Γιάννης Χαριτίδης – Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή
Πόσοι γνωρίζουν ότι ο Δημήτρης Πουλικάκος δημιουργούσε σουρεαλιστικά κολάζ, πριν τον ρουφήξει η ροκ και ότι μια παρέα Ελλήνων υπαρξιστών επιδιδόταν το ’60 σε ντανταϊστικά δρώμενα, στους δρόμους του Κολωνακίου;
Σ’ αυτό το «αθηναϊκό αντεργκράουντ» μας ξεναγεί ο 31χρονος Γιάννης Χαριτίδης, στο ντοκιμαντέρ του Φωνές από το υπόγειο, που είδαμε στις 19ες «Νύχτες Πρεμιέρας», ανασύροντας ανθρώπους και εικόνες από τη λήθη, ως ρομαντικός τυμβωρύχος. Θρυλικοί εκδότες, εμβληματικοί ποιητές και πολλοί εικαστικοί, ανάμεσά τους οι Λεωνίδας Χρηστάκης, Τέος Ρόμβος, Νάνος Βαλαωρίτης και άλλες ηγετικές μορφές της νεόκοπης -τότε- υποκουλτούρας, ανάμεσα στο ροκ, τα κόμικς και τη μπιτ ποίηση, οριοθετούν αισθητικά και χωροταξικά το πρωτοποριακό καλλιτεχνικό προφίλ της Αθήνας του ’60 και του ’70 στην Πλάκα, το Κολωνάκι και στα Εξάρχεια.
Συναντήσαμε από κοντά τον Γιάννη Χαριτίδη και είχαμε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα.
Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σας γι’ αυτόν τον παραγνωρισμένο καλλιτεχνικό χώρο και πώς επιλέξατε όσους συμμετέχουν;
Προϋπήρχε μια σκέψη, για μια σειρά πορτρέτα άγνωστων λογοτεχνών, που δεν ευοδώθηκε. Καταλυτική γνωριμία ήταν ο Θανάσης Ρεντζής, καθηγητής μου στην ΑΣΚΤ, όπου έκανα το μεταπτυχιακό μου στον κινηματογράφο και ο Θανάσης Μουτσόπουλος, που μου πρότεινε την κινηματογραφική επιμέλεια στην περυσινή έκθεση για το αθηναϊκό αντεργκράουντ. Ξεκινώντας ένα σχετικό ντοκιμαντέρ, με ανεξάρτητη παραγωγή, διαπιστώσαμε ότι, παρά την απόσταση σαράντα χρόνων, έβγαινε κάτι ολοκληρωμένο. Όσο για τα πρόσωπα, κάποιοι είχαν φύγει, κάποιοι ήταν πολύ μεγάλοι, άλλοι δίσταζαν να εκτεθούν στη δημοσιότητα, ωστόσο, βρήκαμε αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση.
Επικεντρώνεστε περισσότερο στην ποίηση και στη ζωγραφική και λιγότερο στη μουσική και στον κινηματογράφο; Γιατί;
Δεν υπήρχε εκτεταμένο κινηματογραφικό υλικό, το ’60 δεν υπήρχαν χρήματα για ταινίες, ενώ η ποίηση ήταν ανέξοδη. Εξάλλου, για τον Άσιμο, ακόμα και για την πολιτικοποιημένη Γώγου υπάρχουν ντοκιμαντέρ. Εμείς θέλαμε να αναδείξουμε το έργο άγνωστων δημιουργών, που οι περισσότεροί τους πρέσβευαν μια ελευθερία πνεύματος, χωρίς πολιτικοποιημένο λόγο.
Έχετε συλλέξει σημαντικό ανέκδοτο υλικό, εστιάζετε όμως περισσότερο στην αισθητική ανάδειξη αυτού του κινήματος και λιγότερο στο πολιτικό στίγμα του, σε μια περίοδο, με τεράστια πολιτική σημασία.
