Μέρος Ε΄(Δείτε τα προηγούμενα μέρη, Α’, Β’, Γ’, Δ’)
Κοριοί, παντού κοριοί! Αυτό είναι το σίγουρο. Ο Τσέχοφ, σε ένα σπίτι όπου φιλοξενήθηκε, παρατηρεί με δέος ότι «το ταβάνι και οι τοίχοι φαίνονταν σαν να είχαν σκεπαστεί με ένα πένθιμο κρέπι, που νόμιζες ότι το κουνάει ο αέρας». Κι αυτό, το κρέπι, ήταν άπειρες κατσαρίδες και κοριοί!
Και κουνούπια και σκνίπες! «Ενώ σκαρφάλωνα στο βουνό και πλησίαζα στο σπίτι, με περιέβαλαν μαύρα σύννεφα κουνουπιών, τόσο πυκνά, που εξαιτίας τους είχε σκοτεινιάσει. Το πρόσωπό μου και τα χέρια μου καίγονταν και δεν είχα τη δυνατότητα να προστατευθώ.»
Του φαίνεται ειρωνικό που σε μερικά μέρη τον υποδέχονταν με ψωμί κι αλάτι, ένα παλαιοσλαβικό έθιμο που συμβολίζει τη φιλοξενία και την αφθονία. «Το ψωμί ήταν πραγματικά φριχτό… μια γλοιώδης μάζα, ενοχλητική να την κρατάς στα χέρια… Κάποτε στο Τίμοφσκι, για να βαραίνει το ψωμί, ανακάτευαν το αλεύρι με κοσκινισμένο πηλόχωμα». Και εύκολα διαπιστώνει ότι σε μερικά χωριά «η φτώχεια είναι εξωφρενική». Απογοητευμένοι, αποτυχημένοι και παραιτημένοι κάτοικοι, που «από βαρεμάρα γελούσαν και για ποικιλία κλαίγανε». Γι’ αυτό, πολλοί παίζουν χαρτιά και όσοι δεν έχουν καθόλου λεφτά παίζουν το φαγητό τους και τα ρούχα τους. «Λείπει από το νοικοκυριό το παρελθόν και η παράδοση, δεν υπάρχουν έθιμα… και, το κυριότερο, δεν υπάρχει πατρίδα… Ο λαός ζει στη δυστυχία… Βλέπω τον τέλειο εξευτελισμό του ανθρώπου… Δεν υπάρχει καμία αξιοπρέπεια», γράφει με θλίψη και απογοήτευση.
Κάτοικοι και παιδιά
«Το 1889, και στις τέσσερις ενορίες της Σαχαλίνης, γεννήθηκαν 352 παιδιά και των δύο φύλων από τους περίπου 7.000 κατοίκους που ζούσαν στην αποικία… Σήμερα (το 1890) στη Σαχαλίνη, το σύνολο των παιδιών είναι 2.122… Απ’ αυτά, τα 644 έφτασαν από τη Ρωσία με τους γονείς τους, τα 1.473 γεννήθηκαν στη Σαχαλίνη ή στο δρόμο για την εξορία, ενώ μου είναι άγνωστος ο τόπος γέννησης πέντε παιδιών». Παιδιά μαραζωμένα… «Τα παιδιά της Σαχαλίνης είναι χλωμά, αδύνατα, μαραμένα… πεθαίνουν σχεδόν αποκλειστικά από παθήσεις του πεπτικού συστήματος. Υποσιτίζονται, και η μοναδική τους τροφή, μερικές φορές για ολόκληρους μήνες, είναι γογγύλι ή παστό ψάρι, ενώ η χαμηλή θερμοκρασία και η υγρασία καταστρέφουν με αργό και επώδυνο τρόπο τον παιδικό τους οργανισμό». Κάποια απ’ αυτά, 222 έγραψε ο Τσέχοφ, πηγαίνουν στα πέντε σχολεία που υπάρχουν στο νησί. Κι απ’ όλους τους απογραφέντες, εγγράμματοι είναι το 29% των αντρών και το 9% των γυναικών.
