζαν τα περιθώρια ελιγμού και ανάδειξης σε όσους διεκδικούσαν μια θέση στο χώρο του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Και ιδίως σ’ αυτούς που δεν υπέκυπταν στον πειρασμό, στην έλξη και την ευκολία να μιμηθούν τον Μάνο και τον Μίκη, αλλά αναζητούσαν και προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα ιδίωμα με δικά τους χαρακτηριστικά για να εκφραστούν.
Με σεβασμό
Ο Ξαρχάκος δεν ήταν από εργατική οικογένεια της Δραπετσώνας, δεν ήταν παιδί-φυγάς απ’ τη Σύρα ούτε είχε μεγαλώσει εφτά-νομά-σ’ ένα δωμά στην Καλλιθέα του μεσοπολέμου, για να συνθέσει τραγούδια στο ύφος και το περιεχόμενο των τραγουδιών που παίζονταν στους τεκέδες, τις ταβέρνες και τα κουτούκια γύρω από το λιμάνι και τα σφαγεία, στα προσφυγικά της Κοκκινιάς και τα λαϊκά κέντρα διασκέδασης στις Τζιτζιφιές. Όμως, κατά ένα παράδοξο τρόπο, αυτά τα τραγούδια τον συγκινούσαν πολύ και θαύμαζε τους δημιουργούς τους, ενώ υποθέτω ότι καθώς ενηλικιωνόταν διαισθανόταν ότι θα ήταν ατόπημα να αποπειραθεί να μιμηθεί το δικό τους τρόπο έκφρασης. Είχε, όμως, το ταλέντο να μετουσιώσει το υλικό αυτό, να το επεξεργαστεί και να το διυλίσει με τα πιο λόγια εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ο Χατζιδάκις κι ο Θεοδωράκης. Να κρατήσει το πνεύμα του Μάρκου και του Τσιτσάνη, αλλά να πλάσει το δικό του υλικό με δικά του χρώματα, μοτίβα και ήχους, παρατηρώντας από κοντά τον Χιώτη, τον Ζαμπέτα και τους άλλους «εκσυγχρονιστές» του λαϊκού τραγουδιού. Αυτή είναι η αίσθησή μου για τις επιλογές του καθώς τον παρακολουθώ εδώ και δεκαετίες με αγάπη και σεβασμό.
Σεβασμό που απορρέει από την ποιότητά του. Από το γεγονός ότι ο Ξαρχάκος καλλιέργησε αυτή τη σχέση με το ρεμπέτικο, το λαϊκό και το έντεχνο, με ευσέβεια και αφοσίωση, αλλά και με ευρύτητα βάζοντας στοιχεία από την δυτική του μουσική παιδεία. Μέσα στο πλαίσιο μιας συνειδητής ελληνικότητας, αξιοποίησε ό,τι αποκόμισε από τους «σπουδαίους και εμπνευσμένους δασκάλους» της άλλης όχθης, όπως τους Μενέλαο Παλλάντιο, Νάντια Μπουλανζέ, Ντέιβιντ Ντάιαμοντ και Λέοναρντ Μπερνστάιν, τους οποίους συχνά μνημονεύει, προκειμένου να γράψει κι άλλες μουσικές, αλλά και για να εμπλουτίσει τις ηχητικές αναπλάσεις των παιδικών, εφηβικών και νεανικών του ακουσμάτων, της Φραγκοσυριανής, της Συννεφιασμένης Κυριακής και των Δειλινών.
Σεβασμό που απορρέει και από τη στάση ζωής του. Ο Ξαρχάκος δεν ανήκει σ’ αυτούς που μαρτύρησαν στις φυλακές, τα στρατόπεδα και τις εξορίες, αλλά με εξίσου αταλάντευτη αγάπη για την πατρίδα, την ελευθερία, την ομορφιά και τη δικαιοσύνη υπηρετεί τον πολιτισμό σ’ αυτόν τον τόπο με σοβαρότητα και μόχθο επί εξήντα χρόνια. Αντίβαρο στην κακογουστιά, τη φτήνια, την τυποποίηση, τον εκμαυλισμό, την αλλοτρίωση, την υποταγή και την υποδούλωση, όλα χαρακτηριστικά που απαντώνται σε αφθονία στους παντός είδους επιβήτορες και παρατρεχάμενους της εξουσίας, στην Ελλάδα, διαχρονικά.