Η πραγματικότητα της χούντας είναι γνωστή και έχει καταγραφεί. Με τον πειραματισμό ασχολιόταν μια μειοψηφία πολιτικοποιημένων καλλιτεχνών. Τους αισθητικούς νεωτερισμούς, τότε, τους αντιμετώπιζε με δυσπιστία ακόμα και η Αριστερά. Άφησα τους καλλιτέχνες να μιλήσουν για το πώς δημιουργήθηκε ένα ρεύμα και μια εναλλακτική καθημερινότητα. Ο Χρηστάκης κατάφερε, μέσα στη χούντα, να εκδώσει περιοδικά, διασώζοντας ένα καλλιτεχνικό έργο, που σήμερα έχει ξεχαστεί. Το ζήτημα, λοιπόν, ήταν να αναδειχθεί μια παραγνωρισμένη τέχνη, στα πλαίσια μιας απόλυτης ελευθερίας πνεύματος, κάτι που πολλές φορές τρομάζει.
Ρεύματα που σχετίζονται με τον πειραματισμό και την πρωτοπορία, γεννιούνται συνήθως σε έντονες πολιτικές καταστάσεις, όπως συνέβη με τη ρωσική πρωτοπορία. Είχαμε κάτι ανάλογο και στη χώρα μας;
Αυτό το πνεύμα πειραματισμού ξεκίνησε από τη μπιτ γενιά της Αμερικής. Ο Γκίνσμπεργκ ή ο Κέρουακ κοντράρανε κυρίως τον αμερικανικό τρόπο ζωής, δεν ήταν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένοι. Σ’ εμάς, λόγω χούντας, μαζικότητα δημιουργήθηκε γύρω από την Αριστερά, ενώ πολλά είναι ξενόφερτα, από ’κει που ζούσαν πολλοί απ’ τους πρωτεργάτες του ελληνικού αντεργκράουντ. Μπλέκονται, λοιπόν, πολλές διαδρομές παράλληλα: η αριστερά, το αντεργκράουντ αμερικανικό και ελληνικό- οι μπιτ, όλα μαζί, στο κλίμα μιας γενικότερης αμφισβήτησης, που όμως δεν είχε ούτε απήχηση, ούτε πολιτική ένταση. Εναντιώθηκε, κυρίως, στην εξουσία και σε καθετί συντηρητικό.
Ωστόσο, γύρω στο ’80, το μέινστριμ ρεύμα τροφοδοτήθηκε από το ποπ και το αντεργκράουντ που είχαν επικρατήσει στο καλλιτεχνικό στερέωμα.
Το κεφάλαιο έχει την τρομερή ιδιότητα να προσεταιρίζεται ό,τι καλύτερο παρουσιάζεται στις πρωτοπορίες. Τρανό παράδειγμα οι καταστασιακοί, που τους κατακλέψανε, ακόμα και στη χώρα μας, με αποσπάσματα θεωριών τους σε πολλά έντυπα, κάνοντας μέινστριμ τη δική τους αισθητική. Το αντεργκράουντ δεν άλλαξε δραστικά μια κατάσταση, έχει αφήσει όμως στοιχεία, που μπορεί να οδηγήσουν σε κάτι καινούργιο, μέσα στην πνευματική εξαθλίωση που βιώνουμε.
Τα κινήματα, κυρίως τα καλλιτεχνικά, ωρίμαζαν μέσα σε παρέες, ενώ αναπτύχθηκε μια αξιόλογη ελευθεριακή έκφραση. Υπάρχει αντίστοιχη πρωτοποριακή βαρύτητα στην πληθώρα λογοτεχνικών και ποιητικών κειμένων που δημοσιεύονται σήμερα στο Διαδίκτυο;
Από το Facebook δεν δημιουργούνται παρέες. Πράγματι, για τη δημιουργία σκέψης χρειάζεται προσωπική επαφή, με συνεύρεση και ζυμώσεις. Η αποϋλοποίηση του πνεύματος, μέσω Διαδικτύου, έχει μεγάλη απόσταση από αυτό που εισπράττεις. Ο γραπτός λόγος στο Internet δεν έχει την ίδια βαρύτητα με τον τυπωμένο, παρ’ όλο που διαβάζω e-books. Αν δεν υπάρχει το βίωμα, η ζύμωση της σκέψης σε ένα χώρο μη εικονικό δεν εντυπώνεται με τον ίδιο τρόπο, ώστε να επιδράσει στην καθημερινότητα τη δική μας και των άλλων. Η τέχνη δεν είναι ανεξάρτητη από τον τρόπο ζωής. Αυτό αποδεικνύουν με τη στάση τους και οι καλλιτέχνες του αντεργκράουντ. Ο τρόπος ζωής τους, ήταν συνυφασμένος και σε αντιστοιχία με την ελευθεριακή τους τέχνη.
