του Σπύρου Κακουριώτη
Για το νεοελληνικό θέατρο, η αυλή υπήρξε εμβληματικός χώρος μελέτης των μικροαστικών λαϊκών στρωμάτων, όπως αποτυπώθηκαν στη δραματουργία του Καμπανέλλη και, αργότερα, του Κεχαΐδη. Χώρος που ανακαλεί την εμπειρία της κοινότητας, μετωνυμία της γειτονιάς, όπου η κοινωνική διαστρωμάτωση είναι αβαθής και τα όρια ανάμεσα στις τάξεις ρευστά και πορώδη.
Η ταράτσα, βασικός χώρος όπου διαδραματίζεται η Αγγέλα του Σεβαστίκογλου, αποτελεί μια μετεξέλιξη της αυλής, εμπεριέχει όμως συντελεσμένο τον ταξικό διαχωρισμό: χώρος του υπηρετικού προσωπικού, χώρος εργασίας και ταυτόχρονα ανάπαυσης για τα «δουλικά». Οι ξεριζωμένοι και ηττημένοι παρουσιάζονται εδώ με περισσότερες ρηγματώσεις και αντιθέσεις· ο χώρος των κοινωνικά κυρίαρχων μένει αθέατος, οι «υποτακτικοί» τους όμως βρίσκονται μέσα στην κοινότητα, διαρρηγνύοντάς την.
Η Αγγέλα παρουσιάστηκε στο Θέατρο Βαχτάνγκοφ της Μόσχας το 1958, ένα χρόνο μετά το ανέβασμα της Αυλής των θαυμάτων του Καμπανέλλη από τον Κάρολο Κουν. Στο κλίμα του ιταλικού νεορεαλισμού, ο Σεβαστίκογλου δημιουργεί ένα λαϊκό δράμα, τοποθετημένο στην Αθήνα της ανοικοδόμησης και της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου: ανέχεια, εσωτερική μετανάστευση, ανεργία, αποκλεισμός των ηττημένων από τους μηχανισμούς του αντικομμουνιστικού κράτους. Με σκληρά χρώματα, ο συγγραφέας φιλοτεχνεί λεπτομέρειες ενός μεγαλύτερου πίνακα.
Η Αγγέλα, ένα ορφανό κορίτσι που έρχεται στην Αθήνα για να δουλέψει ως υπηρέτρια, παίρνει τη θέση μιας κοπέλας που αυτοκτόνησε. Θα γνωρίσει τον αδελφό της νεκρής και θα τον ερωτευτεί. Σταδιακά, οι πραγματικές αιτίες της αυτοκτονίας αποκαλύπτονται. Ο μικρόκοσμος των κατατρεγμένων γνωρίζει, αλλά ο καθένας κι η καθεμιά κρατά διαφορετική στάση, αναμετρώντας αυτά που έχει να χάσει αν μιλήσει. Η σύγκρουση θα κορυφωθεί μέσα στους κόλπους του μικρόκοσμου αυτού.
Το ενδιαφέρον του Σεβαστίκογλου επικεντρώνεται στην αποκάλυψη αυτού του μηχανισμού ηθικής διάβρωσης, στη σταδιακή οικοδόμηση της στάσης των χαρακτήρων απέναντι σε αυτόν, της αντίστασης ή της υποταγής τους, που ξεγυμνώνει τους κοινωνικούς όρους της διαφθοράς.
Μολονότι η Αγγέλα δείχνει σήμερα τις ρυτίδες της, χάρη στους «αυθεντικούς χαρακτήρες, που πείθουν με τις ατομικές τους συμπεριφορές και εκφράζονται με θεατρική γλώσσα σπάνιας πυκνότητας και θεατρικής δύναμης», όπως παρατηρούσε ο Δ. Σπάθης, συνεχίζει να απασχολεί, και μάλιστα με ανανεωμένη ένταση, τη θεατρική σκηνή, με αποτέλεσμα οι νεότεροι ιδίως σκηνοθέτες να επιστρέφουν σε αυτήν. Άλλωστε, πολλές από τις καταστάσεις έχουν επιστρέψει με άλλη μορφή: ανεργία, μετανάστευση, διαφθορά…
Στην δική του σκηνοθεσία, ο Κώστας Παπακωνσταντίνου επέλεξε, αντί για ένα αποφασιστικό μπόλιασμα του έργου με σημερινά διλήμματα, να επικεντρώσει στην κοινωνική συνθήκη που κινεί τους ρόλους, ακόμη κι αν αυτό αποβαίνει εις βάρος της ανάπτυξης των χαρακτήρων. Με αυτήν την «μπρεχτική» προσέγγιση απογυμνώνει την παράσταση από ρεαλιστικές δράσεις, με τα πιο δυνατά της σημεία να αποδεικνύονται τα αντιρεαλιστικά «χορικά» που διακόπτουν κατά καιρούς τη δράση.
Η πειραματική αυτή προσέγγιση έχει ως αποτέλεσμα οι χαρακτήρες εμφανίζονται περισσότερο μονοδιάστατοι απ’ όσο πλάστηκαν από τον ίδιο τον Σεβαστίκογλου· η Αγγέλα (Λήδα Κουτσοδασκάλου) θυμίζει έτσι θετικό ήρωα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, χωρίς αμφιταλαντεύσεις ανάμεσα στην αντίσταση ή τη σιωπή. Πιστοί στη σκηνοθετική γραμμή, πειστικότεροι στον ρόλο τους οι Πέτρος Σκαρμέας (Λάμπρος), Δημοσθένης Ξυλαρδιστός (Στράτος), Θάνος Χρόνης (Μένιος), καθώς και η Νεφέλη Μαϊστράλη (Γεωργία), ενώ περισσότερο μονοφωνικές υπήρξαν οι Ναζίκ Αϊδινιάν (Άννα), Άρτεμις Γρύμπλα (Νέρα), Αγγελική Μαρίνου (Φανή). Λειτουργικό το σκηνικό της Αλεξίας Θεοδωράκη, θυμίζει ξέφτια από ελληνικές ταινίες εποχής.
Φωτογραφία: Δήμητρα Ψυχογιού
* Τεχνοχώρος Cartel, Παρασκευή: 21.00, Σάββατο – Κυριακή: 19.00