Για την ταινία Βασιλικοί Γάμοι του Γάλλου Μάρκ Ντυγκέν

 

της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Γαλλία και Ισπανία στις αρχές του 18ου αιώνα βρίσκονται στο επίκεντρο της ταινίας Βασιλικοί Γάμοι, του Γάλλου συγγραφέα και σκηνοθέτη Μάρκ Ντυγκέν, βασισμένου στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Σαντάλ Τομάς, που εστιάζει σε τέσσερεις ανήλικους μελλόνυμφους διαδόχους, προκειμένου να επιτευχθεί ειρήνη ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο αντιβασιλέας της Γαλλίας προτείνει την 15χρονη κόρη του Δεσποινίδα του Μονπανσιέ ως νύφη στον 17χρονο Λουδοβίκο, διάδοχο του Ισπανικού θρόνου, ενώ στον 11χρονο Γάλλο Λουδοβίκο ΙΕ΄ προτείνεται ως νύφη η 4χρονη πριγκίπισσα Μαριάννα- Βικτωρία της Ισπανίας. Οι δυσκολίες προσαρμογής των δύο κοριτσιών ξεδιπλώνονται παράλληλα σε γαλλική και ισπανική αυλή.

Η συγγραφέας και ο σκηνοθέτης συνδιαμόρφωσαν το σενάριο, στοχεύοντας να παρουσιάσουν «ένα κομμάτι της μικρής Ιστορίας, που η μεγάλη έσβησε», αλλά κατάφεραν το αντίθετο. Η ανθρωποκεντρική τους ματιά εύκολα οδηγεί σε παραποίηση των ιστορικών γεγονότων. Αφήνοντας την πολιτική ιστορική διαπλοκή έξω από το κινηματογραφικό κάδρο, η ταινία εστιάζει στο συγκινησιακό στοιχείο, αποσιωπώντας γεγονότα που ξεγυμνώνουν τον πραγματικό σκληρό χαρακτήρα της μοναρχίας. Ο 11χρονος Λουδοβίκος ΙΕ΄ της ταινίας που ορφάνεψε από 2 ετών, έγινε διάδοχος της Γαλλίας σε ηλικία 5μισι ετών το 1715 και βασίλεψε στη Γαλλία μέχρι το 1774, διαδεχόμενος τον προπάππο του, τον περίφημο απόλυτο μονάρχη Λουδοβίκο ΙΔ΄. Η δική του, όμως, ανικανότητα να πάρει αποφάσεις αποδυνάμωσε τη Γαλλία, ενώ η άσωτη ζωή του προκάλεσε φήμες για πολυάριθμες ερωμένες, με δεκάδες νόθους απογόνους.

Ξεκινώντας από το 1712, όπως αρχικά αναγράφεται, οι ημερομηνίες μπερδεύονται με τα σεναριακά χρονικά άλματα.

Στο προσεγμένο ενδυματολογικά και σκηνογραφικά μονοπλάνο της εισαγωγικής σκηνής, με επιμελημένη φωτογραφία υποτονικών φωτισμών, η ανακοίνωση ενός θανάτου ενώ όλοι βρίσκονται σε βαθύ ύπνο, αποκαλύπτει ένα ενοχλητικό κενό εξουσίας. Η κάμερα, από κοντινό στο προσκεφάλι του κοιμισμένου παιδιού, οπισθοχωρεί, συμπεριλαμβάνοντας στο διευρυμένο κάδρο την γκουβερνάντα και τις υπηρέτριες, ενώ παράλληλα φανερώνεται ο χώρος με την βαρύτιμη επίπλωση και τις μπροκάρ κουρτίνες.

Το παρασκήνιο των διπλωματικών διαβουλεύσεων τελείται σε εσωτερικούς χώρους, όπου η μεγαλοπρέπεια των ανακτόρων στο φόντο υπογραμμίζει τη θεσμική εγκυρότητα της μοναρχίας. Τα πανέμορφα φυσικά τοπία που περιβάλλουν τα ανάκτορα, όλα σε μακρινά πλάνα, ξεπηδούν στην ταινία σαν εικόνες παραμυθιού και αποκτούν δισδιάστατη υπόσταση, με τοποθέτηση του ορίζοντα χαμηλά, ώστε να απεικονίζονται παραθετικά οι φιγούρες δέντρων και αμαξών, με τον ουρανό να εκτείνεται στο κάδρο.

