Η μυστηριώδης κολομβιανή ύπαιθρος πνιγμένη στην ομίχλη, που καλύπτει στα βάθη της ορεινής πυκνής ζούγκλας παραστρατιωτικές ένοπλες ομάδες και εγκληματικές συμμορίες διακίνησης ναρκωτικών, κυριαρχεί στη νέα δραματική ταινία περιπλάνησης «Οι βασιλιάδες του κόσμου», της ταλαντούχας 43χρονης σκηνοθέτριας από την Κολομβία Λάουρα Μόρα.

Στις κακόφημες φτωχικές γειτονιές του Μεντεγίν, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Κολομβίας, ο 19χρονος Ρα (Κάρλος Αντρές Καστανιέδα), μέλος μιας παρέας άστεγων ρακένδυτων παιδιών, λαμβάνει ευνοϊκή δικαστική απόφαση μιας πολύχρονης διεκδίκησης, που αναγνωρίζει το δικαίωμα επιστροφής της γης της γιαγιάς του, που είχε υπάρξει θύμα αναγκαστικού εκτοπισμού από παραστρατιωτικές ομάδες. Έτσι, ξεκινάει μαζί με την παρέα του ένα μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι προς το Νετσί Αντιοχείας, όπου βρίσκεται το χωράφι με το σπίτι της γιαγιάς του, πιστεύοντας ότι σύντομα, αυτοί οι παρακατιανοί, που όλοι τους περιφρονούν, θα αποκτήσουν το δικό τους σπίτι. Διασχίζοντας επικίνδυνους αυτοκινητόδρομους, ανάμεσα σε ομιχλώδη βουνά, όπου καραδοκούν ένοπλες συμμορίες, θα συναντήσουν απαγωγείς, φιλόξενες πόρνες και έναν ασπρομάλλη ερημίτη.

Ανιχνεύοντας τις τεράστιες ταξικές αντιθέσεις στην Κολομβία, όπου υφαρπάζεται βίαια το βιός των ανθρώπων που μένουν ξεσπιτωμένοι, άνεργοι και πεινασμένοι, η σκηνοθέτρια επιλέγει να μην οπτικοποιήσει τη βία, περνώντας έμμεσα και εκτός κάδρου υπαινιγμούς, κυρίως με μια δεξιοτεχνική κινηματογράφηση, που μεταφέρει μέσα από την ασάφεια της ομίχλης, την αίσθηση μιας διαρκούς σχεδόν αόρατης απειλής. Με την αβεβαιότητα ενός απροσδιόριστου κίνδυνου στις ζούγκλες της Νότιας Αμερικής να ενυπάρχει σε πολλές ταινίες όπως «Οι άντρες με τα όπλα» (1997/Τζον Σέιλς) και «Αλίας Μαρία» (2015/Χοσέ Λουίς Ρουχέλες), η ταινία της Μόρα δεν εστιάζει σε έναν ήρωα, αλλά αποτελεί συλλογικό πορτρέτο μιας παρέας εξαθλιωμένων παιδιών, χαμίνια του δρόμου, θέμα με μακρά παράδοση στην ισπανόφωνη εικονογραφία, που έχει αποτυπωθεί σε αρκετές ταινίες του λατινοαμερικάνικου σινεμά, όπως στη θρυλική βραζιλιάνικη ταινία «Πισότε, το χαμίνι του Σάο Πάολο» (1981/Έκτορ Μπαμπένκο).

Η σκηνοθέτρια εκμαιεύει εξαιρετικές ερμηνείες από πολύ νεαρές ηλικίες, σε μια ταινία που δίχως φλυαρίες υποστηρίζει με υπνωτιστικές εικόνες και ιδιαίτερους ήχους την εύθραυστη εφηβική διάσταση της παρέας των αγοριών, στο μεταίχμιο παιδικότητας και ενηλικίωσης. Πότε μέσα από αργή κίνηση τα εφηβικά γυμνασμένα κορμιά λάμπουν στο φως της φωτιάς, καθώς παλεύουν ολόγυρα, πότε δίχως ήχο οι έφηβοι απεικονίζονται με νεανική ορμή να τραγουδούν ανεβασμένοι «λαθραία» σε μια νταλίκα, νιώθοντας πραγματικοί «βασιλιάδες του κόσμου», επειδή επιτέλους θα αποκτήσουν το δικό τους σπίτι. Άλλοτε απεικονίζονται να σπάζουν τα φώτα των δρόμων ή καταγράφονται σε έξαλλη κατάσταση να τρομάζουν τις αμέριμνες αγελάδες, προκαλώντας ζημιές σε ένα θερμοκήπιο, ενώ περπατούν πάνω σε τεράστιους σωλήνες, με την κάμερα να καταγράφει τη σκιά τους στο γρασίδι.

