«Σας περιμένω την Κυριακή στις 10:30». Με αυτή την απάντηση του Μάνου Ελευθερίου ξεκίνησε ένα ταξίδι με κυριακάτικες συναντήσεις που κράτησαν κοντά στα τρία χρόνια. Το πολύτιμο υλικό αυτών των συναντήσεων κατέγραψαν και επιμελήθηκαν ο Σπύρος Αραβανής και ο Ηρακλής Οικονόμου και έτσι προέκυψαν τα «Μαλαματένια λόγια» που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και πέραν των όσων έχουν καταγραφεί περιλαμβάνει πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό.
Μια δουλειά πολύ προσεγμένη που μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τόσο την προσωπικότητα όσο και το έργο του Μάνου Ελευθερίου που τον Μάρτιο του 1938 γεννήθηκε στη Σύρο. Ένα νησί που πάντα έμεινε ζωντανό μέσα του και οι εικόνες πέρασαν στην ποίηση, στους στίχους, τα μυθιστορήματα, τις μελέτες και τα δοκίμιά του.
Υπάρχουν σημεία μαγικά όπως οι σελίδες όπου μιλά για τις πηγές της έμπνευσής του στον «Άγιο Φεβρουάριο» κι –ακόμη πιο αναλυτικά– στα «Μαλαματένια λόγια»:
«…νομίζαμε ότι αλλάζαμε τον κόσμο με τα τραγούδια και με ό,τι γράφαμε. Είχα κουραστεί αφάνταστα να γράψω τη Θητεία. Δεν ήταν εύκολο. Το κουραστικό βέβαια δεν ήταν να γράψω τις ομοιοκαταληξίες, αυτό ήταν εύκολο, δεδομένο. Έπρεπε να προσαρμόσω ιδέες, αναμνήσεις, καταγγελίες, οράματα, αγανάκτηση και ελπίδες στις ομοιοκαταληξίες. Αυτό ήταν ο κόμπος…»
Υπάρχουν και σημεία στο βιβλίο που είναι πραγματικά σπαρακτικά. Η μοναξιά του ποιητή, ή του ανθρώπου που βλέπει εκεί που οι άλλοι είναι τυφλοί:
«…Συνέχεια νιώθω σαν πρόσφυγας. Σε τι συνίσταται αυτό; Στο αν είσαι ξένος απ’ όλους και όλα. Όλοι μας δεν αισθανόμαστε πρόσφυγες στην Ελλάδα; Μας δίνουν ένα κομμάτι ψωμί, αλλά τουλάχιστον δεν στεκόμαστε στην ουρά για να πάρουμε φαγητό. Φοβάμαι ότι θα γίνει κι αυτό…» λέει προφητικά…
Κλείνεις το βιβλίο, που δύσκολα το αφήνεις από τα χέρια σου, και νιώθεις πως έχεις κάνει ένα μεγάλο ταξίδι.
Έβαλα και άκουγα ξανά τα τραγούδια και στο μυαλό μου έμενε μια καταγραφή από το Ημερολόγιό του:
«Κυριακή 24 Απριλίου 1994. Ξαναδιαβάζω: Ο Παλαμάς στις τελευταίες ώρες της ζωής του παραμιλούσε ζητώντας από τη μητέρα του τη σάκα του για να πάει σχολείο. Με σκοτώνει κάτι τέτοιο. Με σκοτώνει.»
Η συζήτηση με τους δυο επιμελητές έχει το δικό της ενδιαφέρον…
Πώς προέκυψαν αυτές οι συζητήσεις με τον Μάνο Ελευθερίου και η ιδέα για τη δημιουργία ενός βιβλίου;
Η ιδέα να καταγράψουμε οτιδήποτε θα είχε ο ίδιος τη διάθεση να μοιραστεί μαζί μας προέκυψε αυθόρμητα μια ανέμελη αυγουστιάτικη βραδιά, όταν για πολλοστή φορά συζητούσαμε για την «επιρροή» του και το θαυμασμό μας στο έργο του από τα εφηβικά μας χρόνια. Η απάντησή του ήταν θετική –τον γνωρίζαμε ήδη κάποια χρόνια– και έτσι χωρίς φανφάρες ή κάποιον διακηρυγμένο στόχο, ξεκινήσαμε τις συναντήσεις μας. Στην πορεία, καθώς πλήθαιναν οι συναντήσεις και το υλικό, συνειδητοποιήσαμε ότι πράγματι θα μπορούσε να προκύψει ένα βιβλίο –δεν ήταν όμως αυτή η αφετηρία μας– κι έτσι οι συζητήσεις μας με τον Ελευθερίου διατήρησαν έναν χαρακτήρα ανεπίσημο και άμεσο, χαλαρό και αυθόρμητο μέχρι τέλους.