Η τελετουργική σκηνή της περίφημης ανταλλαγής των δυο πριγκιπισσών κινηματογραφείται μετωπικά σε συμμετρικό πλάνο ως προς κάθετο άξονα, με τη δεξιά μεριά προς Ισπανία και την αριστερή προς Γαλλία. Ερχομός και φευγιό, σύγκλιση και απόκλιση προς τον άξονα, λαμβάνονται ως σχήματα ροής, που καθένα εκπροσωπεί τις δυο αντίπαλες μεριές. Το καδράρισμα υιοθετεί επιρροές από την εικαστική κληρονομιά Γάλλων ζωγράφων του 17ου αιώνα (Σαρλ ΛεΜπρέν, Αντουάν Βαττώ) όπου κυριαρχούν οι διακοσμητικές τάσεις του ροκοκό και η πειθαρχία του νεοκλασικισμού.

Με την επικριτική εστίαση στην εύθραυστη ηλικία των εμπλεκομένων, στο βωμό μιας μεταφυσικής διαιώνισης της δυναστείας, αποσιωπάται το γεγονός πως πρόκειται για μια πάγια πρακτική της μοναρχικής επιβολής, με ένα συνονθύλευμα παιδεραστίας, αιμομιξιών και παρασκηνιακών διαπλοκών, προκειμένου να τηρηθεί η γραμμή αίματος στη διαδοχή, που ενέπνευσαν έναν Σαίξπηρ να γράψει αριστουργήματα.

Στον αντίποδα του Ντυγκέν, που αναδεικνύει τη μεγαλοπρέπεια των Βερσαλλιών, ο Μπενουά Ζακό, στη χαμηλών τόνων ταινία Αντίο, Βασίλισσα μου (2012), βασισμένη επίσης σε βιβλίο της Σαντάλ Τομά, που τοποθετείται τον Ιούλη του 1789, στο ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης στο Παρίσι, κινηματογραφεί τα πρόσωπα, μέσα από κοντινά πλάνα, αγνοώντας το χρυσοποίκιλτο περιβάλλον των ανακτόρων, για να δείξει σκηνοθετικά το τέλος μιας εποχής. Περιγράφοντας την παρακμιακή ατμόσφαιρα στο ανάκτορο των Βερσαλλιών, η κάμερά του ακολουθεί σε σφιχτά πλάνα, μια νεαρή υπηρέτρια της καπριτσιόζας Μαρίας Αντουανέτας, καθώς διασχίζει με αγωνία τους κατάμεστους από πανικόβλητους ευγενείς διαδρόμους.

Η ίδια ιστορική στιγμή εξετάζεται και στην Μαρία-Αντουανέτα (2006), της Σοφίας Κόπολα, που αντιμετωπίζει τη βασίλισσα ως αφελές «πλουσιοκόριτσο», που βρέθηκε στις Βερσαλλίες, παντρεμένη με έναν αδιάφορο πρίγκιπα. Η ταινία αναλώνεται στη γαλαζοαίματη αλαζονεία, με στόμφο στην απερίγραπτη πλήξη των πολυτελών χοροεσπερίδων, με λουσάτα φορέματα και εδέσματα, τη στιγμή που ο λαός πέθαινε από την πείνα, πτυχή απούσα από την ταινία. Η Μαρία-Αντουανέττα της Κόπολα παρουσιάζεται ως σύγχρονη έφηβη και υποστηρίζεται από έντονα ποπ χρώματα και αναχρονιστικές μουσικές, μη συμβατές χρονολογικά, επιλέγοντας ένα ποπ-νταρκ-ροκ ρεπερτόριο, σε αντιστοιχία με σύγχρονα νεανικά ακούσματα.

Μακριά από το αντιεξουσιαστικό πρίσμα του σουρεαλιστή Τέρι Γκίλλιαμ που με αιρετικό χιούμορ διακωμωδούσε τη μοναρχία, χλευάζοντας στις ταινίες του καρικατούρες βασιλιάδων, στο κυρίαρχο σινεμά, η αίσθηση της μοναρχίας συντηρείται ως ένα σύστημα επιβλητικής αισθητικής. Ακολουθώντας παλιότερους εικαστικούς κανόνες της ζωγραφικής και του θεάτρου, η κινηματογραφική απεικόνιση της εξουσίας συνοψίζεται κυρίως σε σταθερά μετωπικά και συμμετρικά πλάνα.