Οι συναρπαστικές αφηγήσεις δρώμενων, που θυμίζουν ντανταϊστικές καταστάσεις, δίνουν την αίσθηση ότι πρόκειται για μυημένους μιας κλειστής παρέας. Ίσως μιλάμε και για έναν εστετισμό;
Δεν συμφωνώ. Το κύριο ήταν η κόντρα στο συντηρητισμό που έχουμε μέσα μας. Μια παρέα πέντε ανθρώπων δεν αρκεί για να αλλάξει τον κόσμο. Πρέπει να ακολουθήσουν κι άλλοι. Άλλωστε, εμείς το ’67 είχαμε χούντα, λογικό ήταν να μην υπάρξει γενικευμένο αντεργκράουντ κίνημα. Σήμερα, όμως, πρέπει να φέρουμε ξανά την τέχνη στο προσκήνιο. Ο πολιτισμός μπορεί να γεννήσει μια νέα πολιτική, να υποδείξει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής.
Η γενιά σας ασχολείται τελευταία με μια αποτίμηση της τέχνης του ’60-’70. Είναι μια χειρονομία τιμητική του μαθητή προς τον δάσκαλο, του γιου προς τον πατέρα ή πιστεύετε ότι μπορούν να αντληθούν πολύτιμα αισθητικά, ίσως και ιδεολογικά υλικά, που θα βοηθήσουν να αναχαιτιστεί το πολιτικό και πολιτιστικό πισωγύρισμα;
Είναι πρωτίστως, θέμα ταυτότητας. Όπως κάποιοι γύρισαν πίσω στο ’50 και κοιτάξανε τους ρεμπέτες και τη σημαντικότητά τους στην κοινωνία μας, έτσι κάνουμε κι εμείς τώρα. Ο Πετρόπουλος, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και ο Ταχτσής, που γράψανε κείμενα για το ρεμπέτικο, διερευνούσαν τη σύγχρονη Ελλάδα. Αντίστοιχα και η νέα γενιά αναζητά τη νεοελληνική ταυτότητα και την απόλυτη ελευθερία, μέσα από αυτό, για ένα διαφορετικό τρόπο ζωής.
Σ’ αυτή την τραγική συγκυρία, με την άνοδο του φασισμού στη χώρα μας, θα μπορούσε να επηρεάσει ένα ντοκιμαντέρ σαν το δικό σας;
Δεν το νομίζω. Εξισώνουν κομμουνισμό με φασισμό, όταν στην Ελλάδα το φασισμό τον αναγέννησε η τεράστια αλλοτρίωση του πολιτικού σκηνικού, ενώ αποδεικνύεται ότι στα σπλάχνα της κοινωνίας μας είχε συντηρηθεί ένα μεγάλο ακροδεξιό κομμάτι. Δυστυχώς, δεν βλέπω αντίδραση από τη γενιά μου, γιατί δεν έχει μάθει να παλεύει. Βρέθηκε ξαφνικά σε ένα σκηνικό που απαιτεί σθένος και πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό της. Πρέπει να σταματήσει το έλλειμμα δημοκρατίας, χρειάζονται δραστικές λύσεις, γιατί τα πράγματα εκτραχύνονται τραγικά γρήγορα.