του Ηλία Φιλιππίδη*
Πρόκειται για μία νομική συμφωνία μεταξύ δυο χωρών, η οποία επιδιώκει να λύσει οριστικά ένα πρόβλημα δεκαετιών.
Όμως παραμένει ανοικτό το ερώτημα, εάν αυτή η συμφωνία μπορεί να καλύψει όλο το εύρος του προβλήματος, που δεν είναι μόνο νομικό αλλά και γεωπολιτικό και ιστορικό.
Ευθύς εξαρχής φαίνεται ότι η Συμφωνία τέθηκε πάνω σε δυο λανθασμένες βάσεις: 1) Ότι μία νομική συμφωνία μπορεί να καλύψει όλες τις πλευρές του προβλήματος και 2) ότι η βάση του προβλήματος είναι το ονοματολογικό.
Πράγματι, είναι το τελικό όνομα της ΠΓΔΜ η βάση του προβλήματος, εφόσον δέχεσαι ότι το όνομα είναι η επιτομή του Σκοπιανού αλυτρωτισμού. Οπότε αποφασίζεις με πλήρη γνώση των συνεπειών, εάν θέλεις να δώσεις το όνομα «Μακεδονία» ή όχι.
Αν όμως θέλεις να διαπραγματευθείς όλες τις πτυχές του προβλήματος, τότε το όνομα είναι η κατακλείδα του προβλήματος και όχι η αφετηρία. Με αυτή την έννοια πρέπει να αναζητήσουμε την ουσία του προβλήματος, που βρίσκεται στο αλυτρωτικό υπόστρωμα του προβλήματος και όχι στη νομική διατύπωση της Συμφωνίας.
Είναι διμερές θέμα;
Όλο το οικοδόμημα της Συμφωνίας έχει κτισθεί πάνω στην άμμο, δηλαδή πάνω σε εσφαλμένες λογικές παραδοχές.
Το πρώτο λογικό λάθος είναι η αντίληψη των Κοτζιά-Τσίπρα, ότι το Σκοπιανό είναι ένα διμερές πρόβλημα μεταξύ δυο γειτονικών χωρών, της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ, το οποίο μπορεί να λυθεί με καλή διάθεση και με αμοιβαίες υποχωρήσεις, εφόσον και οι δύο πλευρές: 1) Θέλουν να συμβάλλουν στην σταθερότητα της περιοχής και στην ειρήνη, 2) θέλουν να στρέψουν την προσοχή τους προς το μέλλον και να αφήσουν πίσω τους το παρελθόν και 3) υπό τις δυο παραπάνω προϋποθέσεις, να αξιοποιήσουν όλες τις δυνατότητες που τους ανοίγονται, για την οικονομική τους συνεργασία και ανάπτυξη.
Το πρόβλημα είναι ότι οι τρεις αυτές προϋποθέσεις παραμένουν προϋποθέσεις και δεν μπορούν να αποκτήσουν δεσμευτικό χαρακτήρα, ακόμη κι αν καταχωρηθούν με κεφαλαία γράμματα στο κείμενο μιας νομικής συμφωνίας. Εξαιτίας του μη δεσμευτικού χαρακτήρα αυτών των προϋποθέσεων και με την αίσθηση αυτής της αδυναμίας διαμορφώθηκαν στους κυβερνητικούς κύκλους δυο «σχολές»:
- Η ρεαλιστική τάση που δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να προβάλει ως πλεονέκτημα, ακόμη και ως εγγύηση για την τήρηση των όρων της Συμφωνίας, το ενδιαφέρον, ακόμη και την πίεση, του «Συμμαχικού» παράγοντα (ΗΠΑ και Γερμανίας).
- Η κυβερνητική προπαγάνδα, προς μεγάλη μας έκπληξη, ανέδειξε και μία «επαναστατική – εθνικοαπελευθερωτική» πλευρά. Η κυβερνητική «Πασσιονάρα» Σία Αναγνωστοπούλου ερμήνευσε τη Συμφωνία ως προάγγελο της διαθέσεως των βαλκανικών χωρών να πάρουν στα χέρια τους τη μοίρα τους και να απαλλαγούν από την κηδεμονία των Μεγάλων δυνάμεων!