Ο άλλοτε δηλωμένος μαρξιστής Μπερνάντο Μπερτολούτσι, στη στροφή μιας εσώτερης αναζήτησής του, σκηνοθετεί την οσκαρική ταινία Ο τελευταίος Αυτοκράτορας (1987). Εντυπωσιακές μετωπικές και συμμετρικές λήψεις, με το μικρό αγόρι-αυτοκράτορα να παίζει ανέμελο σε πρώτο πλάνο, ενώ πίσω του απεικονίζονται χιλιάδες υπήκοοι στοιχισμένοι, με φόντο τα ανάκτορα, αποδίδουν κινηματογραφικά την αίσθηση της μοναρχίας. Στοχεύοντας αρχικά να αναδείξει πόσο τραγικά επηρέασε όλη αυτή η χλιδή έναν άνθρωπο, η ταινία καθοδηγεί τελικά συναισθηματικά τον θεατή σε μια συμπάθεια προς τον μονάρχη, απομονώνοντάς τον από το θεσμικό πλαίσιο του μοναρχικού πολιτεύματος.

Στην ταινία Ο λόγος του βασιλιά (2010) του Τομ Χούπερ, ο Γεώργιος ΣΤ΄ της Αγγλίας προσλαμβάνει, λόγω τραυλισμού, έναν λογοθεραπευτή, με τον οποίο αναπτύσσει δυνατή φιλία. Οι αβανταδόρικες ερμηνείες συμπληρώνονται από λεπτομέρειες που χτίζουν ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, δίχως ωστόσο να αποφεύγεται για μια ακόμη φορά η παρουσίαση του βασιλιά ως συμπαθούς κοινού θνητού, αποπροσανατολίζοντας το κοινό. Η χρήση του ανυπέρβλητου Β΄ μέρους της 7ης Συμφωνίας του Μπετόβεν ως μουσική υπόκρουση στην κομβική σκηνή που ο βασιλιάς προσφωνεί στον βρετανικό λαό το διάγγελμα κήρυξης του Β΄ΠΠ, σφραγίζει με την πρέπουσα σοβαρότητα το γεγονός, επαναφέροντας τη θεσμική αναγκαιότητα της μοναρχίας, παρά την αρχική καρικατουρίστικη υπόστασή της.

Ίσως θα πρέπει να μας προβληματίσει και το πρόσφατο γεγονός της εκτεταμένης κάλυψης της δημόσιας τηλεόρασης τόσο στην επίσκεψη του διαδόχου του βρετανικού θρόνου στη χώρα μας, όσο και στον επικείμενο γάμο του νεαρού γιου του στη Βρετανία. Μην ξεχνάμε πως στο ένα τέταρτο των χωρών της Ε.Ε. συντηρούνται ακόμα μοναρχικά καθεστώτα.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

 

 

 

INFO

Στο Αλκυονίς (Ιουλιανού 42-46, πλ. Βικτωρίας) διοργανώνεται από 17-23/5 φεστιβάλ κινηματογράφου αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό με 7 παλαιστινιακές ταινίες: Το Αλάτι της Θάλασσας (Ανμαρί Τζασίρ) Πέμπτη –Κυριακή 19:30, Κάτω από τις Βόμβες (Φιλίπ Αρακτινγκί) Πέμπτη-Κυριακή 21:15, Σημείο Σύγκρουσης (Τζούλια Μπασά) Πέμπτη-Σάββατο 16:00, Παραμύθια Εμπόλεμης Ζώνης (Μισέλ Κλεϊφί) Πέμπτη-Κυριακή 23:00, Η Γεύση της Επανάστασης (Μπουτίνα Καναάν-Κουρί) Πέμπτη-Κυριακή 17:30, Palestine Blues (Νίντα Σινοκρότ) Δευτέρα-Τρίτη 17:45, Το Σιδερένιο Τείχος (Μοχαμέντ Αλατάρ) Δευτέρα-Τρίτη 19:00.

Στα πλαίσια του κινηματογραφικού αφιερώματος «50 χρόνια από τον Μάη του ’68», του Φιλοπρόοδου Ομίλου Υμηττού, Δευτέρα 21/5 στις 20:30, θα προβληθεί η γαλλική κωμωδία Η πιο τρελή απόδραση στον κόσμο (1979) του Ζεράρ Ουρί με ελεύθερη είσοδο. Μετά την ταινία ακολουθεί συζήτηση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!