Το ταξίδι του Τσέχοφ στην επίγεια κόλαση

 

Ένα όμορφο μεσημέρι στη Γιάλτα, σε ένα καφέ από το οποίο ατένιζες τη Μαύρη Θάλασσα, ο πρόεδρος του ελληνικού συλλόγου της περιοχής μού αφηγείτο τις ιστορίες και τις περιπέτειες των Ελλήνων της Κριμαίας, δηλαδή της Ταυρικής Χερσονήσου, στο διάβα των τελευταίων αιώνων∙ ό,τι είχε διαβάσει, ό,τι είχε ακούσει από τους παλιότερους και ό,τι είχε ζήσει ο ίδιος. Όλα ταίριαζαν σ’ αυτά που ήδη γνώριζα και συμπλήρωναν την εικόνα που σχηματιζόταν μέρα με τη μέρα στο μυαλό μου. Όλοι αυτοί οι Έλληνες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, είχαν εγκατασταθεί στην Κριμαία μετά την αναχώρηση των παλαιότερων Ελλήνων, που το 1778 υποχρεώθηκαν από την τσαρίνα Αικατερίνη Β΄, την επονομαζόμενη Μεγάλη, να μεταναστεύσουν βορειότερα, στη στέπα της Αζοφικής περιοχής, με κέντρο τη Μαριούπολη. Σιγά-σιγά άλλοι Έλληνες μετανάστευαν με τη σειρά τους στην Κριμαία δημιουργώντας νέες κοινότητες και, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ιδρύοντας δραστήριους ελληνικούς συλλόγους σε μια προσπάθεια αναβίωσης της ελληνικής παρουσίας και του ελληνικού πολιτισμού στον τόπο που είχε διαλέξει ο Ευριπίδης πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια για να στήσει το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται η θαυμαστή τραγωδία του Ιφιγένεια εν Ταύροις.

Έλληνες από τα νησιά του Αιγαίου, Έλληνες από τη Θράκη, Έλληνες από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, Έλληνες από τον μικρασιατικό Πόντο, Έλληνες από παντού που αναζητούσαν την τύχη τους στην Κριμαία, που μοιάζει γεωφυσικά με την Ελλάδα∙ Έλληνες που έφευγαν άρον άρον από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους εξαιτίας των συμφορών που προκαλούσαν οι συχνοί πόλεμοι των μεγάλων δυνάμεων της εποχής τους. Αλλά και στην Κριμαία δεν έλειψαν οι πόλεμοι, αφού η χερσόνησος ήταν πάντα το φιλέτο της Μαύρης Θάλασσας. Και σ’ αυτούς τους πολέμους οι ντόπιοι Έλληνες συμμετείχαν ενεργά. Στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) πρωτοστάτησαν με εθελοντές στρατιώτες και υψηλόβαθμους αξιωματικούς του αυτοκρατορικού στόλου, αλλά και στην επανάσταση του 1917 πολέμησαν με τους Μπολσεβίκους κόντρα στους ξένους εισβολείς και τους λευκούς που επιζητούσαν την παλινόρθωση του αυτοκράτορα. Στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι Έλληνες της Κριμαίας πολέμησαν με τον Κόκκινο Στρατό τις δυνάμεις του Άξονα σε όλη τη χερσόνησο, από τους λόφους και τα λιμάνια της Σεβαστούπολης ως το Κερτς, στον Κιμμερικό Βόσπορο. Κι εκεί έμαθα ότι αρκετοί απ’ αυτούς τους Έλληνες στρατιώτες έφτασαν άλλοι μέχρι την καρδιά της Ευρώπης κι άλλοι μέχρι τον Ειρηνικό ωκεανό. Οι μεν καταδιώκοντας τους ναζί, οι δε εκδιώκοντας τους Γιαπωνέζους από τη Σαχαλίνη, κοντά δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα. Αυτό το τελευταίο ήταν για μένα αναπάντεχο και πρωτάκουστο.

 

Έλληνας στη Σαχαλίνη

Και ίσως δεν θα το μάθαινα ποτέ εάν δεν το έφερνε η συζήτηση εκείνου του πρωινού στη Γιάλτα, όταν ο συνομιλητής μου, απαντώντας στις ερωτήσεις μου για τις τύχες των Ελλήνων της Κριμαίας, μου αποκάλυψε ότι είχε υπηρετήσει τη θητεία του στον Κόκκινο Στρατό στη μακρινή Σαχαλίνη. Σ’ αυτό το νησί που το διεκδικούσαν Κινέζοι, Γιαπωνέζοι και Ρώσοι, μέχρι την ολοκληρωτική κατάληψή του από τον σοβιετικό στρατό τον Αύγουστο του 1945. Ο ίδιος βρέθηκε αναπάντεχα εκεί, σε μια μετάθεση αναμφίβολα δυσμενή. Ήταν βέβαια τυχερός που επέζησε, αν και με κάποιο μεγάλο κόστος, αφού μετά τη λήξη της θητείας του δεν μπορούσε να φύγει από τη Σαχαλίνη. Όχι γιατί ήταν τιμωρημένος, αλλά γιατί, για λόγους ασφαλείας, όσοι υπηρετούσαν σ’ αυτή την ακριτική ζώνη, που είχε πολύ πλούτο και μεγάλη στρατηγική σημασία, έπρεπε να παραμείνουν στο νησί για να μη μεταφέρουν τα μυστικά της άμυνάς της παραέξω. Αυτός ήταν ο κανόνας για όσους υπηρετούσαν στο πελώριο νησί με το αφιλόξενο κλίμα ανάμεσα στη Ρωσία και την Ιαπωνία.