Βασανιστήρια, ποινές
Για τις ποινές που επιβάλλονται, εάν εξαιρέσεις την αγχόνη, δεν χρειάζεται δικαστική απόφαση παρά μόνο διοικητική. Μαστιγώσεις, βίτσισμα, απομόνωση, αλυσόδεμα σε καροτσάκι, μισοξυρισμένο κεφάλι. Το μαρκάρισμα των κρατουμένων λαϊκής καταγωγής με πυρακτωμένο σίδερο στο μέτωπο είχε καταργηθεί. Πολλοί δεν αντέχουν και προσπαθούν να αποδράσουν ή αυτοκτονούν, συνήθως με το δηλητήριο ακόνιτο.
Οι σκηνές που παρακολούθησε ο Τσέχοφ είναι ανατριχιαστικές. «Το χτύπημα με βίτσες και με μαστίγια επιβάλλεται σε κάθε εγκληματία, είτε αυτός διέπραξε κακούργημα είτε διέπραξε πταίσμα». Σημειώνει ότι στη διάρκεια του 1889 τιμωρήθηκαν με βίτσες 265 κατάδικοι. «Το πιο συνηθισμένο είναι τριάντα έως εκατό χτυπήματα με βίτσες… Στη μέση του χώρου βρισκόταν ένας κεκλιμένος πάγκος με τρύπες για το δέσιμο των χεριών και των ποδιών… Ο δήμιος έστεκε στο πλάι και χτυπούσε με τέτοιο τρόπο ώστε το μαστίγιο να απλώνεται σε όλο το πλάτος του σώματος. Τα μαλλιά του Προχόροφ είχαν κολλήσει στο κούτελο, ο λαιμός είχε πρηστεί… Το σημείο που χτυπούσαν ήταν βυσσινί προς το μπλε από τις εκχυμώσεις και αιμορραγούσε. Τα δόντια του χτυπούσαν, το πρόσωπό του ήταν κίτρινο, ιδρωμένο, το βλέμμα του απλανές».
Στις δεκαετίες ’60 και ’70, μαστίγωναν καταδίκους μέχρι θανάτου. Κάποιοι τους έβαζαν μέσα σε βαρέλια δεμένους και τους κατρακυλούσαν από το λόφο στην όχθη. Η σκληρή εργασία, η έλλειψη προοπτικής και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης εξαχρειώνουν τους εξόριστους. «Στους εξόριστους παρατηρούνται ελαττώματα και στρεβλώσεις που είναι χαρακτηριστικές των εξαρτημένων, των υποδουλωμένων, των πεινασμένων και όσων διακατέχονται από διαρκή φόβο. Το ψεύδος, η πανουργία, η δειλία, η μικροψυχία, ο χαφιεδισμός και οι κλοπές, αυτά τα κρυφά ελαττώματα είναι το οπλοστάσιο που διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος του ταπεινωμένου πληθυσμού απέναντι στους διοικητές και τους επόπτες, τους οποίους δεν σέβεται, αλλά φοβάται και τους θεωρεί εχθρούς». Μερικοί αξιωματούχοι είχαν στο παρελθόν ξεπεράσει σε βαρβαρότητα τους εγκληματίες που ήταν εξορισμένοι στο νησί. «Κάποιος Ντεμίντοφ, για να μάθει όλες τις λεπτομέρειες ενός εγκλήματος, βασάνιζε μέσω του δήμιου τη γυναίκα του δολοφόνου, μια γυναίκα ελεύθερη, που ήρθε στη Σιβηρία με δική της βούληση, δηλαδή απαλλαγμένη, σύμφωνα με τον κανονισμό, απ’ τις σωματικές ποινές. Μετά βασάνισε την εντεκάχρονη κόρη του δολοφόνου. Το κοριτσάκι το κρατούσαν στο ύπαιθρο και ο δήμιος τη χτυπούσε με τη βίτσα από το κεφάλι μέχρι τα νύχια. Χτύπησαν το παιδί ακόμα και με μαστίγιο και, όταν παρακάλεσε για νερό, της έδωσαν παστωμένο ψάρι. Θα τη μαστίγωναν ακόμα περισσότερο αν δεν αρνιόταν ο ίδιος ο δήμιος να συνεχίσει».