Οι προϋποθέσεις τηρήσεως της Συμφωνίας
Ακόμη και προτού μελετήσουμε το νομικό περιεχόμενο της Συμφωνίας, μπορούμε να ελέγξουμε τη φερεγγυότητά της με βάση τις ακόλουθες προϋποθέσεις: 1) Ο συσχετισμός δυνάμεως μεταξύ των δυο μερών, 2) η καλή διάθεση και η πολιτική σταθερότητα των δυο μερών και 3) οι προθέσεις του ξένου παράγοντα.
Η υπεροχή της Ελλάδας είναι αναμφισβήτητη. Όμως ούτε η στρατιωτική ούτε η οικονομική δύναμη της Ελλάδας μπορούν να αποτελέσουν εγγύηση για την τήρηση της Συμφωνίας, διότι αφής υπογραφεί η Συμφωνία και η ΠΓΔΜ ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, η Ελλάδα δεν μπορεί να ασκήσει καμία επιθετική πολιτική κατά της ΠΓΔΜ και για οποιονδήποτε λόγο. Εάν προκύψει οποιοδήποτε πρόβλημα, η Ελλάδα θα πρέπει να προσφύγει στα αρμόδια όργανα του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε. ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Το τραγικό μας λάθος είναι, ότι συνδέσαμε το μέλλον της Ελλάδας με το μέλλον του θνησιγενούς κράτους των Σκοπίων. Μπορεί η Ελλάδα να είναι σκάφος ακτοπλοΐας και τα Σκόπια ένα αλιευτικό άλλα στη διεθνή πολιτική η γεωπολιτική βαρύτητα του κράτους αποτελεί έναν αυτοτελή παράγοντα, πόσο μάλλον όταν αυτή καθορίζεται από τον διεθνή παράγοντα
Ποια πιθανότητα όμως έχει η Ελλάδα να εισακουσθεί, όταν είναι βέβαιο:
- Ότι το πρόβλημα με τα Σκόπια είναι πρωτίστως γεωπολιτικό και έχει να κάνει με την στρατιωτική «αξιοποίηση» του χώρου της ΠΓΔΜ ως δωρεάν παρεχομένης στρατιωτικής βάσεως με αντάλλαγμα τη μεροληπτική υποστήριξη των Σκοπίων… erga omnes! Καθώς και με την ανάσχεση της ρωσικής διεισδύσεως στα Βαλκάνια. Ο «Συμμαχικός» παράγοντας δεν θα λειτουργεί ως εγγυητής της Συμφωνίας, το κείμενο της οποίας συντάχθηκε για χειρός του εκπροσώπου του, Μάθιου Νίμιτς, αλλά ως χειριστής των εξελίξεων στις δύο χώρες με κριτήριο τα συμφέροντα του ιδίου.
- Ότι η γειτονική χώρα, για να μην πούμε και η δική μας, εισέρχεται και εξαιτίας του Μακεδονικού σε μία περίοδο διαρκούς αστάθειας. Για να μπορείς να διατηρείς διάλογο με μία χώρα, πρέπει να υπάρχει πολιτική συνέχεια και σταθερότητα.
Τα μόνα αναπτυξιακά σχέδια, τα οποία θα πραγματοποιούνται στις δυο χώρες ανεξαρτήτως της εσωτερικής τους σταθερότητας, θα είναι αυτά που θα εξυπηρετούν τις ενεργειακές και στρατιωτικές ανάγκες των ΗΠΑ και της Γερμανίας, ακόμη και εις βάρος των συμφερόντων των δυο χωρών και των λαών τους. Ακόμη και οι σχέσεις ΠΓΔΜ-Τουρκίας δεν θα εξαρτώνται από τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας αλλά ΗΠΑ-Τουρκίας.
