Από την πρώτη στιγμή, όταν οι καταγγελίες της κυρίας Μπεκατώρου κατέλαβαν στον δημόσιο λόγο τη θέση που θα έπρεπε, φάνηκε ότι υπήρχε ένα παγόβουνο, του οποίου η ανάδυση θα μας άφηνε με ανοιχτό το στόμα.
Όμως, από την πρώτη στιγμή επίσης, φάνηκε ο κίνδυνος ότι αυτή η υπόθεση θα μπορούσε να χαθεί σε ένα κύμα γενικεύσεων ή σε ένα (σκόπιμο) κυνήγι μαγισσών, πόσω μάλλον που ευθύς αμέσως ακολούθησαν καταγγελίες και στη συνέχεια ορυμαγδός καταγγελιών για τέρατα και σημεία, συμβαίνοντα στον χώρο του θεάτρου και των ηθοποιών. Τεκμηριωμένες καταγγελίες και ατεκμηρίωτες.
Τότε εκδηλώθηκε –πάντα στον δημόσιο (διά)λογο– μια προσπάθεια των νουνεχών να προσδιορίσουν τους όρους και τα επίδικα του προβλήματος. Ότι δηλαδή σε αυτά τα θέματα –στα θέματα ηθικής– δεν υπάρχουν γενιές και κλάδοι, αλλά πρόσωπα. Ότι η «δημοσίευση είναι η ψυχή της Δικαιοσύνης» και ότι η δημοσιοποίηση των προβλημάτων είναι η μόνη οδός προς την κάθαρση. Και τέλος ότι η βία είναι πάντα μια υπόθεση εξουσίας και ισχύος.
Κάθε γενιά και κάθε κλάδος έχουν την παθολογία τους. Το ζητούμενο όμως είναι η ευθύνη των προσώπων, αλλιώς όλα χάνονται μέσα στις γενικεύσεις και κατατείνουν στην απεχθή συλλογική ευθύνη.
Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η γόνιμη προσέγγιση καταπνίγηκε σχεδόν εν τη γενέσει της. Σε συνθήκες social media και ελεγχόμενων ΜΜΕ η χειραγώγηση, ο οπαδισμός και η οχλαγωγία άρχισαν σύντομα να σέρνουν τον χορό.
Το θέμα μεταλλάχθηκε γρήγορα σε έναν πόλεμο λάσπης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ποιος είναι ο χειρότερος. Ποιος διαθέτει στις τάξεις του τους πιο διεφθαρμένους, τους πιο αλητήριους, τους πιο διαπλεκόμενους (στα αίσχη τους) με κόμματα, με πλούσιους, με ανθρώπους (;) ισχύος κι επιρροής, με έναν ολόκληρο δηλαδή ιστό σχέσεων που ταλανίζει το θέατρο, τη δημοσιογραφία, την πολιτική και κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής.
……………………………
Ασφαλέστερη απόδειξη της εθνικής και κοινωνικής παρακμής μας, από αυτό το λασπόλουτρο των κομμάτων (και των ελίτ που εκπροσωπούν) δεν υπάρχει.
Όχι μόνον οι γενικεύσεις, το κυνήγι των μαγισσών, οι συκοφαντίες, οι δίκες προθέσεων και τα «λαϊκά» δικαστήρια, αλλά κυρίως, κυριότατα η πολιτική ιδιοτέλεια, είναι που βυθίζουν για μιαν ακόμα φορά τη χώρα σε έναν βούρκο που δεν της αξίζει. Ακόμα περισσότεροι πολίτες τώρα από όσους διέπονται από τη λογική και την ηθική, αποξενώνονται κι αναχωρούν από τα κοινά, στην προσπάθειά τους να μείνει κάτι όρθιο μέσα τους.
Όμως ο ζήλος των κομμάτων εξουσίας για τα πρωτεία στη δολιότητα, την πλεκτάνη και την τρολιά αποδεικνύει το ζοφερό μέλλον (εκτός από το στυγερό παρόν) που μας απειλεί, δείχνοντας ότι μόνο για τέτοια αποτρόπαια τρόπαια είναι ικανά, ενώ για τα θέματα της πανδημίας, φερ’ ειπείν, ή της οικονομίας παντελώς ανίκανα και ανεπαρκή.
Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, εφ’ όσον πρόκειται για κόμματα ως επί το πλείστον υποτελή. Κάνουν ό,τι τους λένε τα αφεντικά τους, αλλά σε μας κάνουν ό,τι θέλουν τα ίδια.
***
Είναι φανερό επίσης ότι στα χρόνια της ψευδούς ευμάρειας και της μνημονιακής κρίσης που ακολούθησε πολλά αποστήματα δημιουργήθηκαν στα σπλάχνα της κοινωνίας. Σε όλα τα επίπεδα. Πολλοί αξιακοί κώδικες (δεν λέω παλιές παθολογίες) απαξιώθηκαν και το κοινό περί δικαίου αίσθημα αμβλύνθηκε.
Μάλιστα η ηθική της Αριστεράς, αλλά και μεγάλου μέρους της ευπρεπούς Δεξιάς, διακωμωδήθηκαν ως συντηρητικές συμπεριφορές ακόμα και ως κομφορμιστικές.
…………………………
Είναι λοιπόν εξαιρετικά δύσκολο μέσα σε ένα κλίμα μακροχρόνιας «ευκολίας» και σύγχυσης, να αντιμετωπίσουμε σήμερα το τέρας που αναδύεται ως απότοκο του τρόπου που λειτουργήσαμε επί δεκαετίες.
Με έναν λόγο «ο Θεός μαζί μας, και καλή τύχη»…
Υ.γ.: Προς άρσιν παρεξηγήσεων (αν αυτό είναι ποτέ δυνατόν): παλιότερα, σε θέματα ηθικής, τα πράγματα ήταν χειρότερα κατά την παθολογία τους (όχι όμως και κατά τους αξιακούς κώδικες). Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί (παρά τη θρυλούμενη πρόοδο) δεν έγιναν καλύτερα…
ΣΤΑΘΗΣ Σ.
10•II•2021