Και το χειρότερο απ’ όλα: «Μαζί με τους ασυμμόρφωτους, τους αδιόρθωτους κακοποιούς και τα τέρατα ζουν κάτω από την ίδια στέγη περιστασιακοί εγκληματίες και άτυχοι αθώοι που καταδικάστηκαν».
Δραπέτες
Ο Τσέχοφ αντιμετωπίζει με κατανόηση έως και συμπάθεια την επιθυμία των καταδίκων να αποδράσουν. «Εδώ, η φυσική και ακατανίκητη επιθυμία του ανθρώπου για το υψηλότερο αγαθό, την ελευθερία, μοιάζει με εγκληματική τάση και η απόδραση τιμωρείται με καταναγκαστικά έργα και μαστίγωση, σαν να ’τανε το χειρότερο κακούργημα». Με καταναγκαστικά έργα τιμωρείται κι όποιος φιλοξενήσει έστω και για μία νύχτα έναν εξόριστο που έχει αποδράσει. Στα τελευταία έξι χρόνια, πριν από την απογραφή του Τσέχοφ στο νησί, είχαν αποδράσει 1.501 κατάδικοι από τις φυλακές, από τους οποίους γύρισαν οι 1.010, 40 βρέθηκαν νεκροί και 451 εξαφανίστηκαν. Στις σημειώσεις του αναφέρει ότι «υπόδικοι για απόδραση το 1889 ήταν 171 κατάδικοι». Κι αυτό το φοβερό αποτέλεσμα των αποδράσεων οφείλεται βέβαια στο δύσβατο και απροσπέλαστο φυσικό περιβάλλον. Όσους φτάνουν στην ακτή και δοκιμάζουν με αυτοσχέδιες σχεδίες να περάσουν απέναντι συνήθως τους καταπίνει η τρικυμισμένη και παγωμένη θάλασσα. Αλλά «δεν είναι η θάλασσα το τρομαχτικότερο εμπόδιο που συγκρατεί τους ανθρώπους από τις αποδράσεις». Είναι ο δρόμος για τη θάλασσα, που είναι αδιάβατος. «Η απροσπέλαστη ταϊγκά, τα βουνά, η συνεχής υγρασία, η ομίχλη, η μοναξιά, οι αρκούδες, η πείνα, οι σκνίπες, οι φοβερές παγωνιές του χειμώνα και οι καταιγίδες, όλα αυτά είναι οι σύμμαχοι της επιτήρησης. Στην ταϊγκά, όπου σε κάθε βήμα μπερδεύονται στα πόδια σου ξερόκλαδα άγριου δεντρολίβανου και μπαμπού, βυθίζεσαι μέχρι τη μέση σε βάλτους και ρέματα, διώχνεις με φρίκη τις σκνίπες, ακόμα και οι πεζοπόροι που είναι ελεύθεροι και χορτάτοι δεν μπορούν να κάνουν περισσότερα από οχτώ χιλιόμετρα το εικοσιτετράωρο… Έτσι, ο δραπέτης, την επόμενη βδομάδα, σπάνια τον επόμενο μήνα, εξαντλημένος από την πείνα, από δυσεντερία, φαγωμένος από τις σκνίπες, με γδαρμένα και πρησμένα πόδια, βρεγμένος, βρόμικος, κουρελιασμένος, πεθαίνει κάπου στην ταϊγκά ή σέρνεται πίσω χωρίς δυνάμεις και παρακαλάει τον Θεό, σαν να ζητάει τη μεγαλύτερη χάρη, να συναντήσει ένα στρατιώτη ή έναν Γκιλιάκο, ο οποίος θα τον παραδώσει στη φυλακή».