Κείμενο διπλής αναγνώσεως
Ακόμη και ένας πρωτοετής φοιτητής της Νομικής μπορεί να αντιληφθεί, ότι το κείμενο της Συμφωνίας επιτρέπει δυο παράλληλες και αντίθετες ερμηνείες. Αυτή η «αδυναμία» της Συμφωνίας οφείλεται στην σκοπιμότητα του ξένου παράγοντα, ο οποίος συνέταξε το κείμενο. Πρόθεσή του δεν είναι να λύσει το Ελληνοσκοπιανό πρόβλημα, όπως ποτέ δεν είχε τη διάθεση να λύσει τις Ελληνοτουρκικές διαφορές, διότι τότε θα ενίσχυε την αυτονομία των δυο χωρών και θα περιόριζε τις δικές του επικυριαρχικές δυνατότητες.
Κύριος σκοπός της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι η είσοδος της ΠΓΔΜ στους Ευρώ-ατλαντικούς οργανισμούς. Επομένως αυτό που έχει αξία στη Συμφωνία και θα έχει διάρκεια είναι οι υπογραφές και όχι το κείμενο. Περιορίζομαι σε δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα της διγλωσσίας του κειμένου:
- Άρθρο 1,3(β): «Η ιθαγένεια του Δευτέρου Μέρους θα είναι Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας». Η κάθετος ανάμεσα στους δυο όρους πώς ερμηνεύεται; Ως σύνολο ή ως διάζευξη; Εξάλλου στο ίδιο άρθρο διευκρινίζεται ότι η υποχρέωση αυτή αφορά μόνον τα ταξιδιωτικά έγγραφα, άρα ισχύει μόνο προς τα έξω και όχι εντός της χώρας. Άρα δεν ισχύει erga omnes, αφού δεν δεσμεύει την πολιτική, τη διπλωματία, τα ΜΜΕ, την εκπαίδευση, την οικονομία και την κοινωνία.
- Άρθρο 7,1: «Τα Μέρη αναγνωρίζουν, ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους, ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά».
Είναι δυνατόν δύο λαοί να χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο και ο καθένας να τον εννοεί διαφορετικά και μάλιστα σε αντίθεση προς τον άλλον;
Επίλογος
Με δεδομένο, ότι δεν υπάρχει μία βαλκανική ηγεμονική δύναμη, μπορούμε να καταλήξουμε σε δύο συμπεράσματα: 1) Ότι όλες οι χώρες των Βαλκανίων εισερχόμαστε σε μία περίοδο γενικής αστάθειας λόγω του εντεινόμενου ανταγωνισμού των Μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή. 2) Ότι σε βάθος χρόνου, ίσως και σε 10 χρόνια, αυτό που αναμένει την ΠΓΔΜ είναι η διάλυση, με βασικό σκεπτικό τη δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας.
Για το υπόλοιπο κομμάτι θα δημιουργηθεί μία διεθνής επιτροπή, υπό τον διάδοχο του Νίμιτς, η οποία θα εκπονήσει ένα σχέδιο για την «Επανένωση της Μακεδονίας» με βάση την αρχή της πολιτικής ισότητας των δυο «κοινοτήτων», όπως προέβλεπε το Σχέδιο Ανάν για την Κύπρο.
Ούτως ή άλλως θα έχει προηγηθεί μία «σύγκλιση» των πληθυσμών, όχι βάσει της Συμφωνίας αλλά στη βάση των γενικών αρχών των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων περί ατομικού προσδιορισμού και αυτονόμου οργανώσεως συλλογικοτήτων.
Το τραγικό μας λάθος είναι, ότι συνδέσαμε το μέλλον της Ελλάδας με το μέλλον του θνησιγενούς κράτους των Σκοπίων. Μπορεί η Ελλάδα να είναι σκάφος ακτοπλοΐας και τα Σκόπια ένα αλιευτικό άλλα στη διεθνή πολιτική η γεωπολιτική βαρύτητα του κράτους αποτελεί έναν αυτοτελή παράγοντα, πόσο μάλλον όταν αυτή καθορίζεται από τον διεθνή παράγοντα.
*Ο Ηλίας Φιλιππίδης έχει διατελέσει πανεπιστημιακός καθηγητής κοινωνιολογίας και νομικός