Οι πηγές κυβερνητικής αισιοδοξίας μπορεί να στερέψουν και το ελληνογερμανικό success story να συγκρουστεί μετωπικά με μια φορολογική στάση πληρωμών στο εσωτερικό και μια κρίση Νο2 διεθνώς. Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Η κυβέρνηση προσπαθεί να μεταδώσει ένα κλίμα αισιοδοξίας για τη χρονιά που έρχεται. Συνεπικουρείται και από τους εταίρους-δανειστές σ’ αυτό, ιδιαίτερα από τη γερμανική ηγεσία με την οποία έχει σχεδόν επισημοποιήσει τη «δορυφορική» της σχέση. «Τα χειρότερα είναι πίσω μας», είπε ακόμη και ο συνήθως στριφνός Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υπογραμμίζοντας ωστόσο την αποτελεσματικότητα της παιδαγωγικής τιμωρίας η οποία επιβλήθηκε στην Ελλάδα: «Η κυβέρνηση στην Αθήνα γνωρίζει ότι δεν μπορεί να έχει υπερβολικές οικονομικές απαιτήσεις από τα άλλα κράτη-μέλη του ευρώ. Γι’ αυτό και κάνει πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις», δήλωσε προ ημερών.
Από κοντά και η Κριστίν Λαγκάρντ, η επικεφαλής του ΔΝΤ που διαπίστωσε ενδείξεις σταθεροποίησης και πρόοδο στη διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη. Φυσικά, δεν παρέλειψε να προσθέσει τις «υποσημειώσεις» της, υπενθυμίζοντας πως στη διένεξη με την ευρωπαϊκή ηγεσία υπάρχει απλώς ανακωχή. Η νέα προειδοποιητική βολή που εκτόξευσε αφορούσε την ίδια τη γερμανική ηγεσία και τις πληροφορίες που τη φέρουν να ετοιμάζει νέο, δρακόντειο πρόγραμμα λιτότητας σε βάρος των υπολειμμάτων κοινωνικού κράτους. «Καλύτερα να μετατοπιστεί για αργότερα», ήταν η υπόδειξη της Λαγκάρντ.
Σε δύο δεκαετίες…
Παραδόξως, ακόμη κι ο υπουργός Οικονομικών της Σουηδίας, Άντερς Μποργκ, που έχει τη φήμη του «καρφιού» όσων συζητούνται εντός της «βαθιάς ευρωκρατίας», φαίνεται να συμμερίζεται την αισιοδοξία για την Ελλάδα. «Έχει μια πιθανότητα να παραμείνει στο ευρώ, αφού οι χώρες της Ευρωζώνης παραιτήθηκαν από ένα μέρος του χρέους και είναι προφανές ότι θα παραιτηθούν κι από άλλο», δήλωσε προσθέτοντας κι αυτός την «υποσημείωσή» του: «Η αβεβαιότητα είναι εξαιρετικά μεγάλη. Είναι δύσκολο να δούμε πώς οι Έλληνες θα μπορέσουν να ξανασταθούν στα πόδια τους».
Αυτή την απορία την εξέφρασε, πριν από μερικές μέρες, πολύ πιο ηχηρά ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων Βέρνερ Χόγιερ, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί μία με δύο δεκαετίες για να ανακάμψει. Συνόδευσε την εκτίμηση αυτή με επικρίσεις προς την ευρωπαϊκή ηγεσία για έλλειψη πολιτικού θάρρους και με υποδείξεις για ευρεία αξιοποίηση των «όπλων» που έχει στη διάθεσή της η Ευρωζώνη, όπως η επαναγορά ομολόγων.
Η επιστροφή της τρόικας
Τα δεδομένα, λοιπόν, είναι διφορούμενα και οι πηγές από τις οποίες αντλεί αισιοδοξία η τρικομματική κυβέρνηση διόλου βέβαιες. Το ελληνογερμανικό success story στο οποίο επενδύει ιδιαίτερα ο Αντώνης Σαμαράς, έχει πλήθος προϋποθέσεων και υποσημειώσεων που δεν ελέγχονται μόνο από το πολιτικό deal μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας. Ακόμη και η επιστροφή στην «ομαλότητα» των επιθεωρήσεων λόχου από την τρόικα είναι σπαρμένη με αγκάθια. Στα μέσα Γενάρη η τρόικα επιστρέφει για έλεγχο. Μέχρι τότε θα πρέπει να έχει ψηφιστεί το φορολογικό νομοσχέδιο και να έχουν προωθηθεί κι άλλες προαπαιτούμενες δράσεις, ώστε να εκταμιευτεί η επόμενη δόση της μεγα-δόσης, 9,5 δισ. ευρώ προορισμένα αποκλειστικά για να καλύψουν τα υπόλοιπα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και να ξεπληρώσουν τοκοχρεολύσια ακούρευτων ομολόγων που έχουν στα χέρια τους κράτη-δανειστές. Το ίδιο διάστημα αναμένεται και η απόφαση του εκτελεστικού συμβουλίου του ΔΝΤ για το μικρό μέρος δόσης που του αναλογεί, αλλά μεγαλύτερη σημασία θα έχουν οι διατυπώσεις της απόφασής του, με υποδείξεις για νέες παρεμβάσεις μείωσης του ελληνικού χρέους.
