Και εγένοντο Μνημόνια.
Έως τις απομακρυσμένες επαρχίες της Επικράτειας ήχησαν οι καμπάνες κι ανήσυχοι οι πολίτες μάθαιναν στις αγορές τα δασύτριχα νέα.
Ύστερα νύχτωσε και επέστρεψαν σπίτι τους όλοι –ερήμωσαν καφενεία, ζαχαροπλαστεία και ταβέρνες– ίνα επεξεργαστούν τα ζοφερά μαντάτα και για να αντιληφθούν τη νέα κατάσταση, τη θέση δε του καθενός μέσα σ’ αυτήν, κυρίως και βεβαίως!
Η επόμενη μέρα ήταν πιο καθησυχαστική – ξένα στρατεύματα δεν φάνηκαν, οι δε προεστοί τους πάντες διαβεβαίωναν πως ούτε θα φανούν. Τους φόρους μόνον να μάζευαν αυτοί οι ίδιοι, τα δοσίματα να έδιδαν και χρεία Βάφεν-Τοποτηρητών δεν θα υπήρχε.
……………
Όμως ο φόρος πολύς και οι μάζες εξανίσταντο. Βαβούρα, ανακατωσούρα, κράξιμο, έγιναν οι πλατείες κινδυνώδεις και οι δρόμοι ανασφαλείς.
Δηλώσεις, διαδηλώσεις, αγανάκτηση, αναστάτωση – να τραβούν οι προεστοί τα μαλλιά τους και ταυτοχρόνως να τους τρίζουν τα δόντια οι Βάφεν-Τοποτηρητές, διότι στο τέλος ήρθανε κι αυτοί, πιάσανε τα γιοφύρια το Σύνταγμα και τη Βουλή.
Αναταραχή!
……………..
«Μη φοβάστε» έλεγε όμως ο Επικεφαλής Επικυρίαρχος στους παρακατιανούς πραιτοριανούς και προεστούς, «έχει το πόπολο πολιτικούς, αλλά δεν έχει ποιητές, είναι ορφανό».
Τω όντι.
Κατά τις θλιβερές εκείνες νύχτες αυτών των ζοφερών γεγονότων, διαπιστώνοντας αυτό το κενό, ο συγγραφέας, ο μουσικός και ο ζωγράφος, νύκτωρ και κρυφά συναντήθηκαν σε φιλική οικία που μπορούσε να προσφέρει κάλυψη στους συνωμότες.
Ελέχθησαν πολλά. Βαρυσήμαντα και ουσιώδη. Πώς να ζωγραφιστούν οι σημαίες του λαού, πώς η μνήμη και η Ιστορία θα οδηγήσουν τις ψυχές στα δικαιώματά τους και πώς νέα έργα θα πρέπει να γραφούν, τραγούδια εγερτήρια και μουσικές συγκινητικές – όχι ο λαός δεν είναι ορφανός, ιδού οι Μούσες του οπλίζονται!
………………
Ο ένας έφυγε κάπως νωρίς –είχε ραντεβού για μια χορηγία με έναν μαικήνα– μην τον στήσει. Στην επόμενη συνάντηση ο άλλος έφερε σε όλους μια πρόταση για έκθεση και, εις βάθος χρόνου, μια συναυλία.
Όλοι εθαύμασαν κι άρχισαν να οργανώνουν το πράγμα – να ’ναι μια μπιενάλε κι οπωσδήποτε ένα γκαλά, όμως με μια εκλεπτυσμένη διάθεση, αλληγορική, όχι στρατευμένα πράγματα, αυτά απωθούν το λαό, τον έχουν κουράσει.
Τίποτα δεν γράφτηκε!
Δέκα χρόνια βόγγαγε ο λαός κι ούτε ένα ποίημα, ένας στίχος, ένα τραγούδι, μια ζωγραφιά! Ήταν βεβαίως όλα αυτά εν αφθονία αλλού, να χαζεύουν εύχαρεις τους καλλιτέχνες οι προεστοί και να ακκίζονται μεταξύ τους οι δημιουργοί στα κοσμικά και τα κανάλια.
Οι αρχικοί φόβοι αποδείχθηκαν υπερβολικοί, εντάξει «Καταχνιά» αλλά πάντα βρίσκει τους δρόμους της η ζωή.
Ακόμα κι όταν πρόδωσε ο Αλκιβιάδης, λίγος θόρυβος σηκώθηκε, αλλά ούτε αυτός περιείχε ποίηση, μουσική και ζωγραφιές.
Δεν υπήρχε ανάγκη, βρ’ αδερφέ.
Με δυσκολίες, δεν λέω, με τον λαό ζορισμένον, αυτό να λέγεται, λύσεις πάντα βρίσκονταν – ίσως λίγο χειρότερες κάθε φορά, πλην όμως όχι και θανάσιμες.
…………….
Καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, κάποιοι επτώχευσαν και επείνασαν, αλλά ανάγκη μεγάλη για δραματικές κινήσεις στον χώρο της τέχνης μάλιστα μιας τέχνης για τον λαό, δεν ανεφύησαν.
***
Σας αφήνω τώρα, διότι έχω ραντεβού με μια ΜΚΟ αρωγό σκιτσογράφων και συναφών επιτηδευματιών…
ΣΤΑΘΗΣ Σ.
8•IX•2021