Εξαιρετική η σεκάνς στο φιλόξενο πορνείο, σε μια καλύβα κάπου στα βουνά, όπου αναζητώντας τη γυναικεία αγκαλιά, στα όρια μητρικής τρυφερότητας και ερωτικής διερεύνησης, οι άγουροι νεαροί χορεύουν βαλς με φελινικού αισθησιασμού παρακμιακές ώριμες πόρνες, στην ηλικία των γιαγιάδων τους, υπό τους ήχους ξεκούρδιστης πιανόλας, που ανακαλεί σκηνές με παρακμιακά σαλούν και τα ιδιαίτερα «φευγάτα» ντοκιμαντέρ του Χέρτζογκ.

Στον αντίποδα, η οργή ξεχειλίζει όταν οι έφηβοι, φτάνοντας αποκαρδιωμένοι στο Νετσί, καταλήγουν σε ένα μπαρ, όπου μεθοκοπούν και χορεύουν, πριν οι ντόπιοι, τους πετάξουν βίαια έξω, πυροδοτώντας μια μανιασμένη εκδίκηση. Με τις μπλούζες να καλύπτουν τα πρόσωπά τους, δημιουργούν οδόφραγμα και βάζουν φωτιά καταμεσής του δρόμου, ενώ όσο χοροπηδάνε ολόγυρα σε αργή κίνηση, ακούγεται εκτός κάδρου το εξεγερσιακό τους μανιφέστο: «από αυτή τη στιγμή όλοι οι άνθρωποι θα είμαστε ίσοι. Κανείς δεν θα έχει περισσότερα από τον άλλον, κανείς δεν θα είναι καλύτερος από τον άλλον, όλοι θα είναι ελεύθεροι και άγριοι».

Τα αινιγματικά οράματα του Ρα, με το λευκό άτι, που ανοίγει την ταινία και επανέρχεται σε κρίσιμες στιγμές, για να οριοθετήσει σε μια σκληρή πραγματικότητα, την επιθυμία του να αποκτήσει δική του γη και σπίτι, λειτουργούν σαν μεταφυσικές αναλαμπές, ποιητικές εικόνες διάχυτου λυρισμού, μεταξύ ονείρου και ενός μοιραίου πεπρωμένου.

Όσο η ευκίνητη από τον έναν στον άλλον κάμερα, παρουσιάζει μέσα από κοφτά γρήγορα πλάνα στην αρχή, την παρέα των παιδιών που τρέχουν με τα ποδήλατα στην πολύβουη πόλη, τόσο αποκτά ελεγειακή κίνηση καταγράφοντας μέσα από μακρόσυρτα περιστροφικά μονοπλάνα την επικίνδυνη περιπλάνηση των παιδιών στην ορεινή ενδοχώρα. Τα αργόσυρτα τράβελινγκ και τα υπνωτιστικά περιστροφικά μονοπλάνα υποδηλώνουν αρχικά την αίσθηση των εφήβων στη βουκολική φύση, υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, όταν καθισμένοι με την πλάτη στο φακό, πάνω σε έναν φράχτη καθώς ξημερώνει –σε μια εμπνευσμένη επίδραση του ταρκοφσκικού μυστικισμού αδιάκοπης προσέγγισης της κάμερας- εντυπωσιάζονται από τις καταπράσινες πλαγιές όπου βόσκουν αγελάδες. Με την ασάφεια να παραμένει διάχυτη, η κάμερα κινηματογραφεί σε τράβελινγκ τους νεαρούς από πίσω, καθισμένους στην άκρη του δρόμου, αγναντεύοντας το ομιχλώδες τοπίο, ενώ διαφαίνονται ελάχιστα τα χάπια που περνάνε από τον έναν στον άλλον, όπως κάθονται στη σειρά.