Πιστεύετε πως καθυστέρησε να βγει αυτή η δουλειά προς τα έξω, ενώ ήταν έτοιμη ήδη από την εποχή που ζούσε;
Όχι, δεν τίθεται κάποιο ζήτημα καθυστέρησης. Το βιβλίο δεν μπορούσε να βγει νωρίτερα διότι, όσο ζούσε, ο εξαιρετικά μετριόφρων Ελευθερίου, δεν θεωρούσε ότι είχε λόγο δημόσιας ύπαρξης οποιαδήποτε κουβέντα γύρω από τη ζωή και το έργο του. Και αφού πέθανε, δεν είχαμε αρχικά καμία διάθεση να ασχοληθούμε με την έκδοση εν μέσω μιας τέτοιας μεγάλης και απρόσμενης απώλειας. Και τη χαρακτηρίζουμε ως «απρόσμενη» γιατί, αν και ήταν 80 χρόνων, πιστεύαμε πως για την έκδοση του βιβλίου υπήρχε ακόμα μέλλον καθώς τον ζούσαμε πάντα σαν «νεώτερο» από εμάς.
Γιατί διαλέξατε ως τίτλο τα «Μαλαματένια λόγια»;
Ο τίτλος επελέγη από την κυρία Λιλή Ελευθερίου, αδερφή και κληρονόμο του Μάνου Ελευθερίου. Παραπέμπει σε μια κορυφαία στιγμή όχι μόνο του έργου του αλλά και του ελληνικού τραγουδιού συνολικά, και φυσικά υπενθυμίζει ότι το βιβλίο περιέχει πρωτίστως τον εμπνευσμένο λόγο του. Αναφέρει σχετικά στην αφήγησή του: «Η λέξη “μαλαματένια” δεν είναι του Σεφέρη, όπως μου καταλόγισε κάποιος βλαξ. Λες και οι λέξεις έχουν αποκλειστικότητα. Βεβαίως υπάρχουν λέξεις τις οποίες δεν μπορείς να χρησιμοποιείς αν δεν κάνεις αναφορά του προγόνου τους, όπως π.χ. “ανεπαισθήτως”. Τη λέξη τη “βούτηξα” από τον Βάρναλη». Η λέξη πάντως «μαλάματα» τον διατρέχει και από τα παιδικά του χρόνια, ως μια λέξη που του έλεγε η γιαγιά του.
Τι σας μένει πιο έντονα στη μνήμη από τις συναντήσεις μαζί του;
Η.Ο.: Είναι πολλά! Τυχαία επιλέγω τη βαθιά του πίστη και αλληλεγγύη προς τον άνθρωπο, παρά τις διαψεύσεις που δέχθηκαν τα οράματα στα οποία πίστεψε στη νεότητά του. Διατήρησε άθικτες τις αριστερές του ευαισθησίες με έναν δικό του πολύ προσωπικό τρόπο. Στο επίκεντρο της προσοχής του παρέμεινε μέχρι τέλους ο αδύναμος κι ο αδικημένος, με μια κοινωνική συνείδηση που άλλοι –παγιδευμένοι μεταξύ ναρκισσισμού και έλλειψης προσωπικής κοσμοθεωρίας– χάνουν νωρίς στην πορεία της ζωής τους.