Μέχρι και τον Μάρτιο, οι πιέσεις της τρόικας θα εστιάζουν στην εφαρμογή των λεγόμενων «διαρθρωτικών μέτρων», για τα οποία οι ισορροπίες εντός της κυβερνητικής τρόικας είναι εξαιρετικά ευαίσθητες, ενώ η τρόικα εξωτερικού δεν έχει δώσει την τελική της έγκριση. Για παράδειγμα, το υπό ψήφιση φορολογικό και οι επόμενες νομοθετικές παρεμβάσεις στη φορολογία -με μεταρρύθμιση του εισπρακτικού μηχανισμού και αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ- δεν αποκλείεται να συνοδευτεί από απαιτήσεις για μηχανισμούς επιτήρησης των φορολογικών εσόδων. Αυτό το απαίτησε ορθά-κοφτά ο επικεφαλής των Γερμανών βιομηχάνων, που ζήτησε εποπτεία από ευρωπαϊκό φορέα, αυτό έχει κατά καιρούς ζητήσει και ο Σόιμπλε, ανάλογες «υπηρεσίες» θέλει να προσφέρει ο Ράιχενμπαχ, ο Φούχτελ κι όλοι οι διερχόμενοι «επιτηρητές» του ελληνικού κράτους. Όταν, όμως, ακόμη και οι αλλαγές 165 επικεφαλής Εφοριών προκάλεσαν μίνι κυβερνητική κρίση, αναρωτιέται κανείς τι θα συμβεί αν η τρόικα ζητήσει να πάρει όλο τον έλεγχο του φορολογικού μηχανισμού.
Το βάραθρο των 46 δισ.
Ακόμη, πάντως, κι αν η κυβέρνηση «περάσει» τις προσεχείς «μεταρρυθμιστικές εξετάσεις», τα πράγματα δυσκολεύουν μετά το πρώτο τρίμηνο του έτους, όταν θα ενεργοποιηθεί ουσιαστικά ο μηχανισμός αυτόματης διόρθωσης των αποκλίσεων από τους στόχους για τα ελλείμματα και τα έσοδα. Οι ρήτρες αυτόματης διόρθωσης, ενδεχομένως, να αποδειχθούν εύκολη υπόθεση στο μέτωπο των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις (2,6 δισ. είναι ο στόχος για το 2013), αλλά μπορεί να αποδειχθούν ανυπέρβλητος άθλος στα φορολογικά έσοδα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει το ελληνικό «πείραμα» εντός του 2013 είναι να βρεθεί ενώπιον μιας γενικευμένης στάσης πληρωμών από τους πολίτες προς το κράτος, όχι στο πλαίσιο ενός νέου ακτιβισμού, αλλά λόγω πλήρους εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας της πλειοψηφίας των νοικοκυριών. Ακόμη και με το μετριοπαθέστατο κυβερνητικό σενάριο για ύφεση 4,5% και ανεργία στα σημερινά επίπεδα (26%), δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πώς θα υπηρετηθούν συνολικά έσοδα 46 δισ. ευρώ που προβλέπει ο Προϋπολογισμός του 2013. Τι θα συμβεί, λοιπόν, αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για ανεργία πάνω από το 30% και ύφεση 6%;
Το κυβερνητικό success story δεν διαθέτει κανένα μαξιλάρι, καμιά ζώνη ασφαλείας στο εσωτερικό πεδίο. Αυτό το κραυγαλέο έλλειμμα η κυβέρνηση Σαμαρά επιχειρεί να το αναπληρώσει κυρίως με ενέσεις αισιοδοξίας και προσδοκίες από το εξωτερικό. Με τις θετικές εκτιμήσεις των επενδυτικών οίκων, τις πιστοληπτικές αναβαθμίσεις, την εκστρατεία προσέλκυσης επενδύσεων στην οποία θα εμπλακεί προσωπικά ο Σαμαράς, το «χαρωπό» κλίμα στο Χρηματιστήριο, την προσπάθεια σταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος, ακόμη και τις μεγάλες προσδοκίες για το στρατηγικό όπλο των υδρογονανθράκων. Ωστόσο, η βασική -και προς το παρόν ανομολόγητη- προσδοκία είναι ένα νέο κούρεμα του χρέους, που στο μεγαλύτερο ποσοστό του πια είναι διακρατικό, μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Πρακτικά το 2014. Αλλά για να φτάσει στην «πηγή», η κυβέρνηση πρέπει να διανύσει πολιτικά και κοινωνικά αλώβητη το 2013.
Παράλληλη πραγματικότητα
Στην ουσία διαχειρίζεται μια παράλληλη πραγματικότητα, μια εικονική πραγματικότητα εξομάλυνσης των δημοσιονομικών μεγεθών και της «διεθνούς αξιοπιστίας» (την οποία έχει αναγάγει σε υπέρτατη αξία ο Αντώνης Σαμαράς), η οποία ελάχιστα σημεία επαφής έχει με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Τα μέσα και οι πόροι που διαθέτει για να φτάσει ένα μικρό, έστω, μέρος του δανεισμού στην πραγματική οικονομία είναι λιγοστά. Κι οι τράπεζες θα αργήσουν πολλούς μήνες ακόμη για να επιστρέψουν ως ρευστότητα έστω ένα ελάχιστο μέρος του πακτωλού των 50 δισ. με τα οποία ενισχύονται.
Γενικώς, η κυβέρνηση πορεύεται κατά τον στίχο του Σαββόπουλου «τον χειμώνα ετούτο άμα τον πηδήσαμε, γι’ άλλα δέκα χρόνια άιντε καθαρίσαμε». Μπορεί και να έχει βάση η προσδοκία. Αλλά το ερώτημα είναι, πρώτον, αν θα πηδήσουμε ετούτο τον χειμώνα, και, δεύτερον, ποιος θα πηδήσει ποιον…