Οι στρατιώτες απολύονταν με τη λήξη της θητείας τους, αλλά με τη δέσμευση να γίνουν κάτοικοι του νησιού, ελεύθεροι πολίτες εντός των ορίων της Σαχαλίνης. Ο παγκόσμιος πόλεμος δεν έληγε για όλους τους ανθρώπους που βρέθηκαν στις πιο καυτές εστίες του ούτε με τον ίδιο τρόπο ούτε κατά τον ίδιο χρόνο. Η σοβιετική διοίκηση θεωρούσε ότι τα μυστικά αυτής της ακριτικής περιοχής έπρεπε να διαφυλαχτούν από τους εχθρούς που τη διεκδικούσαν. Και ήταν σημαντικά αυτά τα μυστικά, γιατί το νησί, εκτός από τα τεράστια κοιτάσματα αερίου και πετρελαίου που έχει και τα οποία τού άλλαξαν τη χρήση και την τύχη, είχε διαμορφωθεί, λόγω της τοποθεσίας του, σαν προστατευτικό φράγμα της Σοβιετικής Ένωσης στον Ειρηνικό ωκεανό, τόσο απέναντι στους Γιαπωνέζους, που από καιρό διεκδικούσαν τη Σαχαλίνη, όσο και στους Αμερικάνους, που από συμμαχική δύναμη, μετά τη ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι και την ένταξη της ηττημένης Ιαπωνίας στη σφαίρα επιρροής τους στον Ειρηνικό ωκεανό, εξελίσσονταν ραγδαία σε μεγάλο εχθρό. Η Σαχαλίνη έγινε μια τεράστια στρατιωτική, αεροπορική και ναυτική βάση, στην οποία εγκαθίσταντο τα πιο εξελιγμένα πυραυλικά συστήματα της ΕΣΣΔ και αργότερα τα πυρηνικά της υποβρύχια.

Έτσι, εγκλωβισμένος στη δίνη της ιστορίας, ο συνομιλητής μου έμεινε υποχρεωτικά στη Σαχαλίνη, σαν πολίτης πια, για άλλα είκοσι χρόνια! Εκεί παντρεύτηκε, εκεί έκανε οικογένεια κι εκεί εργάστηκε, μέχρι να πάρει την άδεια να φύγει από το νησί και να εγκατασταθεί στην Κριμαία. Δεν είχε κακές αναμνήσεις από την πολυετή παραμονή του στη Σαχαλίνη. Κουβαλούσε όμως το βάρος της απομόνωσης, μιας ζωής μακριά από τους δικούς του, σ’ έναν κόσμο πολύ απόμερο κι ένα περιβάλλον πολύ ζόρικο. Ήταν βέβαια από τους τυχερούς που είχαν επιζήσει των τεράστιων καταστροφών και απωλειών του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, που είχε κοστίσει στη Σοβιετική Ένωση κοντά 25 εκατομμύρια νεκρούς. Και η Σαχαλίνη, μεταπολεμικά, άλλαζε γρήγορα και γινόταν πιο βατή, πιο κατοικήσιμη. Δεν ήταν πια ο τόπος των βαρυποινιτών και των πολιτικών εξόριστων που περιγράφει με εξονυχιστικές λεπτομέρειες ο συγγραφέας και δραματουργός Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ.

Οι κατάδικοι είχαν αντικατασταθεί από οργανωμένες στρατιωτικές μονάδες και από αποίκους που μετανάστευαν με τη θέλησή τους στη Σαχαλίνη για να επωφεληθούν από τις καλοπληρωμένες δουλειές που υπήρχαν σε αφθονία στο νησί, ιδίως στον ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα των πετρελαιοειδών. Οι απόγονοι των καταδίκων, αυτοί που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στο νησί, ήταν πλέον μια μικρή μειοψηφία σ’ έναν πληθυσμό που είχε μέσα σε λίγες δεκαετίες εικοσαπλασιαστεί. Τεχνοκράτες, μηχανικοί, γεωλόγοι, χημικοί, γιατροί, δάσκαλοι, εργάτες και επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων έγιναν οι κάτοικοι στις διαρκώς επεκτεινόμενες πόλεις, που χτίζονταν με σύγχρονες προδιαγραφές, εκεί που στο παρελθόν ήταν οι φυλακές και οι παράγκες που «φιλοξενούσαν» χιλιάδες απόκληρους, ποινικούς καταδίκους και πολιτικούς εξόριστους. Αυτούς που τολμηρά και πρωτοποριακά ανέλαβε αυτοβούλως να καταγράψει ο Τσέχοφ το 1890 με ένα άκρως παράτολμο ταξίδι εννιά μηνών –τρεις να πάει, τρεις επιτόπου και τρεις να γυρίσει!– με τα μέσα της εποχής και με τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Σαχαλίνη, από την οποία λίγοι γύριζαν πίσω σώοι και αβλαβείς, και με την κατάσταση της δικής του υγείας ήδη σοβαρά κλονισμένη. Αλλά η θέληση, απόδειξη τρανή, καταφέρνει το ακατόρθωτο.