Σ.Α.: Το γεγονός ότι κάθε λεπτό επικοινωνίας μαζί του καταργούσε τον χωροχρόνο. Έπρεπε να έχεις ακέραιες όλες σου τις αισθήσεις, κρατημένη την ανάσα και τους παλμούς σου σε γρήγορο ρυθμό για να μπορείς να διασχίσεις μαζί του όλη αυτή τη διαχρονικότητα και διακειμενικότητα που χαρακτήριζε τη σκέψη του, απότοκα της απίστευτης φιλομάθειας και της ασκημένης του μνήμης. Αλλά προπάντων μου μένει, και εμένα, η αμείωτη μέχρι το τέλος του αγωνία και ευαισθησία του για τον άνθρωπο ανεξαρτήτως αποχρώσεων.
«Στο επίκεντρο της προσοχής του παρέμεινε μέχρι τέλους ο αδύναμος κι ο αδικημένος, με μια κοινωνική συνείδηση που άλλοι –παγιδευμένοι μεταξύ ναρκισσισμού και έλλειψης προσωπικής κοσμοθεωρίας– χάνουν νωρίς στην πορεία της ζωής τους»
Από τα έργα του ποιο αγγίζει τον καθένα σας περισσότερο και γιατί;
Η.Ο.: Δοκιμάστηκε με επιτυχία στην ποίηση, στο διήγημα, στο μυθιστόρημα, στο δοκίμιο, στην ιστορική αφήγηση, στο έμμετρο παραμύθι, αλλά για μένα ο Ελευθερίου είναι πρώτα και κύρια στιχουργός. Ξεχωρίζω το τραγούδι «Γνωριμία» σε μουσική και ερμηνεία Θανάση Γκαϊφύλλια. Συμπυκνώνει όλη τη δύναμη της τέχνης του Ελευθερίου, τον έρωτα, την κοινωνική παρατήρηση, την αγάπη του για τη μουσική, και μια συνεχώς παρούσα, ρητά ή άρρητα, πολιτική διάσταση. Αν με ρωτήσετε αύριο, βέβαια, μπορεί να σας πω κάποιο άλλο, τη «Δίκοπη Ζωή» ίσως! Και μεθαύριο «Του κάτω κόσμου τα πουλιά», γιατί όχι;
Σ.Α.: Τραβώντας στην τύχη ανάμεσα στις πολλές κορυφές του –η κάθε μια με άγγιξε για διαφορετικούς λόγους– επιλέγω για τις ανάγκες της ερώτησης τα «Τροπάρια για φονιάδες». Αυτή η πνευστή, πολιτική, δυναμική και ταυτόχρονα ποιητική και λυρική συνύπαρξη μελωδιών του Μικρούτσικου και στίχων του Ελευθερίου που βρήκε τους ιδανικούς ερμηνευτές της ψυχής, της γνώσης και της αγωνίας και των δύο δημιουργών, στις φωνές της Μαρίας Δημητριάδη και του Γιώργου Μεράντζα.
Μερικά από όσα λέει, αλλά κι από αυτά που γράφει στο ημερολόγιό του είναι πραγματικά σπαρακτικά. Ήταν ένας θλιμμένος άνθρωπος;
Σ.Α.: Του άρεσε να υπενθυμίζει συχνά τα λόγια του Μπωντλαίρ: «Αν θέλεις να δεις τη ψυχοσύνθεση ενός ποιητή, βρες τις λέξεις που επαναλαμβάνονται μέσα στο έργο του». Το «θλιμμένος» υπάρχει σπάνια. Ίσως μόνο στο τραγούδι του: «Ο λόγος ο στερνός» στο οποίο συμπεριλαμβάνει ατόφια τον στίχο του Δάντη: «Εγώ οδηγώ μες στη θλιμμένη χώρα»…
Η.Ο.: Το «θλιμμένος» δεν είναι σε καμία περίπτωση το πρώτο επίθετο που μου έρχεται στον νου. Αναμφισβήτητα, ήταν ένας βαθιά ευαίσθητος και ευάλωτος άνθρωπος με αγωνίες, μνήμες και φορτία. Αλλά εκεί έγκειται κι ένα μέρος του μεγαλείου του: στο ότι μετέτρεψε τα φορτία αυτά σε δημιουργία δίχως μελοδραματισμούς η οποία συνομιλεί με την ιστορία και με συλλογικά πάθη. Με φιλοσοφικούς όρους, ο Ελευθερίου ισορροπούσε μεταξύ της υπαρξιστικής αγωνίας και μιας κριτικής με μαρξιστική χροιά.