Πνευματικό έλλειμμα
«[…] Ο πολιτισμός είναι σύνοψη θρησκευτικών, πνευματικών, καλλιτεχνικών, πολιτικών, οικιστικών και ερωτικών συνθέσεων ανθρώπου και ανθρωπότητας. Είναι η δημιουργική και ανθρωπιστική συνέχεια του πολιτισμικού γίγνεσθαι. Επιτακτική ανάγκη δε είναι η επαναξίωση του πολιτισμού με αμετάθετο στόχο ένα νέο ανθρωπισμό στα πλαίσια του οποίου πρωτεύουσα θέση θα έπρεπε να έχει η τέχνη ως ύψιστη έκφραση της ελευθερίας και της δημιουργίας. Όχι η καταναλωτική και εμποριοκρατική λειτουργία που γίνεται συμπλήρωμα της ωμής νεοβάρβαρης υπερεξουσιαστικότητας. Τα ζημιογόνα υποπροϊόντα της σύγχρονης προόδου εμφανίζονται σαν κύρια προϊόντα. Χρόνια τώρα υποσκάπτουν τα θεμέλια του πολιτισμού μετατρέποντάς τον σε ερείπια. Οι δυτικές κοινωνίες διακρίνουν θολά είδωλα στο κάτοπτρο του μέλλοντος. Στραγγαλίζονται απ’ την αβεβαιότητα, κλονίζονται απ’ τις νέες τεχνολογίες, σαστίζουν από τον παγκοσμιοποιημένο οικονομικό συγκεντρωτισμό. Εκφυλίζονται απ’ την εξάπλωση της διαφθοράς. Μεγαλουπόλεις τέρατα, τεχνολογίες, αυτοματισμοί και εκβιομηχανίσεις υποβαθμίζουν και καταστρέφουν το περιβάλλον. Η ανεξέλεγκτη «ανάπτυξη» δημιουργεί κοινωνικές αντιθέσεις με αποτέλεσμα τη διάλυση των παραδοσιακών μορφών αλληλεγγύης. Μορφές γραφειοκρατικές που ανωνυμοποιούν και αποπροσωποποιούν τον άνθρωπο. Το κοινωνικό κράτος μεταβλήθηκε σ’ έναν φιλάνθρωπο δράκο. Η διεφθαρμένη ψευτοηθικίζουσα Δύση επιπλέει σ’ ένα σύμπαν ακουσταπάτης και οφθαλμαπάτης. Οι εικόνες, οι ήχοι, τα πνευματικά ερεθίσματα των σύγχρονων μορφών επικοινωνίας υποτάσσουν κάθε στιγμή τη λογική και την αισθητική μας μεταμορφώνοντάς μας από ενεργούς πολίτες σε αδρανή μάζα. Ζούμε την έλλειψη γνώσης και την επιβολή της άποψης. Η εποχή μας, εποχή μηχανοκρατίας και πολεοδομικής φυλάκισης, βιομηχανοποιεί ιδέες, πρόσωπα και γεγονότα. Είναι μια εποχή πρωτοφανούς πνευματικού ελλείμματος στο σύνολο των θεσμών συμπεριλαμβανομένων ενίοτε και εκείνων που από τη φύση τους παράγουν γνώση και πολιτισμό. […]
Στο όνομα του υλισμού εχθροποιούνται η γνώση και ο πολιτισμός. Αποτέλεσμα της εχθροποίησης αυτής είναι η εξαφάνιση της χώρας σαν εθνική πολιτιστική συλλογικότητα. Η κυριαρχία του υλισμού και του ατομικισμού στις γενιές των τελευταίων ετών δημιουργεί ασαφή διαχωρισμό τέχνης και διασκέδασης. […]
Το θείο δαιμόνιο, όμως, της ανθρωπότητας οφείλει να ξεπεράσει όλα τούτα εφόσον κινητοποιήσει τις πνευματικές ηθικές δυνάμεις και αξίες που τρέφονται από εκείνες τις άχρονες και άχραντες πηγές. Ο δρόμος της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας προς μια άλλη πορεία περνά από το τραχύ μονοπάτι του μουσικού εκφυλισμού αλλοτριώνοντας και αλώνοντάς μας. […]
Βυθιστήκαμε σ’ ένα άηχο και αποξηραμένο τοπίο περιμένοντας την έλευση των βαρβάρων. Και ήρθαν. Και εμείς, άβουλα ανθρωπάκια, βουτηγμένοι στη μικροαστική μας μακροβιότητα και μακαριότητα περιμένουμε ακόμα τον… Γκοντό. Τα ψεύτικα, τα λόγια, τα μεγάλα, είναι αυτά που δίχασαν κι εξακολουθούν να διχάζουν τη μήτρα της κοινωνίας. Την Ελλάδα. Τη μάνα του καημού. Η έξοδος από τούτη την κρίση προϋποθέτει την υπέρβαση των πολιτικών και των πολιτισμικών αιτίων της. Ο αλληθωρισμός σαν αίτιο είναι που μετατρέπει την κρίση σε εγγενές πρόβλημα της χώρας. Το μέλλον επιτάσσει φαντασία, όραμα, αρχές, αξίες, ιστορική γνώση και σεβασμό στις παραδόσεις. Γιατί στην παράδοση και στην ιστορία κουμπώνει η ψυχή μας. Η ολική επίθεση των φωτονίων στον τόπο μας, η θάλασσα κι η μουσική, φέρνουν ελπίδα. Χρέος μας είναι αυτή την ελπίδα να την κάνουμε πράξη για να ξαναβρεθούμε στην πλευρά της Ελλάδας του πολιτισμού και όχι στην Ελλάδα που πνίγει τα παιδιά της. […]
«Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου.»*
Γεννήθηκα στις 14 Μαρτίου του 1939, στα Εξάρχεια. Ήταν η εποχή που οι ήχοι και οι εικόνες καταγράφονταν πολύ έντονα ακόμα και σε ηλικίες όπως ήταν η δική μου. Θυμάμαι το ανατριχιαστικό άκουσμα της σειρήνας. Θυμάμαι την ουρά των σκελετωμένων ανθρώπων, να περιμένουν ώρες ατέλειωτες για ένα κομμάτι μπομπότα. Η μπομπότα ήτανε το ψωμί της εποχής. Θυμάμαι τον ρόγχο του θανάτου στα πεζοδρόμια της Θεμιστοκλέους. Όλα αυτά, όμως, η γιαγιά με την κιθάρα και το τραγούδι της, τα ξόρκιζε. […]» (ΕΚΠΑ, 19 Δεκεμβρίου 2019)
* Ανδρέας Εμπειρίκος, «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων», απόσπασμα, εκδ. Ίκαρος)