 

Στο Ταγκανρόγκ με τους Έλληνες

Ο Τσέχοφ δεν είχε καμία σχέση με τη Σιβηρία ούτε με τον Ειρηνικό ωκεανό. Αντιθέτως γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι τα δεκαεφτά του, που έφυγε για σπουδές στη Μόσχα, στην πόλη Ταγκανρόγκ, στη νότια Ρωσία, στο βόρειο σημείο της Αζοφικής θάλασσας, στην οποία οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δώσει το όνομα «Μαιώτις λίμνη», γιατί ήταν ρηχή και συνδεόταν με τον Εύξεινο Πόντο μ’ έναν στενό πορθμό, τον Κιμμέριο Βόσπορο, που έχει τη Φαναγόρεια από τη μία μεριά και το Παντικάπαιον από την άλλη. Το βυζαντινό «Ταϊγάνιον», ανάμεσα στον ποταμό Τάναϊ (σημερινό Ντον), ο οποίος κατά τον Ηρόδοτο αποτελούσε το όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, και τη Μαριούπολη, κέντρο του σύγχρονου ελληνισμού στην Ουκρανία, συνδέεται διαχρονικά, από την εποχή των Σκυθών μέχρι τις μέρες μας, με την ελληνική παρουσία, με τη δραστήρια ελληνική κοινότητα. Μάλιστα, την εποχή που ζούσε ο Τσέχοφ στο Ταγκανρόγκ, ήταν για ένα διάστημα κυβερνήτης του ο Έλληνας Αχιλλέας Αλφιέρι, διακεκριμένος διανοούμενος και καλλιτέχνης, μέλος μιας ανθηρής κοινότητας, στην οποία μεταξύ άλλων ανήκε και ο γνωστός ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης. Μάλιστα, ο Τσέχοφ πήγε για ένα διάστημα στο ελληνικό σχολείο της ενορίας του Αγίου Κωνσταντίνου επειδή ο πατέρας του πίστευε ότι έτσι αυξάνονταν οι πιθανότητες να εργαστεί αργότερα κοντά στους πλούσιους Έλληνες. Η σχέση της οικογένειας με τους Έλληνες επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι νονά του Αντόν ήταν η Ελιζαβέτα Γιεφίμοβνα το γένος Σοφιανοπούλου. Ίσως, λοιπόν, μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν ήταν μόνο η κλασική παιδεία του Τσέχοφ που οδήγησε τη σκέψη του όταν, θέλοντας να δώσει το μέγεθος της Σαχαλίνης, την εξομοίωνε με δύο Ελλάδες ή περιέγραφε το ταξίδι του λέγοντας: «Νιώθω σαν τον Οδυσσέα, που ταξίδευε σε άγνωστες θάλασσες και διαισθανόταν αόριστα τη συνάντηση με ασυνήθιστα όντα».

 

Από τον Βερν στον Τσέχοφ

Διαβάζοντας, όμως, τη συγκλονιστική αφήγηση του Τσέχοφ, περισσότερο έτρεχε το μυαλό μου στον Μιχαήλ Στρογκόφ, τον ήρωα του Ιουλίου Βερν από το ομώνυμο βιβλίο, που εκδόθηκε μερικά χρόνια πριν από το ταξίδι του Τσέχοφ, ο οποίος προσπαθεί μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες να φτάσει στο Ιρκούτσκ, στη Σιβηρία, μεταφέροντας το μήνυμα του τσάρου από το οποίο εξαρτιόταν η τύχη της ρωσικής επικράτειας. Κακοί δρόμοι, αφιλόξενη φύση, σκληραγωγημένοι άνθρωποι, χιόνια, πιθανές και απίθανες συμφορές, που συνθέτουν ένα σκηνικό στο οποίο δύσκολα επιβιώνει ο άνθρωπος, παρόμοιο με το σκηνικό που περιγράφει ο Τσέχοφ, όχι, όμως, σαν μυθιστόρημα, αλλά σαν πραγματικότητα που ο ίδιος τη βιώνει θέτοντας την ύπαρξή του σε συνεχείς κινδύνους και φοβερές ταλαιπωρίες. Κοινό γνώρισμα των δύο πρωταγωνιστών, του μυθικού και του αληθινού, ότι βρίσκονταν σε αποστολή, διορισμένος ο ένας, αυτοβούλως ο άλλος.

 

(Το πρώτο μέρος από τον πρόλογο στο βιβλίο του Αντόν Τσέχοφ Νήσος Σαχαλίνη, εκδ. Λέμβος)

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!