Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ζωγράφος και σκηνοθέτης, ο αντισυμβατικός Ζαν Κοκτώ (1889-1963) ανδρώθηκε στο Παρίσι της Μπελ επόκ, ανάμεσα στους Μαρσέλ Προυστ και Αντρέ Ζιντ, ενώ στα χαρακώματα του Α΄ ΠΠ συνδέθηκε με τους Απολινέρ, Πικάσο και Μοντιλιάνι. Ανήσυχο καλλιτεχνικό πνεύμα, συγχρωτίστηκε με τη γαλλική πρωτοπορία και εμφανίζεται ως φουτουριστής, σουρεαλιστής, κυβιστής και ντανταϊστής, ωθώντας στα άκρα τους πειραματισμούς του, θεμέλιο της αβανγκάρντ πνοής, της γαλλικής νουβέλ βαγκ.
***
Με όχημα ψυχαναλυτικής προσέγγισης τον αρχαιοελληνικό μύθο, ο Κοκτώ χρησιμοποιεί τα νέα εκφραστικά μέσα του σινεμά, για να προβάλει την υπαρξιακή αγωνία θανάτου και την ανάγκη για δημιουργία ενός ποιητή που τον πνίγουν οι συμβιβασμοί της καθημερινής ζωής, θέτοντας ερωτήματα γύρω από έρωτα και θάνατο, νιάτα και ομορφιά, στα όρια ναρκισσισμού. Η εμμονή του για τους αρχαιοελληνικούς μύθους εκφράστηκε με την «ορφική τριλογία» του «Το Αίμα του Ποιητή» (1932), «Ορφέας και Ευρυδίκη» (1950) και «Η Διαθήκη του Ορφέα»(1960).
Στη δεύτερη ταινία, που κυκλοφορεί σε επανέκδοση, ο μύθος του Θρακιώτη μουσικού που γοήτευε τα ζώα μεταφέρεται στη σύγχρονη μεταπολεμική Γαλλία.
Η όμορφη αυταρχική Πριγκίπισσα και ο μεθυσμένος ποιητής Σεζέστ αποβιβάζονται από μια Ρολς Ρόις, με σοφέρ τον Ερτμπίζ, στο ταπεινό «Καφενείο των Ποιητών», όπου ο Σεζέστ μπλέκεται σε καβγά και τραυματίζεται θανάσιμα, από διερχόμενους μοτοσικλετιστές, μπρος στα μάτια του Ορφέα, που τον ενσαρκώνει ο Ζαν Μαρέ, σύντροφος του Κοκτώ. Ακολουθώντας την Πριγκίπισσα και τον νεκρό ποιητή, επιβιβάζεται στο αμάξι, όπου μεταδίδονται περίεργα ραδιοφωνικά μηνύματα και καταλήγουν σε ένα απομονωμένο σαλέ, ενώ η ανήσυχη Ευρυδίκη τον περιμένει περίλυπη. Τα επίμονα ραδιοφωνικά μηνύματα, ακόμα και στο σπίτι, απομακρύνουν τον Ορφέα από την Ευρυδίκη, αφήνοντας χώρο στην Πριγκίπισσα να εισβάλει ανάμεσά τους.
Επηρεασμένος από το σινεμά του είδους, που είχε ήδη αναπτυχθεί από τους ευρωπαίους σκηνοθέτες στο Χόλυγουντ, τη δεκαετία του ’30 και του ’40, όπως τα θρίλερ του Ζακ Τουρνέρ, οι κατασκοπευτικές ταινίες του Χίτσκοκ, αλλά και οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας, ο Κοκτώ διαμορφώνει την κάθοδο του Ορφέα στον Άδη, μεταξύ ονείρου και υπνωτιστικής πραγματικότητας.
Η αόρατη υποβλητική φωνή στο ραδιόφωνο, που επαναλαμβάνει υπερρεαλιστικές φράσεις όπως «Ένα μόνο ποτήρι φωτίζει όλο τον κόσμο», παραπέμπει σε τακτικές ύπνωσης, αλλά και σε κατασκοπευτικές ψυχροπολεμικές ταινίες. Άλλωστε, και στον «Μεγάλο Δικτάτορα» (1941), του Τσάρλι Τσάπλιν, ο πύρινος αντιχιτλερικός λόγος μεταδίδεται ραδιοφωνικά. Η σημασία της ραδιοφωνικής αναμετάδοσης συνδέεται και με τις αναζητήσεις του Κοκτώ γύρω από την ανθρώπινη φωνή, μέσα από τα θεατρικά του, στα πλαίσια των ντανταϊστικών ηχητικών πειραματισμών.
***
Με τη ρήση «Η ζωή είναι ένας αργός θάνατος», ο Κοκτώ επισημαίνει την άποψη του πως οι καθρέφτες μας φέρνουν πιο κοντά στον θάνατο, αντανακλώντας τους εαυτούς μας καθώς γερνάμε, προσδίδοντας ψυχαναλυτική σημασία στους καθρέφτες της ταινίας. Αλλά και το απειλητικό γράμμα, γραμμένο ανάποδα, διαβάζεται μονάχα μπροστά από καθρέφτη, σε ένα παιχνίδι ορθού-ανάποδου, φυσιολογικού-εκκεντρικού. Αρκετά πρωτότυπο παρουσιάζεται και το πέρασμα στον Κάτω Κόσμο μέσα από υγροποιημένο καθρέφτη, διαδεδομένο κινηματογραφικό τέχνασμα έκτοτε στα πνευματιστικά θρίλερ.