Στη συνέχεια, τα κυκλικά μονοπλάνα, γίνονται ένα σχεδόν επαναλαμβανόμενο μοτίβο, που προχωράει έντεχνα την πλοκή, αποκαλύπτοντας σταδιακά πληροφορίες και στοιχεία, εντείνοντας μυστήριο που ανασύρει αλλοτινές μνήμες.

Εντυπωσιακό το μονοπλάνο που με φόντο κάποιο τραγούδι, ξεκινάει από τα στάχυα που παρασέρνει ο άνεμος, μέχρι η κάμερα να εντάξει στο πλάνο την γυναίκα που σιγοτραγουδάει καπνίζοντας, καθισμένη έξω από το πορνείο. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο δίπλα, η κάμερα εισέρχεται στο εσωτερικό, για να καταγράψει την κίνηση του ανέμου που παρασέρνει τη δαντελένια κουρτίνα, αφήνοντας να αποκαλυφθεί στο άδειο από κόσμο δωμάτιο, το τραπέζι με τα απομεινάρια του γεύματος, όπου προηγουμένως είχαν φάει οι απόντες πλέον νεαροί, τονίζοντας την πρόσφατη αποχώρησή τους.

 

Με αφετηρία το πρόσωπο του πρωταγωνιστή και την κάμερα στη συνέχεια σε ημικυκλική τροχιά να καταγράφει την πυκνή ομίχλη που σκεπάζει σαν πέπλο την κοιλάδα, ενώ ακούγεται εκτός κάδρου η σκέψη του Ρα, η κάμερα επιστρέφει, για να καταγράψει μετωπικά αυτή τη φορά, ένα-ένα τα πρόσωπα των παιδιών, ανιχνεύοντας σκέψεις και επιθυμίες του καθενός, σε μικρές χαρακτηριστικές προτάσεις εκτός κάδρου, όπως: «θέλω να ’μαι αόρατος, σαν σκιά» ή «ελευθερία με τους αιωνόβιους, πάντα παρόντες», καταλήγοντας πάλι στο πρόσωπο του Ρα.

Αντίστοιχα, οι ποιητικοί στοχασμοί του ασπρομάλλη ερημίτη, με φόντο ταραγμένο χείμαρρο, χωρίς ήχο, ακούγονται παράλληλα ψιθυριστά εκτός κάδρου, ως απόηχος των εναρμονισμένων με τη φύση αυτοχθόνων παραδόσεων. «Αίμα του κόσμου το νερό, που με τα δάκρυά του, τη βροχή, λούζει τη γη και ο ποταμός που σχηματίζεται πλημμυρίζει την κοιλάδα και παρασέρνει τη μνήμη των προγόνων», στίχοι που συνδυάζονται με σόλο τσέλο και ήχους ανέμου, καθώς ο Ρα αγναντεύει από ψηλά το καταπράσινο τοπίο.

Προς το τέλος, φτάνοντας στην περιοχή των εγκαταλελειμμένων χωραφιών, ο Ρα ρωτάει ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, να του υποδείξει τη θέση του σπιτιού του. Όσο το ζευγάρι συνομιλεί με τα παιδιά, η κάμερα σε αδιάκοπη κυκλική κίνηση, διερευνά το σπίτι πίσω τους, αποκαλύπτοντας ένα κατεστραμμένο και ερειπωμένο εδώ και χρόνια κτίσμα, συμβολικό μονοπλάνο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, που ανακαλεί σε μια εμπνευσμένη σκηνή τα φαντάσματα που στοιχειώνουν τον πολύπαθο αυτόν τόπο.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com 

INFO

Διοργανώνεται «Queer Movie Nights 2024», Φεστιβάλ LGBTQΙ+ ταινιών, από το περιοδικό ANTIVIRUS και το Δήμο Αθηναίων, (6-19/5/2024) στον κινηματογράφο Τριανόν, 5 ευρώ ανά ημέρα και 20/5/2024 στο Ινστιτούτο Γκαίτε, με δωρεάν είσοδο. Θα προβληθούν 28 συνολικά κουίρ ταινίες, διεθνείς και ελληνικές παραγωγές, με πρεμιέρες και καλεσμένους.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!