Η αποτυχία της απόδρασης είναι επίσης καταστροφική για τον εξόριστο. «Η πιο ελαφριά ποινή που επιβάλλεται στον κρατούμενο για τη δραπέτευση είναι σαράντα μαστιγώσεις και επιμήκυνση της ποινής των καταναγκαστικών έργων κατά τέσσερα χρόνια. Η πιο σκληρή είναι εκατό μαστιγώσεις και ισόβια κάθειρξη, καθήλωση στο καροτσάκι για τρία χρόνια και εισαγωγή στην κατηγορία των υπό επίβλεψη, στην οποία ο κατάδικος παραμένει για είκοσι χρόνια».
Υγεία
Ο Τσέχοφ υπολόγισε ότι, ανά πάσα στιγμή, περίπου το 10% των εξόριστων είναι για λόγους υγείας ανίκανο να εργαστεί. Αρρωσταίνουν από την πείνα, τη βρόμα και τις κακουχίες στα εργοτάξια. Άνθρωποι λιπόσαρκοι, άνθρωποι καταφαγωμένοι από τα κουνούπια, γδαρμένοι από τα αγκάθια και τα κλαδιά των φυτών, ξεθεωμένοι από τις συνθήκες εργασίας είναι ευάλωτοι σε κάθε είδους ασθένειες και ατυχήματα. Τύφος, πνευμονία, δυσεντερία, διάρροια, φυματίωση, σύφιλη, σκορβούτο, γαστρίτιδα, χιονίστρες, κρυοπαγήματα, επιπεφυκίτιδα, τύφλωση, αναπηρίες, αυτοκτονίες, αυτοτραυματισμοί, πνιγμοί… «Σχεδόν όλες οι γυναίκες της αποικίας είναι άρρωστες… Οι πιο πολλοί κατάδικοι και άποικοι μοιάζουν γέροι από τα σαράντα τους».
Ο ακτιβιστής Τσέχοφ
Ο ίδιος ο Τσέχοφ πρόσφερε πολλές φορές τις υπηρεσίες του σαν γιατρός, αλλά κάθε φορά διαπίστωνε ότι δεν υπήρχαν ούτε τα αναγκαία φάρμακα ούτε τα κατάλληλα εργαλεία. Βρόμικα κουρέλια για επίδεσμοι, σκουριασμένα νυστέρια, σπασμένα θερμόμετρα και ψαλίδια, κάκιστο φαγητό, ανύπαρκτος εξαερισμός και υποτυπώδης απολύμανση δεν εξασφαλίζουν καμία θεραπεία στα λεγόμενα ιατρικά κέντρα των φυλακών.
Ο Αντόν Τσέχοφ έκανε μία, με όλη τη σημασία της λέξης, υπεράνθρωπη εργασία, με τεράστιο κίνδυνο για τη ζωή του και κάτω από άγριες συνθήκες, που κανένας άλλος πολίτης δεν θα επέλεγε και πιθανότατα δεν θα άντεχε να υποστεί για να φέρει σε πέρας μια αποστολή που ο ίδιος ανέθεσε στον εαυτό του. Όλες οι ιστορίες ανθρώπων που μεταφέρει με το άλλοτε στατιστικό και άλλοτε λογοτεχνικό ύφος του είναι συγκλονιστικές και συνθέτουν πραγματικά αυτό που χωρίς καμία επιφύλαξη θα μπορούσε κανείς να ονομάσει «το μέγιστο ανθρώπινο δράμα».
Η απογραφή του στη Νήσο Σαχαλίνη αποτελεί μια συγκλονιστική αποκάλυψη και μια πλήρως τεκμηριωμένη καταγγελία για τις πιο σκοτεινές πτυχές του πολιτισμού, της βαρβαρότητας πίσω από τη βιτρίνα του πλούτου και της εξουσίας.
(Από τον πρόλογο στο βιβλίο του Αντόν Τσέχοφ «Νήσος Σαχαλίνη», εκδ. Λέμβος)
Στέλιος Ελληνιάδης