Καθώς η ορφική λατρεία σχετίζεται με νεκρικά σύμβολα, η ταινία περνάει από την αρχαιοελληνική φιλοσοφική διάσταση στην εκσυγχρονισμένη ψυχαναλυτική εκδοχή με τα όνειρα και το ασυνείδητο, για τη διαχείριση της αγωνίας του θανάτου. Η Πριγκίπισσα αποτελεί αλληγορία του Θανάτου -λέξη γένους θηλυκού στα γαλλικά- ενώ ο Ορφέας αλληγορία της Ποίησης.
Με εργαλείο την ψυχανάλυση και την αυθάδεια των ντανταϊστών και δίχως να κρύψει τη λατρεία του για τους νεαρούς άντρες, ο Κοκτώ αμφισβητεί το θεσμό της οικογένειας και σχολιάζει τα έμφυλα στερεότυπα, μεταξύ νεωτερικότητας και αρχέγονων μύθων, προετοιμάζοντας τις αλλαγές που επίκεινται στη γαλλική κοινωνία και στο γαλλικό σινεμά. Εύστοχα ανάγει τον μύθο του Ορφέα στα σύγχρονα ζευγάρια, παρουσιάζοντάς τον ως νάρκισσο, εθισμένο στις «μαγικές» ραδιοφωνικές συχνότητες, όπως άλλοι στα αθλητικά, που αναζητά δημιουργική έμπνευση στα καφενεία, παραγκωνίζοντας την έγκυο Ευρυδίκη, που τον κρατάει μακριά από την ελευθερία της καλλιτεχνικής του έκφρασης.
Η συμφωνική μουσική του Ζώρζ Ορίκ, φίλου και συνεργάτη του Κοκτώ σε 11 ταινίες του, υποστηρίζει τη δράση με μελωδικές αρχαϊκές πινελιές. Η ταινία ανοίγει με την κιθαριστική μπαλάντα στο Καφενείο, που σύντομα μετατρέπεται σε σύγχρονο πιανιστικό ροκ εν ρολ, ενώ στο τέλος, στην εξαιρετική σκηνή δράσης, ο τζαζ αυτοσχεδιασμός στη ντραμς κρατάει αγωνία και ρυθμό. Παράλληλα με την πρωτότυπη μουσική, ακούγονται αποσπάσματα από την όπερα «Ορφέας και Ερυδίκη» (1762) του λυρικού νεοκλασικιστή Γερμανού συνθέτη Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ, όπως το αιθέριο «Ο χορός των Ευλογημένων Πνευμάτων» αλλά και η μελαγχολικά πένθιμη «Μελωδία», στις στιγμές μετάβασης στον Κάτω Κόσμο.
***
Ο Κοκτώ χρησιμοποιεί εύστοχα και μια από τις πιο χαρακτηριστικές και ευφάνταστες τεχνικές του σινεμά, την ανάποδη κίνηση, παρουσιάζοντας καταστάσεις μη πραγματικές. Η κινηματογράφηση της πτώσης της Ευρυδίκης ανάσκελα στο κρεβάτι, σε ανάποδη κίνηση, ευνοεί την απευθείας έγερσή της, ατσαλάκωτης και ευθυτενούς, περνώντας όπως ο Λάζαρος με ένα πρόσταγμα, από το θάνατο στη ζωή.
Η ψηλοκρεμαστή κάμερα, καθώς η Ευρυδίκη συνομιλεί με τον Ερτμπίζ στην κουζίνα, υποβάλλει υπεροπτική διάθεση και έναν υπεράνω παρατηρητή, μια θεϊκή ίσως παρουσία. Εξαιρετικός είναι και ο τρόπος όπου ο Ερτμπίζ περπατάει ακίνητος στον Άδη, προπορευμένος του Ορφέα που βαδίζει με δυσκολία, σε αργή κίνηση, κόντρα στην έλξη βαρύτητας, διασχίζοντας μια άλλου τύπου «Ζώνη του Λυκόφωτος», φτιαγμένη από «τις αναμνήσεις ανθρώπων και τα ερείπια των συνηθειών τους», σε μια απεικονιστική αντίληψη ενός τόπου γεμάτου χαλάσματα, που ανακαλεί βομβαρδισμένες στον Β΄ΠΠ ευρωπαϊκές πόλεις, εικόνες που επικρατούσαν το ’40 στον ιταλικό και γερμανικό κινηματογράφο των ηττημένων.
***
«Ήμασταν νεκροί και δεν το καταλάβαμε», αναφέρει ο Ερτμπίζ, που σχολιάζοντας τη μυρωδιά γκαζιού, αποκαλύπτει τον τρόπο αυτοκτονίας του, άρα και το ότι είναι φάντασμα, σε μια ταινία όπου οι νεκροί ανασταίνονται και κυκλοφορούν μαγικά ανάμεσα στους ζωντανούς, θέτοντας σε νέα βάση την αναπαραστατική απεικόνιση του θανάτου και των νεκροζώντανων στο σινεμά.
Η φράση «Τίποτα δεν είναι πιο επίμονο από την επαγγελματική συνήθεια», επαναφέρει το μαύρο χιούμορ στο δράμα, από ένα γνήσιο ντανταϊστή δημιουργό, που προσωποποιεί μύθους και εμμονές, επαναφέροντας την απεικόνιση της αλληγορίας από τον νεοκλασικισμό, στο σινεμά της σύγχρονης μεταπολεμικής Γαλλίας. Μια δεκαετία μετά, ο Μαρσέλ Καμί στα χνάρια της παγανιστικής μορφής του «Νέγρου Χριστού», θα αποτολμήσει στην ταινία «Ορφέο Νέγκρο» (1959) την τριτοκοσμική μεταφορά του μύθου του Ορφέα στο βραζιλιάνικο καρναβάλι και στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο, υπό τις υπέροχες μελωδίες του Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ.
*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com